ΑΡΙΘΜΟΣ 187/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αδικοπραξία. Αναπηρία και παραμόρφωση. Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή αναλογικότητας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής επιστήμης αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τέτοια δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, κατά την ορθή ερμηνεία της ίδιας διάταξης, με αυτή προβλέπεται η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν μπορεί να προσδιοριστεί, το ύψος δε του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, την ηλικία του παθόντος, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού τυχόν συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
Συνεπώς, και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ο προσδιορισμός του επιδικαζόμενου εύλογου κατά την κρίση του Δικαστηρίου χρηματικού ποσού της προβλεπόμενης από το άρθρο 931 του ΑΚ χρηματικής παροχής εναπόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και η περί αυτού κρίση του τελευταίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Επιβάλλεται όμως να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΑΠ 548/2020, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 1430/2018).
– Το Εφετείο, κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής αυτής παροχής (15.000 Ευρώ), παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον το προαναφερόμενο ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, είναι κατώτερο και μάλιστα καταφανώς εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις, ενόψει και των ανέλεγκτων αναιρετικά παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασής του ότι η βράχυνση του αριστερού σκέλους κατά 3,5 εκατοστά που παρουσιάζει ο αναιρεσείων αποτελεί μόνιμη μερική αναπηρία, η οποία στο μέλλον θα επιδράσει δυσμενώς στην επαγγελματική του εξέλιξη και τον κοινωνικό του βίο. Κατά συνέπεια, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.