ΑΡΙΘΜΟΣ 341/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής. Αναγνώριση χρέους. Σύμβαση σε βάρος τρίτου.
– Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τον Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος κατά του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση κατά του καθ’ ου η αίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ10/1997, ΑΠ 51/2020). Η απόδειξη δε της χρηματικής απαιτήσεως ως προς το ακριβές οφειλόμενο ποσό και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υποχρέου πρέπει να αποδεικνύονται πλήρως από το περιεχόμενο του προσκομιζόμενου ή των προσκομιζόμενων προς έκδοση της διαταγής πληρωμής εγγράφου ή εγγράφων, απλή δε πιθανολόγηση (αρχή έγγραφης απόδειξης) βάσει αυτών δεν αρκεί. Εξάλλου με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία, υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας, που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής, και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΟλΑΠ10/1997, ΑΠ 51/2020,368/2019, ΑΠ 1943/2017). Κατά των λόγων της ανακοπής αυτής εκείνος, κατά του οποίου στρέφεται, μπορεί να αμυνθεί είτε αρνούμενος αυτούς είτε με την προβολή αντενστάσεων κατ` αυτών (ΟλΑΠ 43/2005,10/1997, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1761/2017). Έτσι εάν η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής έχει και άλλη νομική θεμελίωση, πέραν εκείνης που υποβλήθηκε με τη σχετική αίτηση και στην οποία στηρίχθηκε η διαταγή πληρωμής, η απόδειξη της διαφορετικής αυτής νομικής θεμελίωσης δεν μπορεί να θεμελιώσει ισχυρισμό εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, προς απόρριψη της ανακοπής, εφόσον για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν είχε γίνει επίκληση της έννομης σχέσης με τη διαφορετική αυτή νομική θεμελίωση. Ούτε όμως και το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, μπορεί αυτεπαγγέλτως να λάβει υπόψη και να εξετάσει την ύπαρξη και την απόδειξη της απαίτησης με βάση τη διαφορετική αυτή νομική θεμελίωση και, κρίνοντας περαιτέρω ότι ο δικαστής, που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, όφειλε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τη νομική αυτή θεμελίωση, να προβεί σε απόρριψη της ανακοπής. Μια τέτοια αλλαγή, κατά τη δίκη της ανακοπής, της νομικής θεμελίωσης της απαίτησης αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 224 ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσης της ανακοπής, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο, που καθίσταται εκκρεμές στη δίκη της ανακοπής προσδιορίζεται αποκλειστικά από τους προβαλλόμενους με αυτή λόγους σε σχέση με τη βάση στην οποία η απαίτηση στηρίζεται κατά την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 334/2006). Περαιτέρω, εάν οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι μόνο τυπικοί, όπως η μη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού αυτής εγγράφως, αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ερευνάται αυτό, έστω και παρεμπιπτόντως, από το δικαστήριο της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή αναγνώριση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται κατ’ αρχήν σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (όπως κατ’ ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’ , 156). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1086/2017). Ομοίως δε και σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης ή υπόσχεσης χρέους υπάρχει όταν δι’ αυτής δημιουργείται έννομη σχέση και ειδικότερα όταν αναλαμβάνεται με αυτήν (δι’ αναγνωρίσεως ή δι’ υποσχέσεως) υποχρέωση ως προς κάποιο χρέος.
– Κατά το άρθρο 415 ΑΚ, αυτός που υποσχέθηκε σε άλλον ότι τρίτος θα καταβάλει κάποια παροχή, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση, οφείλει αποζημίωση αν ο τρίτος αρνηθεί την καταβολή. Η σύμβαση περί παροχής τρίτου, η οποία ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη, προστίθεται κατά κανόνα σε μια άλλη σύμβαση, που είναι η κύρια, συνάπτεται δε ατύπως, ακόμη και αν η υπόσχεση συνδέεται με κύρια σύμβαση, που υποβάλλεται σε τύπο, και δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του μη συμβληθέντος τρίτου παρά μόνο μεταξύ του δέκτη της υποσχέσεως και του υποσχεθέντος, ο οποίος υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο δέκτης, αν ο τρίτος αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή. Ως ζημία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται το διαφέρον εκπληρώσεως δηλαδή ό,τι θα είχε ο δέκτης της υποσχέσεως, αν ο τρίτος προέβαινε στην καταβολή (ΑΠ 194/2002).