Του Τάσου Δασόπουλου
Η διάρκεια του 4ου κύματος της πανδημίας που δηλώνει “παρών” και ο εισαγόμενος πληθωρισμός από τις ανατιμήσεις των ενεργειακών προϊόντων, διαμορφώνουν ένα νέο σκηνικό για την ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελεί βαρόμετρο για την είσπραξη κυρίως έμμεσων φόρων.
Τον Οκτώβριο, η έρευνα οικονομικής συγκυρίας που συντάσσει ο ΙΟΒΕ, έχει καταγράψει συνέχιση μεν της ανόδου του δείκτη οικονομικού κλίματος, αλλά μια σημαντική υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, από τις -38,3 μονάδες τον Σεπτέμβριο στις -44,7 μονάδες τον Οκτώβριο. Μιλώντας στο Capital.gr o Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών καθηγητής κ. Νίκος Βέττας θύμισε ότι η κάμψη, ήρθε μετά από τέσσερεις μήνες βελτίωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης που ξεκίνησε τον Μάϊο με την σταδιακή άρση των περιορισμών της πανδημίας και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο. Από τον Σεπτέμβριο, οι προσδοκίες των νοικοκυριών για τα εισοδήματα τους τους επόμενους 12 μήνες άρχισαν ξανά να μειώνονται.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ απέδωσε την κάμψη στην νέα έξαρση της πανδημίας και θύμισε ότι παρά την υποχώρηση της τους καλοκαιρινούς μήνες ο κορονοϊός είναι ακόμη “παρών”, και απειλεί.
Θύμιζε επίσης ότι πολλές από τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις κατά τους μήνες της πανδημίας ανεστάλησαν και από τις αρχές του 2022 θα αρχίσουν να αποπληρώνονται.
Σημείωσε επίσης ότι μετά την άνοδο κατά την επανεκκίνηση της οικονομίας, τα νοικοκυριά επέστρεψαν στα εισοδηματικά δεδομένα προ της πανδημίας Συνεπώς, είναι λογικό να μην έχουν αυξημένες προσδοκίες για τα εισοδήματά τους. Ο κ. Βέττας κατέληξε σημειώνοντας ότι η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που παρουσιάζει μια τέτοια τάση. Πολλές από τις χώρες της ΕΕ μετά το άνοιγμα των οικονομιών τους είχαν άνοδο της καταναλωτικής εμπιστοσύνης η οποία τώρα υποχωρεί.
Από την άλλη, το ΥΠΟΙΚ δείχνει προς το παρόν, να μην ανησυχεί ιδιαίτερα. Συγκεκριμένα ανώτατη πηγή του Υπουργείου σχετικά με το αν καταγράφεται κάποια μείωση στην κατανάλωση ξεκαθάριζε ότι και για τον Οκτώβριο οι πωλήσεις με βάση τα στοιχεία για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές συνέχιζαν να είναι αυξημένες κατά 35% σε σύγκριση με το 2019. Άρα δεν αναμένεται κάποια κάμψη στα έσοδα.
Απειλές για τα έσοδα
Ωστόσο ειδικά για την Ελλάδα η καταναλωτική εμπιστοσύνη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πρόδρομος δείκτης για την μελλοντική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης η οποία παρά τις προσπάθειες που γίνονται συνεχίζει να αποτελεί περίπου το 67% του ΑΕΠ αλλά και των – έμμεσων – φόρων της χώρας. Από τους μήνες τις πανδημίας μάθαμε ότι το κλείσιμο του λιανεμπορίου και της εστίασης κοστίζει κάθε μήνα περίπου 1 δισ. φορολογικών εσόδων.
Παρότι χθες ξεκαθαρίστηκε από τον Πρωθυπουργό ότι δεν επίκειται νέο lockdown, πληθωρισμός και περιορισμοί από την πανδημία μπορούν όχι να εξαλείψουν αλλά να μειώσουν το ποσό αυτό για τους επόμενους μήνες.
Από τον Σεπτέμβριο, τα ελληνικά νοικοκυριά μετά τον άνοιγμα των αγορών αντιμετωπίζουν σημαντικές ανατιμήσεις κυρίως στα προϊόντα ενέργειας αλλά και τα υπόλοιπα προϊόντα και υπηρεσίες όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Τούτο διότι εκτός από την άνοδο των τιμών σε πετρέλαια, φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα η αγορά αντιμετωπίζει ακριβές πρώτες ύλες και πολύ υψηλό κόστος μεταφοράς αγαθών. Όλα αυτά αν διαρκέσουν και μετά το τέλος του 2021 θα έχουν ως συνέπεια την μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε άλμα του εναρμονισμένου δείκτη από το 1,9% το Σεπτέμβριο στο 3% τον Οκτώβριο με τον εθνικό δείκτη να αναμένεται να ακολουθήσει ανάλογη πορεία.
Παράλληλα, σε αυτή την χρονική φάση οι χαμηλές προσδοκίες των νοικοκυριών σε ότι αφορά την πορεία των εισοδημάτων τους έρχεται να συναντήσει και τις εκτιμήσεις του εμπορικού κόσμου μετά τα περιοριστικά μέτρα που ανακοινώθηκαν χθες κυρίως για τους ανεμβολίαστους σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η διασπορά του κορονοϊού. Οι κλάδοι της εστίασης και του λιανεμπορίου διαμαρτύρονται από χθες ότι τα νέα μέτρα θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τους πελάτες τους.