Τα χρονικά διαστήματα που δεν συνυπολογίζονται στην προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ
Δεκτή έγινε αίτηση ανατροπής επιβληθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης επί ακινήτων του αιτούντος, λόγω παρέλευσης χρονικού διαστήματος πλέον του έτους αφότου επεβλήθη η κατάσχεση, χωρίς να γίνει πλειστηριασμός (ΕιρΛαυρίου 6/2021).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, όταν το τελευταίο εξετάζει αίτηση ανατροπής κατάσχεσης, ερευνά μόνο την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων προς τούτο. Εφόσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νομίμου χρόνου, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ανατροπή.
Με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δε γίνει μέσα στο καθοριζόμενο απ’ αυτήν χρονικό διάστημα. Από την παρ. 2 του άρθρου αυτού, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η εμφάνιση «νεκρών» χρονικών διαστημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων εμποδίζεται η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι εν λόγω περιπτώσεις αποτελούν εξαιρέσεις του γενικού κανόνα των προθεσμιών της παρ. 1, πλην, όμως, από τη διατύπωση της διάταξης, δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών.
Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία, είτε νομική είτε πραγματική, συνέχισης της εκτέλεσης και όχι σε αδράνεια.
Δεν υπολογίζονται, λοιπόν, στις προθεσμίες της παρ. 1 το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίστηκε σύμφωνα με αυτή, ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου. Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε πως για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πέραν από τις ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις, η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα αναλογικά και σε άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δανειστής, για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, εμποδίζεται να συνεχίσει την εκτέλεση, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο αφαίρεσε ορισμένα χρονικά διαστήματα από το χρονικό διάστημα της επομένης της ημερομηνίας της κατάσχεσης, από την οποία ξεκινά η δικονομική ετήσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μέχρι την κατάθεση της ένδικης αίτησης, λόγω νομικής αδυναμίας συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, αφαίρεσε τον μήνα Αύγουστο, το διάστημα αναστολής των πράξεων εκτέλεσης και πλειστηριασμών λόγω των επιπτώσεων του covid-19, το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αίτησης στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010, που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη προστασία του αιτούντα από τα καταδιωκτικά μέτρα της καθ’ ης, έως και την ημερομηνία απόρριψης του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής.
Κατόπιν αφαίρεσης των ως άνω χρονικών διαστημάτων, κατέληξε πως από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης έχουν διαδράμει πλέον των 12 μηνών, χωρίς να γίνει πλειστηριασμός, και διέταξε την ανατροπή της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019§1 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Το Δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, εφόσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νομίμου χρόνου είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει (βλ. ΑΠ 1531/1995 ΕλλΔ 1548). Το Δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευτεί η απόφαση. Με τη διάταξη του άρθρου 1019§1 ΚΠολΔ, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δε γίνει μέσα στο καθοριζόμενο απ’ αυτήν χρονικό διάστημα. H ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ. Αυτή (απόφαση) εκδίδεται μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον έχουν, μεταξύ των άλλων και οι δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση, ανεξάρτητα απ’ την αιτία και τον τίτλο που διαθέτουν.
Το Δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, εφόσον δε, συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νόμιμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει. Αμεση συνέπεια της εκδιδόμενης απόφασης, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, εάν τυχόν γίνει, πάσχει δικονομικώς, εφόσον έγινε σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεση Η προθεσμία του άρθρου 1019§1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει απ’ την επόμενη της κατάσχεσης και όταν ακόμη επακολουθήσει αναγγελία που στηρίζεται σ’ εκτελεστό τίτλο, ώστε να εξομοιώνεται, απ’ το άρθρο 972§2 εδ.β’ ΚΠολΔ, με κατάσχεση.
Σκοπός του θεσμού της ανατροπής που εισάγεται με τη διάταξη αυτή είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη προς όφελος όχι μόνον του ιδίου αλλά και της κοινωνικής οικονομίας. Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αΡΧΠ τΠζ οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών που διατρέχει το Δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξη του στον κύκλο των συναλλαγών, (βλ. Γ. Σταθέας: «Η Εκτέλεσις», σελ. 1861 – 1862, Απ. Γεωργιάδης, σε Δ. 18/761, Π. Μάζης: «Εμπράγματη εξασφάλιση Ανωνύμων Εταιρειών», αριθ. 450 – 452, ΑΠ 1488/1987, ΕΕΝ 1988/807, ΕφΘεσ 658/1998, Αρμ 1998/1248, ΕφΑΘ 12219/1989, ΕλλΔνη 33/596. Αλλιώς: ΕιρΘεσ 239/1993, ΑρχΝ 1994/589, ΕιρΗγουμ 28/1993, ΑρχΝ 1995/329, ΕιρΑλεςανδρ 11/1993, ΕπΤρΑξΧρημΔικ 1995/85). Ακόμη, από τη διάταξη της §2 του άρθρου 1019ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η εμφάνιση «νεκρών» χρονικών διαστημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων εμποδίζεται η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι περιπτώσεις της §2 αποτελούν εξαιρέσεις του γενικού κανόνα των προθεσμιών της §1, πλην, όμως, από τη διατύπωση της διάταξης, στην οποία δεν γίνεται χρήση του στερητικού μορίου «μόνο», δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών.
Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης και όχι σε αδράνεια, για να καλυφθούν τα κενά (βλ. σχετ. Β Βαθρακοκοίλης, ό.ττ., αριθ. 14), Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη της §2 του ως άνω άρθρου δεν υπολογίζονται στις προθεσμίες της §1 το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 §§3 και 4ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίστηκε σύμφωνα με αυτή, ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πέραν των ρητώς προβλεπομένων στην §2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ περιπτώσεων, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλογικώς και σε άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της §2 της 1019ΚΠολΔ, θέλησε να μην συνυπολογίζονται στις ανωτέρω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιορίστου χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του Νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού.
Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών και τα διαστήματα κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών, όπως πχ με ΠΝΠ 181/16.9.2009, Ν.3814/2000, Ν.3858/2010, ΓΤΝΤΤ 4.1.2011/υπ’ αριθ. 1 τεύχος Α74.1.2011 ΦΕΚ, Ν’ χ 3986/2011, ΠΝΠ 16.12.2011/ΦΕΚ τεύχος Α’ 262/16.12.2011, ΠΝΠ 18.12,2012 τεύχος Α’ 246/18-12- 2012, Ν 4128/2013, ΥΑ 49214/21.7.2015, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανεστάλησαν νομοθετικά οι πλειστηριασμοί λόγω διενέργειας εκλογών ή περιπτώσεις αναστολής ατομικών διώξεων λόγω κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση (βλ. Χ. Απαλαγάκη: «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο», 311 έκδοση, άρθρο 1019 αριθ. 4. ΕιρΧρυσουπ 5/1995, ΕιρΛαμ 26/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ «Νόμος»).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/anatropi-anagkastikis-katashesis-eirlayrioy-6-2021