Η δίκη επικεντρώθηκε κυρίως στο αν ο Ρίτενχαους ενήργησε εύλογα για να αποτρέψει «τον επικείμενο θάνατο ή τη σοβαρή σωματική βλάβη».
Αθώο για όλες τις κατηγορίες έκρινε το δικαστήριο τον Κάιλ Ρίτενχαους, τον 18χρονο που πυροβόλησε θανάσιμα δύο άνδρες και τραυμάτισε ακόμα έναν κατά τη διάρκεια αντιρατσιστικών διαδηλώσεων, τον Αύγουστο του 2020, στην Κενόσα.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι διαβουλεύσεις έπειτα από τέσσερις ημέρες, οι 12 ένορκοι στην ετυμηγορία τους έκριναν αθώο το νεαρό και για τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε (δύο κατηγορίες για ανθρωποκτονία, μία για απόπειρα ανθρωποκτονίας και δύο για απερίσκεπτη διακύβευση της ασφάλειας).
Ο έφηβος ο οποίο βρισκόταν αντιμέτωπος με ισόβια κάθειρξη, δήλωνε ότι ενήργησε εβρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα όταν πυροβόλησε με ένα ημιαυτόματο τουφέκι κατά τη διάρκεια των χαοτικών αντιρατσιστικών διαδηλώσεων.
Ακούγοντας την ετυμηγορία ο 18χρονος ξέσπασε αφού ο δικαστής προειδοποίησε τους παριστάμενους να τηρήσουν σιγή, απειλώντας ότι θα διατάξει την απομάκρυνσή τους από την αίθουσα.
Για να καταλήξουν στην απόφασή τους οι ένορκοι άκουσαν τις αντικρουόμενες αφηγήσεις της υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής, που παρουσίασαν πολύ διαφορετικές εικόνες των ενεργειών του νεαρού τη νύχτα των πυροβολισμών.
Οι συνήγοροί του είπαν ότι ο Ρίτενχαους είχε δεχτεί κατ’ επανάληψη επίθεση και ότι πυροβόλησε φοβούμενος για τη ζωή του. Υποστήριξαν επίσης ότι βρέθηκε στην Κενόσα για να προστατεύσει ιδιωτική περιουσία, έπειτα από πολλές νύχτες αναταραχών στην πόλη αυτή, στα νότια του Μιλγουόκι.
Οι διαδηλώσεις αυτές οργανώθηκαν αφού αστυνομικοί πυροβόλησαν έναν Αφροαμερικανό, τον Τζέικ Μπλέικ, ο οποίος έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω.
Κάιλ Ρίτενχαους: Η εισαγγελία τον παρουσίαζε ως αυτόκλητο τιμωρό
Η εισαγγελία παρουσίασε τον Κάιλ Ρίτενχαους, που τότε ήταν ακόμη 17 ετών, ως έναν απερίσκεπτο αυτόκλητο τιμωρό ο οποίος προκάλεσε τις βίαιες αντιπαραθέσεις και δεν έδειξε καμία μεταμέλεια για τους άνδρες που πυροβόλησε με το τουφέκι του, τύπου AR-15.
Η δίκη μεταδιδόταν καθημερινά από την τηλεόραση, σε μια περίοδο κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης στις ΗΠΑ. Το δικαίωμα στην οπλοκατοχή θεωρείται ιερό από πολλούς Αμερικανούς και είναι κατοχυρωμένο στο Σύνταγμα, μολονότι η χώρα βιώνει πολλά επεισόδια ένοπλης βίας και τα πυροβόλα είναι εύκολα διαθέσιμα παντού.
Ο Ρίτενχαουζ, ο οποίος κατέθεσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανοίξει πυρ για να αμυνθεί, θεωρείται ήρωας από ορισμένους συντηρητικούς κύκλους που κρίνουν δικαιολογημένους τους πυροβολισμούς. Από την άλλη, πολλοί στην αριστερά τον θεωρούν έναν αυτόκλητο τιμωρό και ενσάρκωση της ανεξέλεγκτης βίας των όπλων.
Η δίκη επικεντρώθηκε κυρίως στο αν ο Ρίτενχαους ενήργησε εύλογα για να αποτρέψει «τον επικείμενο θάνατο ή τη σοβαρή σωματική βλάβη» – με βάση τον νόμο στο Γουισκόνσιν μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται να χρησιμοποιεί κανείς φονική βία.
Οι εισαγγελείς, με επικεφαλής τον Τόμας Μπίνγκερ, επιδίωξαν να τον παρουσιάσουν ως τον μοναδικό επιτιθέμενο και τον μοναδικό άνθρωπο που σκότωσε κάποιον άλλο εκείνη τη νύχτα.
Οι σφαίρες που χρησιμοποίησε ήταν σχεδιασμένες να διαπερνούν τον στόχο τους. Οι ένορκοι είδαν πολλά βίντεο, μεταξύ των οποίων και τη στιγμή που ο Ρίτενχαους πυροβολεί τέσσερις φορές τον Ρόζενμπαουμ, ο οποίος κείτεται ακίνητος, αιμορραγώντας και βογκώντας. Σε άλλο βίντεο ο Γκρόσκρις ουρλιάζει και αίμα πετάγεται από το πληγωμένο χέρι του.
«Έκανα ότι έπρεπε να κάνω για να σταματήσω το πρόσωπο που μου επιτέθηκε» κατέθεσε στη δίκη ο Ρίτενχαους.
Ο 18χρονος κατέθεσε ότι πυροβόλησε τον Χιούμπερ αφού εκείνος τον χτύπησε με ένα σκέιτμπορντ και τράβηξε το όπλο του. Πυροβόλησε τον Γκρόσκριτς αφού εκείνος έστρεψε το πιστόλι του εναντίον του – κάτι που παραδέχτηκε και ο ίδιος στσην κατάθεσή του. Είπε επίσης ότι πυροβόλησε τον Ρόζενμπαουμ αφού ο άνδρας τον κυνήγησε και άρπαξε το όπλο του.