ΑΠΟΦΑΣΗ
Carmelina Micallef κατά Μάλτας της 28.10.2021 (αρ. προσφ. 23264/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην ιδιοκτησία και απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια. Αρχή αναλογικότητας στην αποζημίωση.
Η προσφεύγουσα στερήθηκε την ιδιοκτησία της λόγω απαλλοτρίωσης. Επιδικάστηκε ποσό αποζημίωσης 1.398 ευρώ παρά του ότι η εμπορική αξία του ακινήτου όπως εκτιμήθηκε από πραγματογνώμονα, ανέρχονταν στο ποσό των 60.000 ευρώ. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, ότι είναι «για δημόσιο συμφέρον» και «υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος». Πρέπει επίσης να πληροί την απαίτηση της αρχής της αναλογικότητας. Δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη ισορροπία όταν ο ενδιαφερόμενος φέρει ατομικό και υπερβολικό βάρος.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε στην προσφεύγουσα ανέρχονταν σε λιγότερο από το 2,5 % της εμπορικής αξίας του ακινήτου και, ως εκ τούτου, ήταν προδήλως δυσανάλογη. Έκρινε ομόφωνα ότι η Μάλτα δεν κατάφερε να επιτύχει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των γενικών συμφερόντων της κοινότητας και της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας, κατά συνέπεια παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 57.000 ευρώ για αποζημίωση, ποσό 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Carmelina Micallef, είναι υπήκοος Μάλτας που γεννήθηκε το 1962 και ζει στη Birkirkara (Μάλτα).
Η ανωτέρω στερήθηκε τη χρήση και κάρπωση του ακινήτου της και τελικά απαλλοτριώθηκε με ανεπαρκές ποσό αποζημίωσης που έλαβε δυνάμει νόμου.
Στην προσφεύγουσα, η οποία κληρονόμησε περιουσία από τη μητέρα της το έτος 2009, επιδικάστηκε το έτος 2010 ποσό 1.398 ευρώ ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του ακινήτου της από την Κυβέρνηση, παρά την εκτιμώμενη αξία του ακινήτου περίπου στα 60.000 ευρώ.
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η αποζημίωση για την αφαίρεση της περιουσίας της ήταν ανεπαρκής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(α) Γενικές αρχές
Όπως έχει δηλώσει το Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου περιλαμβάνει τρεις βασικούς κανόνες. Ο πρώτος, που ορίζεται στην πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου, είναι γενικού χαρακτήρα και διατυπώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας, ο δεύτερος, που περιέχεται στη δεύτερη πρόταση της πρώτης παραγράφου, καλύπτει τη στέρηση της ιδιοκτησίας που υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις και ο τρίτος κανόνας, που αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη δικαιούνται, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον. Οι τρεις κανόνες, ωστόσο, δεν είναι διακριτοί με την έννοια ότι είναι ασύνδετοι. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας αφορούν ειδικές περιπτώσεις παρέμβασης στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της γενικής αρχής που διατυπώνεται στον πρώτο κανόνα.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, ότι είναι «για το δημόσιο συμφέρον» και «υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος». Οποιαδήποτε παρέμβαση στην ιδιοκτησία πρέπει επίσης να πληροί την απαίτηση της αρχής της αναλογικότητας. Όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει το Δικαστήριο, πρέπει να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της απαίτησης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ενώ η αναζήτηση μιας τέτοιας δίκαιης ισορροπίας είναι εγγενής στο σύνολο της Σύμβασης. Δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη ισορροπία όταν ο ενδιαφερόμενος φέρει ατομικό και υπερβολικό βάρος.
(β) Εφαρμογή των Γενικών Αρχών στην παρούσα υπόθεση
Το Δικαστήριο εξήγησε προηγουμένως σε υποθέσεις της Μάλτας ενώπιον του, τους διαφορετικούς τίτλους βάσει των οποίων η κυβέρνηση δικαιούταν να απαλλοτριώσει γη υπό συνθήκες όπως αυτές της παρούσας υπόθεσης.
Σε υποθέσεις κατά της Μάλτας όπου ο ιδιοκτήτης στερήθηκε πλήρως την χρήση και κάρπωση του ακινήτου , το Δικαστήριο έκρινε ότι η κτήση του ακινήτου από το κράτος ισοδυναμούσε με απαλλοτρίωση (παρόλο που μερικές φορές η οριστική πράξη μεταβίβασης δεν είχε υπογραφεί ακόμη, καθώς δεν είχε ακόμη καταβληθεί αποζημίωση) και /ή ότι είχε γίνει στέρηση περιουσιακών στοιχείων.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όσον αφορά το διάταγμα, η ανάληψη του τίτλου της αγοράς συνίσταται στη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης αφορούσαν ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο διαδοχικών λήψεων υπό τίτλους κατοχής και χρήσης και τελικά την απαλλοτρίωση (το έτος 2010).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε την καταγγελία της τόσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο σε σχέση με την απαλλοτρίωση του έτους 2010. Η αμφισβήτησή της ήταν ακριβώς ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε για την απαλλοτρίωση της περιουσίας της το 2010, σύμφωνα με το νόμο, δεν ήταν ανάλογη και σε κανένα σημείο δεν αμφισβήτησε την αναλογικότητα του μισθώματος που εισέπραξε ενώ το ακίνητο είχε ληφθεί υπό τον τίτλο της δημόσιας κατοχής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το αίτημά της για χρηματική ικανοποίηση ενώπιον του Δικαστηρίου που αφορά την αξία της γης το έτος 2010 και όχι τυχόν απώλεια μισθωμάτων πριν από την ημερομηνία αυτή. Έτσι, σύμφωνα με την καταγγελία της προσφεύγουσας ενώπιον του LAB, αργότερα του Εφετείου, και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η καταγγελία της αφορούσε αποκλειστικά την πλήρη στέρηση της ιδιοκτησίας της μέσω της απαλλοτρίωσης, το έτος 2010. Επομένως, η κατάσταση πριν από την ημερομηνία αυτή ξεφεύγει από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας υπόθεσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η κατάσταση αυτή τέθηκε σε εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια και την κυβέρνηση.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η απαλλοτρίωση ήταν νόμιμη και προς το δημόσιο συμφέρον. Έπρεπε επομένως να καθοριστεί εάν η αποζημίωση ήταν ανάλογη. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το νόμο, για τη στέρηση της περιουσίας της το έτος 2010, επιδικάστηκε στην προσφεύγουσα αποζημίωση ποσού 1.398 ευρώ (βάσει υπολογισμού που προέρχεται από την αξία μίσθωσης του ακινήτου το 1939). Την ίδια χρονιά, σύμφωνα με τους διορισμένους από το δικαστήριο πραγματογνώμονες η αξία του ακινήτου ανέρχονταν περίπου στο ποσό των 60.000 ευρώ. Η αποτίμηση βασίστηκε στο αποτύπωμα του κτιρίου που προφανώς κατεδαφίστηκε παράνομα από το Δημόσιο και όχι στη νεόδμητη κατασκευή. Έτσι, η αποζημίωση που επιδικάστηκε στην προσφεύγουσα ανέρχονταν σε λιγότερο από το 2,5% της εμπορικής αξίας και, ως εκ τούτου, ήταν προδήλως δυσανάλογη.
Ως εκ τούτου, το κράτος της Μάλτας δεν κατάφερε να επιτύχει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των γενικών συμφερόντων της κοινότητας και της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 57.000 ευρώ για αποζημίωση, ποσό 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.124 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw).