ΑΡΙΘΜΟΣ 72/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ερμηνεία διαθήκης. Κληροδοσία.
– Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό σε δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Ειδικότερα, επί διαθηκών, εφόσον υπάρχει κενό ή αμφίβολο σημείο στη δήλωση βούλησης του διαθέτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, για την πλήρωση ή άρση, αντίστοιχα, του σημείου αυτού, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, με μοναδικό κριτήριο την υποκειμενική άποψη, ως μη έχοντας εφαρμογή – επί διαθηκών – της διάταξης του άρθρου 200 ΑΚ, ενώ συγχωρείται στην περίπτωση αυτή η λήψη υπόψη και περιστατικών ή στοιχείων εκτός του ερμηνευόμενου κειμένου της διαθήκης, που προκύπτουν ιδίως από έγγραφα (ΑΠ 105/2013, ΑΠ 627/2005). Η σημασία της ερμηνείας είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των ιδιόγραφων (ή μυστικών) διαθηκών, αφού στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος φροντίζει ώστε η βούληση του διαθέτη να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια και με ορθή νομική φρασεολογία. Σκοπός της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση της (μερικής) ασάφειας αυτής και η διαπίστωση του νομικώς σημαντικού περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του διαθέτη, ενώ αντικείμενο της είναι ακριβώς η δήλωση της βούλησης του διαθέτη. Σχετικώς πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές (τοπικές, γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η τυχόν νομική ή άλλη παιδεία του κτλ., ενώ συγχωρείται ακόμη και η αναζήτηση της εικαζόμενης βούλησης του. Έτσι, αποφασιστικό αποβαίνει εκείνο που ο διαθέτης εννόησε ή μπορούσε να εννοήσει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, η σχετική τυχόν αντίληψη ή η δυνατότητα αντίληψης άλλου ή άλλων προσώπων και ιδιαίτερα του τιμωμένου. Ωστόσο, κατά την ερμηνεία των διαθηκών δεν αναζητείται μια βούληση του διαθέτη αποκομμένη από τη σχετική δήλωση της βούλησης αυτής, αλλά το τι ήθελε να πει ο διαθέτης χρησιμοποιώντας τις συγκεκριμένες λέξεις. Έτσι, για την εξεύρεση αυτής της αληθινής βούλησης του διαθέτη αποβλέπουμε καταρχήν στο κοινό νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο διαθέτης στη διαθήκη. Αν, όμως, αποδεικνύεται, ότι αυτός χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες λέξεις με άλλο νόημα, είναι φανερό ότι πρέπει να αποβλέψουμε στο διαφορετικό αυτό νόημα. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη.
– Από τη διάταξη του άρθρου 1714 ΑΚ προκύπτει ότι η με τη διαθήκη σύσταση της κληροδοσίας, έχει την έννοια ότι ο διαθέτης αφήνει σε κάποιον ορισμένο αντικείμενο της κληρονομιαίας περιουσίας του, χωρίς ωστόσο να τον θέλει καθολικό διάδοχο. Το κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στον εγκατάστατο σε δήλο πράγμα κληρονόμο και στον κληροδόχο είναι το περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη και συγκεκριμένα αν ο τελευταίος ήθελε τον τιμώμενο καθολικό ή ειδικό διάδοχο του. Εξάλλου, η εγκατάσταση κάποιου ως κληρονόμου ή κληροδόχου δεν είναι ανάγκη να γίνεται με πανηγυρικές εκφράσεις, αλλά αρκεί από το περιεχόμενο της διαθήκης να συνάγεται ότι ο διαθέτης θέλησε ορισμένο πρόσωπο να είναι κληρονόμος, ήτοι άμεσος και καθολικός αυτού διάδοχος ή κληροδόχος του. Από την ερμηνεία της διαθήκης, από την οποία προκύπτει η αληθινή θέληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, θα κριθεί πότε ο διαθέτης θέλησε εγκατάσταση (κληρονόμου) και πότε κληροδοσία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2008 ΑΚ “Αν ο διαθέτης για την περίπτωση που ο πρώτος τιμώμενος δεν αποκτήσει την κληροδοσία, αφήνει το αντικείμενο της σε άλλον, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1810 έως 1812 για την υποκατάσταση κληρονόμου”. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει την κοινή (ή ευθεία) υποκατάσταση στην κληροδοσία, κατά την οποία ο διαθέτης μπορεί να διορίσει υποκατάστατο κληροδόχο, για την περίπτωση που ο πρώτος τετιμημένος δεν αποκτήσει την κληροδοσία. Ο υποκατάστατος κληροδόχος, δηλαδή, είναι τετιμημένος, υπό την αίρεση ότι ο πρώτος καλούμενος δεν θα αποκτήσει την κληροδοσία. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ματαιώνεται η εκ μέρους του πρώτου τετιμημένου κτήση της κληροδοσίας είναι οι ίδιοι όπως και στην περίπτωση της προσαύξησης (ΑΚ 1976). Περιλαμβάνονται συνεπώς η προαποβίωση, η αποποίηση, η κήρυξη αναξιότητας αλλά και η ανάκληση και η ακυρότητα ή ακύρωση της κληροδοτικής διάταξης. Εξάλλου, ο κληροδόχος δεν έχει δικαίωμα προσαύξησης κατά τη διάταξη του άρθρου 1807 ΑΚ., αλλά μόνο, ενδεχομένως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1976 ΑΚ, που ορίζει ότι “Αν το ίδιο αντικείμενο κληροδοτήθηκε σε περισσότερους και ο ένας εξέπεσε πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του διαθέτη, το μέρος του προσαυξάνει στους άλλους ανάλογα με τη μερίδα του καθενός. Το ίδιο ισχύει και αν ο διαθέτης προσδιόρισε τις μερίδες τους. Αν μερικοί από τους κληροδόχους γράφηκαν στην ίδια μερίδα, η προσαύξηση χωρεί κατά προτίμηση μεταξύ τους”. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει την προσαύξηση μεταξύ πλειόνων συγκληροδόχων στην περίπτωση του κοινού κληροδοτήματος κατά τρόπον όμοιο κατά βάση με τη ρύθμιση της προσαύξησης μεταξύ συγκληρονόμων (ΑΚ 1807). Η προσαύξηση αποκλείεται όχι μόνο όταν ρητά ο διαθέτης εξέφρασε την αντίθεσή του σ’ αυτήν, αλλά και όταν η περί αποκλεισμού της προσαύξησης βούλησή του συνάγεται συμπερασματικά. Για να χωρήσει προσαύξηση στην κληροδοσία πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) κοινό κληροδότημα και β) έκπτωση ενός από τους συγκληροδόχους. Προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η κληροδοσία περισσότερων τιμώμενων σε “ίδιο αντικείμενο” κατά την έννοια του άρθρου 1975 ΑΚ. Πρόκειται για την περίπτωση του λεγόμενου “κοινού κληροδοτήματος”, όπου ο διαθέτης κατέλειπε ένα και το αυτό αντικείμενο σε περισσότερους κληροδόχους, χωρίς όμως να έχει ρυθμίσει, ή ατελώς μόνο έχοντας ρυθμίσει τη μεταξύ τους διανομή και χωρίς να έχει ορίσει κατά την ΑΚ 1972 κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα προβεί στον προσδιορισμό της προσήκουσας στον καθένα από τους τετιμημένους μερίδας. Περαιτέρω όμως για την έννοια του κοινού κληροδοτήματος δεν είναι αποφασιστικής σημασίας η φύση του καταλειπόμενου αντικειμένου ως διαιρετού ή αδιαιρέτου.
Συνεπώς, ακόμη και απαιτήσεις και αντικαταστατά πράγματα μπορούν να αποτελούν αντικείμενο του κατ’ ΑΚ 1975 κοινού κληροδοτήματος. Ειδικότερα, επί κληροδοσίας ορισμένου χρηματικού ποσού σε περισσοτέρους – παρά το γεγονός ότι με την επαγωγή της κληροδοσίας επέρχεται εδώ αυτοδίκαιη διαίρεση της παροχής μεταξύ των περισσοτέρων (ΑΚ 480)- δεν αποκλείεται να διαγνωσθεί, δια της οδού της ερμηνείας της διαθήκης, ότι η βούληση του διαθέτη κατευθυνόταν στη σύσταση όχι περισσότερων μεμονωμένων κληροδοσιών αλλά κοινού κληροδοτήματος. Κατά κανόνα, δεν πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή για κοινό κληροδότημα, αλλά για περισσότερες μεμονωμένες κληροδοσίες, στην περίπτωση που ο διαθέτης έχει ο ίδιος προβεί σε πλήρη διανομή του καταλειπόμενου αντικειμένου μεταξύ των πλειόνων τετιμημένων, οπότε δεν χωρεί προσαύξηση επί εκπτώσεως κάποιου από τους τετιμημένους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1978 και 1981 ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Προϋπόθεση της ισχύος της κληροδοτικής διάταξης της διαθήκης (ή ακριβέστερα όρος του ενεργού της είναι να ζει ακόμη ο τετιμημένος κατά τον θάνατο του διαθέτη. Η μη επιβίωση του τετιμημένου καθιστά την κληροδοσία άκυρη, προϋποτίθεται όμως ότι ούτε υποκατάστατος του προαποβιώσαντος κληροδόχου έχει ορισθεί (ΑΚ 2008) ούτε περίπτωση προσαυξήσεως (ΑΚ 1976) συντρέχει. Συνέπεια της κατ’ άρθρο 1978 ΑΚ ακυρότητας είναι ότι από αυτήν ωφελείται ο βεβαρημένος κληρονόμος.