ΑΠΟΦΑΣΗ
Kooperativ Neptun Servis κατά Ρωσίας της 23.11.2021 (αρ. προσφ. 40444/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απόφασης κατεδάφισης αυθαίρετου εμπορικού κέντρου. Δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας. Πρόσβαση σε δικαστική προστασία κατά εκτελεστών κανονιστικών αποφάσεων της διοίκησης.
Η προσφεύγουσα εταιρεία κατασκεύασε εμπορικό κέντρο στη Μόσχα το οποίο εκμεταλλεύονταν ασκώντας διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το κτίριο κρίθηκε αυθαίρετο και εκδόθηκε δημοτική απόφαση για κατεδάφισή του. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν αμετάκλητα τις προσφυγές της εταιρείας ως απαράδεκτες και δεν έκριναν επί της ουσίας για την νομιμότητα της απόφασης κατεδάφισης.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι δεν υπήρξε διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το γεγονός ότι η καταχώριση της περιουσίας της προσφεύγουσας μεταξύ των αυθαίρετων κατασκευών προς κατεδάφιση σε παράρτημα της δημοτικής διαταγής και η απόφαση κατεδάφισης, δεν είχαν υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο, παρά του ότι προβλέπονταν από την εθνική νομοθεσία.
Δεδομένου ότι η εντολή κατεδάφισής του κτιρίου, ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας της και ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν ήταν σε θέση να προσφύγει για την υπόθεσή της στα εγχώρια δικαστήρια, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο ως ειδικότερη έκφανση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.784 ευρώ για έξοδα. Απέρριψε το αίτημα για υλική αποζημίωση γιατί έκρινε ότι δεν ήταν εντός των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου να αποφανθεί υπέρ ενός διαδίκου αναφορικά με την επιδίκαση για την εικαζόμενη περιουσιακή ζημία, αφού κάτι τέτοιο δεν είχε κριθεί από τα εθνικά δικαστήρια.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ,
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα είναι μια ιδιωτική εταιρεία, με έδρα τη Μόσχα, της οποίας το ακίνητο (εμπορικό κέντρο) κατασκευάστηκε στη Μόσχα τη δεκαετία του 1990 και στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως αυθαίρετη κατασκευή.
Το 1994 η προσφεύγουσα εταιρεία σύνηψε σύμβαση μίσθωσης με το Δημοτικό Συμβούλιο της Μόσχας, η οποία όριζε ειδικότερα ότι η γη επρόκειτο να εκμισθωθεί στην εταιρεία για σκοπούς κατασκευής τριώροφου κτιρίου, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν ως κέντρο ψυχαγωγίας. Εκτός από αυτό το κέντρο, η προσφεύγουσα εταιρεία έκτισε ένα εμπορικό κέντρο στην ίδια τοποθεσία.
Από το 2006 και μετά, οι αρχές της Μόσχας επισήμαναν επανειλημμένα ότι το εν λόγω κτίριο ήταν αυθαίρετο, καθώς είχε κατασκευαστεί πάνω από αποχετευτικό δίκτυο. Ωστόσο, τα δικαστήρια που εξέτασαν την υπόθεση των αρχών και απέρριψαν τις αξιώσεις τους ως παραγεγραμμένες.
Το 2015 το Δημοτικό Συμβούλιο της Μόσχας εξέδωσε την απόφαση με αριθ. 899-ΠΠ για την κατεδάφιση περίπου 100 «αυθαίρετων κατασκευών». Τα σχετικά κτίρια, όπως προσδιορίστηκαν από τις αρχές της Μόσχας, έπρεπε να κατεδαφιστούν από τους ιδιοκτήτες τους. Καθώς η εταιρεία αρνήθηκε να τα κατεδαφίσει, το Δημοτικό Συμβούλιο της Μόσχας εκκένωσε τα κτίρια τον Φεβρουάριο του 2016.
Η εταιρεία προσπάθησε να ακυρώσει την απόφαση κατεδάφισης στο δικαστήριο, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι δεν είχαν δικαιοδοσία με το επιχείρημα ότι η εντολή κατεδάφισης είχε «κανονιστικό χαρακτήρα» και δεν ήταν μεμονωμένο μέτρο. Τα διοικητικά δικαστήρια, με τη σειρά τους, χαρακτήρισαν την έφεση της εταιρείας– κατά του «κανονιστικού» σκέλους της εντολής κατεδάφισης – απαράδεκτη λόγω ίδιας διαμορφωμένης νομολογίας, γιατί ήταν ουσιαστικά η ίδια με προγενέστερη έφεση άλλης εταιρείας κατά του αυτού διαδίκου.
Ο Δήμος της Μόσχας δεν ζήτησε από δικαστήριο να κηρύξει την επίμαχη ιδιοκτησία ως αυθαίρετη κατασκευή. Επομένως, κανένα δικαστήριο δεν εξέτασε την ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας εταιρείας, η οποία παραπονέθηκε για άρνηση πρόσβασης σε δικαστήριο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εν λόγω κτίριο αποτελούσε «ιδιοκτησία» της προσφεύγουσας εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ότι η απόφαση κατεδάφισής του, ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας της.
Η παρέμβαση αυτή αντιστοιχούσε στον έλεγχο της χρήσης της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το άρθρο 35 του Ρωσικού Συντάγματος προέβλεπε ότι κανείς δεν μπορούσε να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο με δικαστική απόφαση. Η απαίτηση για δικαστικό έλεγχο είχε επιβεβαιωθεί από το Ρωσικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο σημείωσε ότι το άρθρο 222 § 4 του Αστικού Κώδικα επρόκειτο να ερμηνευθεί, βάσει του άρθρου 35 του Συντάγματος, καθώς απαιτούσε δικαστικό έλεγχο κάθε διοικητικής απόφασης η οποία χαρακτήριζε ένα κτίριο ως αυθαίρετο και προς κατεδάφιση όποτε το εν λόγω κτίριο καταχωρούνταν στο Εθνικό Μητρώο.
Το εσωτερικό δίκαιο, όπως ίσχυε τότε, απαιτούσε δικαστικό έλεγχο της απόφασης που συμπεριλάμβανε το ακίνητο, που είναι καταχωρημένο με την επωνυμία της προσφεύγουσας εταιρείας στο Εθνικό Μητρώο, στο παράρτημα της δημοτικής απόφασης αριθ. 829-PP. Ανεξάρτητα από το γεγονός, αν κατά το χρόνο της κατεδάφισης, τέτοιος δικαστικός έλεγχος θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει από τις αρχές ή την προσφεύγουσα εταιρεία (στην πρώτη περίπτωση θα υπήρχε εξουσιοδότηση και στη δεύτερη απαγόρευση), προέκυψε από την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που επιβεβαίωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο ότι ένα τέτοιος έλεγχος έπρεπε να πραγματοποιηθεί.
Ωστόσο, στο παρελθόν δεν είχε διεξαχθεί ούτε πριν ούτε μετά την κατεδάφιση τέτοιος έλεγχος της κατάστασης του ακινήτου της προσφεύγουσας εταιρείας. Οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν προσφύγει σε καμία νομική διαδικασία για την υποβολή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των εκτιμήσεων που είχε εκθέσει η κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως εκείνες που αφορούσαν τις αυθαιρεσίες της κατασκευής και τους κινδύνους που φέρεται να δημιουργούσε το κτίριο για τη ζωή, την υγεία και το περιβάλλον. Ούτε η προσφεύγουσα εταιρεία μπόρεσε να ασκήσει ουσιαστικά το δικαίωμά της σε λεπτομερή δικαστικό έλεγχο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρξε διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το γεγονός ότι η ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας εταιρείας – η καταχώριση της περιουσίας της μεταξύ των αυθαίρετων κατασκευών προς κατεδάφιση σε παράρτημα της δημοτικής διαταγής – δεν είχε υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο. Η κυβέρνηση δεν είχε επικαλεστεί κανένα νόμιμο στόχο για να δικαιολογήσει αυτόν τον περιορισμό πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Απλώς είχε αναφέρει διάφορα κείμενα που περιείχαν τους κανόνες για τη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ως αποτέλεσμα αυτών των κανόνων, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν ήταν σε θέση να προσφύγει για την υπόθεσή της. Η κατάσταση αυτή ήταν ασυμβίβαστη με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, διαπίστωσε παραβίαση αυτής της διάταξης
Άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι καταγγελίες του άρθρου 13 είχαν ήδη εξεταστεί επαρκώς στα πορίσματά του βάσει του άρθρου 6 § 1. Συνεπώς δεν χρειαζόταν να εξεταστούν χωριστά.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα εταιρεία 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.784 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση για αποζημίωση. Σημειώνοντας ότι η προσφεύγουσα είχε εκτιμήσει την αξία της περιουσίας της με τη μέθοδο της μελλοντικής κεφαλαιοποίησης του εισοδήματος από μισθώματα το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποδοχή αυτής της μεθόδου θα ισοδυναμούσε με απόφαση υπέρ της προσφεύγουσας εταιρείας στη διαφορά της με τις αρχές, καθώς θα αναγνώριζε ότι είχε δικαίωμα κατασκευής του εμπορικού κέντρου στην εν λόγω τοποθεσία και να κερδίζει εισόδημα από την μίσθωση αυτών των χώρων. Ωστόσο, κανένα εθνικό δικαστήριο δεν είχε αναγνωρίσει τέτοιο δικαίωμα. Έχοντας σημειώσει στην παρούσα υπόθεση ότι οι αρχές δεν είχαν συμμορφωθεί με τη διαδικασία που ορίζει το εθνικό δίκαιο που απαιτεί την προσφυγή σε δικαστήριο προκειμένου να διαπιστωθεί ο αυθαίρετος χαρακτήρας μιας κατασκευής, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να κάνει εικασίες ως προς το αποτέλεσμα οποιασδήποτε υποθετικής δικαστικής εξέτασης. Έχοντας υπόψη το επιχείρημα των εθνικών αρχών ότι η ανέγερση του επίμαχου κτιρίου στο εν λόγω οικόπεδο δεν θα είχε εγκριθεί ποτέ λόγω της παρουσίας ενός δικτύου αποχέτευσης, δεν ήταν εντός των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου να διενεργήσει μια τέτοια ανάλυση de facto και να αποφανθεί υπέρ ενός διαδίκου αναφορικά με την επιδίκαση για την εικαζόμενη περιουσιακή ζημία. Επιπλέον, η ζημιά που προκλήθηκε από τη στέρηση της πρόσβασης στα δικαστήρια, λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε με αυτόν τον τρόπο στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας εταιρείας και από τα αισθήματα αδυναμίας και απογοήτευσης των διευθυντών της, θα καλυπτόταν από το ποσό που επιδικάστηκε για ηθική βλάβη, εφόσον οι καταγγελίες αυτές είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε αποζημίωση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).