ΑΡΙΘΜΟΣ 95/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διακοπή δίκης λόγω θανάτου διαδίκου. Ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που απεβίωσε, δεν νομιμοποιείται να προβεί στην γνωστοποίηση του θανάτου του, ούτε η τυχόν τέτοια δήλωσή του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης. Κλήτευση καθολικών διαδόχων.
– Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 286 περιπτ. α, 287, 291 παρ. 1 και 2 και 292 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία κατ’ άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός από άλλες περιπτώσεις, αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντα διαδίκου.
Συνεπώς, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που απεβίωσε, δεν νομιμοποιείται να προβεί στην γνωστοποίηση του θανάτου του, ούτε η τυχόν τέτοια δήλωσή του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο σχετικός δε ισχυρισμός του απορρίπτεται, ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Ο ίδιος, όμως, διάδικος, δηλαδή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης η οποία έχει διακοπεί, προσκαλώντας τον τελευταίο για το σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου, ενώ μπορεί να του γνωστοποιήσει την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή (θανάτου), θεωρώντας, ότι αυτή επήλθε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης σε περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός διάδοχος (κληρονόμος του), ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να κληθεί για επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί πριν περάσει η τετράμηνη προθεσμία της αποποιήσεως ή πριν απωλέσει, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, το δικαίωμα της αποποιήσεως. Και αυτά ανεξάρτητα από το εάν, κατά την κρίση του επισπεύδοντος (προσκαλούντος), ο κληρονόμος του αρχικού αντιδίκου του έχει ή όχι συμφέρον να συνεχίσει τη δίκη, εφόσον γι’ αυτό θα αποφανθεί το δικαστήριο, μετά από ακρόαση και του τελευταίου. Η πρόσκληση, εξ άλλου, προς αναγκαστική επανάληψη της δίκης γίνεται, όχι μόνο με κοινοποίηση δικογράφου, το οποίο περιέχει τα απαιτούμενα, κατά το άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχεία και κατατίθεται στη Γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, που έχει ήδη διακοπεί, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο αυτοτελές δικόγραφο, όπως με την κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της υποθέσεως (ΑΠ 827/2017, ΑΠ 1891/2014, ΑΠ 1420/2005).
Αν η ικανότητα διαδίκου και η ικανότητα παραστάσεως στο δικαστήριο ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης (άρθρα 62, 63,73 ΚΠολΔ) υπήρχαν κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, με την κατάθεση αυτής (άρθρο 495 αρθμ.1 ΚΠολΔ), στο πρόσωπο του αναιρεσίβλητου, αλλά εξέλειπαν στη συνέχεια λόγω θανάτου αυτού, τότε επέρχεται στο πρόσωπό του βίαιη διακοπή της δίκης. Σε περίπτωση δε που δεν προκύπτει δήλωση επαναλήψεως της δίκης από τους κληρονόμους του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αναιρέσεως, προκειμένου να κληθούν οι δικαιούμενοι σε συνέχιση της δίκης καθολικοί διάδοχοι του αναιρεσιβλήτου για να επαναλάβουν τη δίκη αντ’ αυτού (ΑΠ 631/2018).