ΑΠΟΦΑΣΗ
Ahmadova κατά Αζερμπαϊτζάν της 18.11.2021 (αρ. προσφ. 9437/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απώλεια κατοικίας μέσω έξωσης. Η πιο ακραία μορφή παρέμβασης στο δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας.
Η υπόθεση αφορούσε εντολή για κατεδάφιση της κατοικίας της προσφεύγουσας και έξωση αυτής και της κόρης της, χωρίς καταβολή αποζημίωσης.
Η προσφεύγουσα αγόρασε ένα σπίτι στην περιοχή Sabail στο Μπακού το 2007 χωρίς την τήρηση του νόμιμης διαδικασίας κατάρτισης συμβολαιογραφικού εγγράφου και εγγραφής στο κτηματολόγιο. Τα εγχώρια δικαστήρια διέταξαν την έξωση από την κατοικία της, διαπιστώνοντας ότι επρόκειτο για αυθαίρετη κατασκευή, κτισμένη σε κρατική ιδιοκτησία που εκχωρήθηκε για εξόρυξη πετρελαίου. Οι αποφάσεις για κατεδάφιση και έξωση δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί και η προσφεύγουσα εξακολουθεί να διαμένει στην οικία. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και σεβασμού της κατοικίας της.
Όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της προσφεύγουσας, το οποίο και γνώριζε από την πρώτη στιγμή της αγοράς, δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένο και ισχυρό ώστε να ισοδυναμεί με «περιουσία» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή για αυτό το άρθρο ως απαράδεκτη.
Όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας, τόνισε ότι η έξωση αποτελεί την πιο ακραία παρέμβαση και θα πρέπει να μπορεί να καθορίζεται η αναλογικότητα του μέτρου. Διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εστίασαν αποκλειστικά στο γεγονός ότι επρόκειτο για αυθαίρετη κατασκευή που κτίστηκε σε κρατική γη και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ένδικα μέσα που θα μπορούσε να αποκτήσει μια συνολική εξέταση της αναλογικότητάς της παρέμβασης. Τέλος, δεν διαπιστώθηκε ότι υπήρχε διαδικασία για την εξέταση εναλλακτικής στέγασης προσβάσιμη σε αυτήν.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η τυχόν έξωση της προσφεύγουσας θα παραβιάσει το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας της (άρθρο 8), και αποφάνθηκε ότι η αναγνώριση της παραβίασης συνιστά από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΣΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Sayyara Nemat gizi Ahmadova, είναι υπήκοος Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1955 και ζει στο Μπακού.
Το 2007 η προσφεύγουσα αγόρασε ένα νεόδμητο σπίτι και διέμενε εκεί με την κόρη της. Η σύμβαση αγοραπωλησίας δεν καταρτίστηκε από συμβολαιογράφο και δεν υπήρξε καμία εγγραφή στο εθνικό κτηματολόγιο. Σύμφωνα με πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το Τμήμα Κοινωνικής Ανάπτυξης της Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν («SOCAR»), η προσφεύγουσα διέμενε σε οικία η οποία δεν είχε καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο ως ιδιοκτησία της..
Το 2010 η Azneft Production Union (Azneft), θυγατρική της SOCAR, άσκησε αγωγή κατά της προσφεύγουσας.
Η κατεδάφιση της οικίας και η έξωση της προσφεύγουσας αποφασίστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για αυθαίρετη κατασκευή που κτίστηκε σε οικόπεδο κρατικής ιδιοκτησίας που είχε εκχωρηθεί για εργασίες εξόρυξης πετρελαίου. Ως εκ τούτου, η καταπατημένη ιδιοκτησία επρόκειτο να επιστραφεί στην Azneft χωρίς να καταβληθεί καμία αποζημίωση στην προσφεύγουσα. Τα ένδικα μέσα που άσκησε η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν.
Βάση των τελευταίων πληροφοριών που δόθηκαν στο Δικαστήριο, το σπίτι της προσφεύγουσας δεν είχε ακόμη κατεδαφιστεί και συνέχισε να διαμένει εκεί με την κόρη της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της «περιουσίας» δεν περιορίζεται στην «υφιστάμενη περιουσία», αλλά μπορεί επίσης να καλύπτει και άλλα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων αξιώσεων, για τα οποία ο προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει τουλάχιστον μια λογική και «εύλογη προσδοκία» απόκτησης και ουσιαστικής απόλαυσης του δικαιώματος ιδιοκτησίας.
Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν έκτισε η ίδια την οικία της αλλά την αγόρασε από άλλο άτομο. Το εγχώριο δίκαιο απαιτούσε συμβολαιογραφική σύμβαση και εγγραφή στο κτηματολόγιο. Η σύμβαση αγοραπωλησίας με ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε από την προσφεύγουσα και τον πωλητή περιείχε πράγματι διάταξη σχετικά με την ημερομηνία που έπρεπε να συμφωνηθεί για την κατάρτιση του συμβολαίου ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία δεν είχε υλοποιηθεί. Η αποτυχία της προσφεύγουσας να καταρτίσει συμβολαιογραφικό έγγραφο αγοραπωλησίας και η μη εγγραφή στο κτηματολόγιο μπορούσε να εξηγηθεί από την απουσία σχετικών εγγράφων κατασκευής και τίτλων ιδιοκτησίας του πωλητή. Επομένως, κατά την αγορά του σπιτιού, η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι επρόκειτο για αυθαίρετη κατασκευή.
Επίσης, όπως προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, το ίδιο το προαναφερόμενο έγγραφο δεν παρείχε στην προσφεύγουσα κανένα δικαίωμα κυριότητας επί της οικίας και εκδόθηκε για να μπορέσει να λάβει και να πληρώσει τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας.
Επιπλέον, η απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης από τις κρατικές αρχές κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος δεν θα έπρεπε να δώσει στην προσφεύγουσα την εντύπωση ότι δεν θα μπορούσε να κινηθεί εναντίον της διαδικασία κατεδάφισης του σπιτιού και δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της προσφεύγουσας ήταν επαρκώς τεκμηριωμένο και ισχυρό ώστε να ισοδυναμεί με «κατοχή» κατά την έννοια του κανόνα που εκφράζεται στην πρώτη πρόταση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η εντολή κατεδάφισης θα εκτελούνταν κατά τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο τα κινητά προσωπικά της αντικείμενα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα διατάχθηκε να κατεδαφίσει το εν λόγω σπίτι με δικά της έξοδα. Μια τέτοια υποχρέωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά της στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της. Ως εκ τούτου, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε αυτό το τμήμα της εντολής κατεδάφισης. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε αυτό το μέρος της καταγγελίας με επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι υπήρχε ζήτημα νομιμότητας ή αναλογικότητας της εν λόγω παρέμβασης.
Επομένως, το ΕΔΔΑ έκρινε αυτό το μέρος της καταγγελίας ως προδήλως αβάσιμο και το απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της «κατοικίας» κατά την έννοια του άρθρου 8 δεν περιορίζεται σε χώρους που κατοικούνται νόμιμα ή έχουν δημιουργηθεί νόμιμα. Είναι μια αυτόνομη έννοια που δεν εξαρτάται από την ταξινόμηση σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.
Η «κατοικία» που προσελκύει την προστασία του άρθρου 8 θα εξαρτηθεί από τις πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή την ύπαρξη επαρκών και συνεχών δεσμών με ένα συγκεκριμένο μέρος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα ζούσε στο εν λόγω σπίτι με την κόρη της αφού το αγόρασε τον Ιούλιο του 2007. Ως εκ τούτου, το σπίτι ήταν η κατοικία της προσφεύγουσας κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Η έξωση της προσφεύγουσας από το εν λόγω σπίτι διατάχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια βάσει των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τις παράνομες κατασκευές και την επιστροφή των υπό κατάληψη ακινήτων στους ιδιοκτήτες ή τους νόμιμους κατόχους τους. Το Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι η εξουσία του να ελέγχει τη συμμόρφωση με το εσωτερικό δίκαιο είναι περιορισμένη, είναι επομένως ικανοποιημένο ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που διέταξαν την έξωση της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνες με το εσωτερικό δίκαιο.
Σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η απώλεια του σπιτιού είναι η πιο ακραία μορφή παρέμβασης στο δικαίωμα του σεβασμού της κατοικίας, κάθε άτομο που κινδυνεύει από αυτή την άποψη – είτε ανήκει είτε όχι σε ευάλωτη ομάδα – θα πρέπει καταρχήν να μπορεί να καθορίζεται η αναλογικότητα του μέτρου από ανεξάρτητο δικαστήριο υπό το φως των σχετικών αρχών δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Οι παράγοντες που ενδέχεται να είναι σημαντικοί από αυτή την άποψη, όταν πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, είναι εάν η κατοικία κτίστηκε χωρίς άδεια ή όχι, εάν τα ενδιαφερόμενα άτομα δημιούργησαν την κατοικία ενώ γνώριζαν ότι ήταν παράνομη, ποια είναι η φύση και ο βαθμός σχετικά με την επίμαχη παρανομία, ποια είναι η ακριβής φύση των συμφερόντων που επιδιώκονται να προστατευθούν με την κατεδάφιση και εάν υπάρχει κατάλληλη εναλλακτική στέγαση για τα άτομα που θίγονται από αυτήν. Ένας άλλος παράγοντας θα μπορούσε να είναι αν υπάρχουν λιγότερο αυστηροί τρόποι αντιμετώπισης της υπόθεσης, ο κατάλογος δε δεν είναι εξαντλητικός. Επομένως, εάν ο ενδιαφερόμενος αμφισβητεί την αναλογικότητα της παρέμβασης βάσει τέτοιων επιχειρημάτων, τα δικαστήρια πρέπει να τα εξετάσουν προσεκτικά και να αιτιολογήσουν επαρκώς σε σχέση με αυτά.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση, ενώ τα εθνικά δικαστήρια διέταξαν την κατεδάφιση της οικίας και την έξωση της προσφεύγουσας, εστίασαν αποκλειστικά στο γεγονός ότι επρόκειτο για αυθαίρετη κατασκευή που κτίστηκε σε κρατική γη. Επιπλέον, η αναλογικότητα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρήση για την οποία οι αρχές επιδιώκουν την ανάκτηση της γης. Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε η Azneft, στην αγωγή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ούτε η Κυβέρνηση, στις παρατηρήσεις τους, υποστήριξαν ότι η επίδικη ιδιοκτησία χρειαζόταν επειγόντως για εργασίες ανόρυξης πετρελαίου ή για οποιονδήποτε άλλο αναπτυξιακό σκοπό. Η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να έχει λάβει μια κατάλληλη εξέταση της αναλογικότητας της έξωσής της χρησιμοποιώντας άλλα ένδικα μέσα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, ελλείψει πειστικών επιχειρημάτων σχετικά με την καταλληλότητα αυτής της δυνατότητας, υποστηριζόμενης από παραπομπές στη σχετική νομολογία, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη οδό, το μόνο που θα μπορούσε να αποκτήσει θα ήταν μια προσωρινή αναστολή από τα αποτελέσματα της διαταγής έξωσης παρά μια συνολική εξέταση της αναλογικότητάς της. Τέλος, δεν υποστηρίχθηκε ούτε ότι υπήρχε διαδικασία για την εξέταση εναλλακτικής στέγασης προσβάσιμης στην προσφεύγουσα.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν φαίνεται να ανήκε σε καμία συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων που είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για παροχή στέγης, δωρεάν ή σε προσιτή τιμή, από τις κρατικές αρχές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα διαδικασία που της επέτρεπε να λάβει επαρκή έλεγχο της αναλογικότητας της παρέμβασης, δηλαδή της έξωσης από την εν λόγω κατοικία υπό το πρίσμα των προσωπικών της περιστάσεων.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θα υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης εάν η απόφαση για έξωση εκτελούνταν χωρίς τέτοια επανεξέταση.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αρκούσε η διαπίστωση της παραβίασης και δεν επιδίκασε ηθική βλάβη. Απορρίφθηκε η αξίωση για αποζημίωση (επιμέλεια echrcaselaw.com).