ΑΡΙΘΜΟΣ 61/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ποινική ρήτρα. Υπερημερία οφειλέτη. Ασφαλιστικά μέτρα. Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης. Εκ πλαγίου παραβίαση ερμηνευτικών διατάξεων των δικαιοπραξιών. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 404 ΑΚ “Ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 405 ΑΚ: “Η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία”.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ “Ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 336 ΑΚ: “Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει όμως αμέσως, μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή”. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι την έλλειψη της υποκειμενικής προϋπόθεσης της ευθύνης του πρέπει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 336, 342 ΑΚ, να επικαλεστεί και να αποδείξει ο οφειλέτης, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση της υπερημερίας, που επέρχεται κατ` άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ και με την παρέλευση της δήλης ημέρας που συμφωνήθηκε, κατά την οποία ο οφειλέτης καταλύει τις στηριζόμενες στην υπερημερία του απαιτήσεις του δανειστή με την ένσταση ότι η καθυστέρηση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη (ΑΠ1967/2017, ΑΠ1763/2011). Γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι κάθε εύλογη αιτία, λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλειά του, όταν δηλαδή την ίδια καθυστέρηση θα επεδείκνυε κάθε επιμελής άνθρωπος ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, καταβάλλοντας τη συνήθη προσπάθεια (ΑΠ1967/2017, ΑΠ1980/2008).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 706 ΚΠολΔ και 1274 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί, με δικαστική απόφαση, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και όταν ο οφειλέτης ή ο τρίτος συναινέσουν οι ίδιοι ή ο αντιπρόσωπός τους στην εγγραφή της προσημείωσης (ΑΠ491/2013). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 706, 686 και 687 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την παροχή της οφειλόμενης συναινέσεως πρέπει είτε ο δανειστής να καταθέσει αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, να προσδιορισθεί δικάσιμος και να κληθεί ο οφειλέτης να παράσχει τη συναίνεσή του για προσημείωση ή από κοινού να εμφανισθούν την ορισμένη ημέρα ενώπιον του αρμοδίου δικαστή για την παροχή της συναινέσεως . Επομένως, εάν ο οφειλέτης έχει υποσχεθεί στον δανειστή ότι θα συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς του, ο δανειστής, για να καταστεί δυνατή η παροχή της οφειλόμενης συναινέσεως, οφείλει να συμπράξει με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους) για την εκπλήρωση της παροχής (συναινέσεως). Η υποχρέωση αυτή (σύμπραξης) του δανειστή συνάγεται από τη φύση της οφειλόμενης παροχής, δηλαδή της συναινέσεως να εγγραφεί κατόπιν δικαστικής απόφασης η προσημείωση, ως σύνθετης διαδικαστικής ενέργειας, που απαιτεί ως προηγούμενο όρο της υποβολής της σχετικής αιτήσεως στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου οφείλει να προσέλθει ο οφειλέτης (με έναν από τους δύο προαναφερόμενους τρόπους) για να παράσχει τη συναίνεσή του. Δηλαδή, η υποβολή πρώτα της αιτήσεως συνιστά αναγκαία εκ του νόμου προϋπόθεση για την εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους του οφειλέτη.
– Από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ειδικότερα το δικαστήριο παραβιάζει ευθέως τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, μολονότι διαπιστώνει, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή να προσφύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και άρα δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας. Οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο δεν είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Τέλος, οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται εκ πλαγίου, υπό την έννοια ότι η απόφαση του δικαστηρίου στερείται νόμιμης βάσης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, όταν στην απόφασή του δεν διευκρινίζεται αν στη δικαιοπραξία υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια και, ακολούθως, ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της και εντούτοις εκείνο εφαρμόζει ή παραλείπει την εφαρμογή, αντίστοιχα, των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών (ΑΠ168/2006, ΑΠ254/2003). Επίσης, οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται εκ πλαγίου, όταν οι παρατιθέμενες αιτιολογίες δεν δικαιολογούν επαρκώς το πόρισμα του δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι σαφής μη χρήζουσα ερμηνείας (ΑΠ130/1997).
– Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ως προς το αν ο ως άνω όρος υπ’ αριθ. 17 παρ. 4 της συμβάσεως “είναι σαφής και δεν χρήζει ερμηνείας” κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Και τούτο διότι, στον όρο αυτόν (περί καταπτώσεως της ποινικής ρήτρας), με το παρατιθέμενο στις παραδοχές του Εφετείου περιεχόμενο, πέραν της παροχής συναινέσεως (στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης) και της ορισθείσας προθεσμίας προς εκπλήρωση αυτής, δεν διευκρινίζεται α) το δικαστήριο ενώπιον του οποίου όφειλε η εκμισθώτρια (ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσείουσα) να παραστεί και να παράσχει την συναίνεσή της για να ακολουθήσει η έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης που θα διατάζει την προσημείωση, β) τον ακριβή χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της οφειλόμενης συναινέσεως, αφού -κατά τα προπαρατιθέμενα- για την παροχή της οφειλόμενης συναινέσεως πρέπει είτε ο δανειστής να καταθέσει αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, να προσδιορισθεί δικάσιμος και να κληθεί ο οφειλέτης να παράσχει τα συναίνεσή του για προσημείωση ή από κοινού να εμφανισθούν την ορισμένη ημέρα ενώπιον του αρμοδίου δικαστή για την παροχή της συναινέσεως. Επομένως, ο ως άνω ένδικος όρος δεν ήταν σαφής και πλήρης αλλά έχρηζε ερμηνείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ωστόσο, το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι ο ως άνω όρος είναι σαφής και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας. Εξ αιτίας της πλημμέλειας αυτής αρκέστηκε, για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, μόνο στην άπρακτη πάροδο της ορισθείσας 15νθήμερης προθεσμίας, καθώς και ότι δεν ήταν αναγκαία η προηγούμενη κλήτευση της αναιρεσείουσας για να προσέλθει στο αρμόδιο δικαστήριο για την εκπλήρωση της παροχής της, εντός μεν της άνω προθεσμίας, αλλά σε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία, όπως τα άρθρα 706, 686 και 687 παρ. 2 ΚΠολΔ προβλέπουν. Η ως άνω ανεπάρκεια των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης είχε ως αποτέλεσμα να μη προσφύγει το Εφετείο στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και να αναζητήσει την πραγματική βούληση των μερών ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής, πράγμα που ασκεί ουσιώδη επιρροή ως προς το ζήτημα της ύπαρξης ή μη υπερημερίας της αναιρεσείουσας για την εκπλήρωση της ως άνω συμβατικής της υποχρέωσης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας και επηρεάζει την τύχη των λόγων της ανακοπής: α) ότι δεν υπήρχε έγγραφη απόδειξη για την υπερημερία ως προς την παροχή της συναινέσεως που προκάλεσε την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας (διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής) και β) ότι δεν κατέστη υπερήμερη η αναιρεσείουσα, λόγω μη συμπράξεως της δανείστριας αναιρεσίβλητης και άρα δεν κατέπεσε η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα. Τέλος, η ανεπάρκεια αυτή στηρίζει τον κατ’ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως για εκ παγίου παράβαση των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 130/1997).