Σωρευτικά την τριετία 2018-2021 υπήρξε μια δυναμική άνοδος των τιμών και πλέον αρχίζουν και διαγράφονται οι προϋποθέσεις για την κάλυψη του εδάφους που έχασε η αγορά την περίοδο της οικονομικής κρίσης
Διατηρείται το θετικό μομέντουμ γύρω από την πορεία ανάκαμψης της κτηματαγοράς, η οποία συνεχίζει την ανοδική πορεία με φόντο και τις ευοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Υστερα από ένα μεγάλο διάστημα καθίζησης, όπου η οικοδομική δραστηριότητα «πάγωσε» ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος, τα ακίνητα επιστρέφουν στο προσκήνιο, διεκδικώντας την αίγλη του πρόσφατου παρελθόντος.
Οπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας, τα δεδομένα στην ελληνική κτηματαγορά είναι εντελώς διαφορετικά σήμερα σε σχέση με το 2017-2018, επισημαίνοντας πως «ο κλάδος τα μνημονιακά χρόνια και ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα 2009-2014, απώλεσε σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και το 40% των αξιών του, ενώ παράλληλα η ζήτηση για ακίνητα και για κατοικίες ειδικότερα καταποντίστηκε».
Η πορεία αντιστράφηκε άρδην την τελευταία τριετία. Συγκεκριμένα, το 2018 αποτέλεσε την πρώτη χρονιά που οι ζητούμενες τιμές πώλησης κατέγραψαν αύξηση 1,5%, μια αύξηση που συνεχίστηκε το 2019 κατά 7,2% και το 2020 κατά 4,3% ενώ μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι τιμές των κατοικιών ενισχύθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 4,4%, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ. Σωρευτικά την περίοδο 2018-2020 οι τιμές πώλησης των κατοικιών στην Αθήνα αυξήθηκαν συνολικά κατά 20%, ενώ με βάση τη μέχρι στιγμής πορεία της αγοράς εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει σωρευτικά το 25% στο τέλος του 2021.
Ο κ. Μπάκας αναφορικά με την πορεία των τιμών πώλησης, σπεύδει να διευκρινίσει ότι το 2017 δεν υπήρχαν νεόδμητα ακίνητα, διότι η οικοδομική δραστηριότητα ήταν σχεδόν μηδενική με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων προς πώληση ακινήτων να αφορούσε ακίνητα κατασκευής του 2012. Σήμερα η ανώτερη και η κατώτερη τιμή αφορά στην πλειονότητά τους ακίνητα νεόδμητα και όχι 5ετούς παλαιότητας. Παράλληλα, σε πολλές περιοχές καταγράφεται μεγάλη απόκλιση στην ανώτατη και κατώτατη ζητούμενη τιμή πώλησης.
Το δεδομένο αυτό συμβαίνει κυρίως στα νότια προάστια της Αττικής, όπως Γλυφάδα, Ελληνικό, Βούλα, διότι τα τελευταία 2 χρόνια έχουν αναγερθεί πολλές νέες οικοδομές υψηλών προδιαγραφών σε οικόπεδα πλησίον του γκολφ, του μητροπολιτικού πάρκου και της θάλασσας, με αποτέλεσμα να ανοίγει αρκετά η ψαλίδα των ζητούμενων τιμών πώλησης.
Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα, αρχίζουν και διαγράφονται οι προϋποθέσεις για την κάλυψη του εδάφους που έχασε η κτηματαγορά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ακόμη και σήμερα, όπως λέει, οι τιμές πώλησης είναι υποτιμημένες σε πολλές περιπτώσεις -εκτός των καλών περιοχών -, σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 35% έναντι του 2007.
Καταλυτικό ρόλο εκτιμάται πως θα παίξουν το άνοιγμα της στρόφιγγας από τα τραπεζικά ιδρύματα για τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων (έφθασαν στα 687 εκατ. ευρώ το 2020, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες θα ανέλθουν στα 900 εκατ. ευρώ το 2021) όσο και των αποταμιεύσεων των εν δυνάμει αγοραστών ή/και μέσω της αφορολόγητης γονικής χρηματικής δωρεάς. Ενισχυτικά αναμένεται να λειτουργήσει και η αύξηση των ζητούμενων τιμών ενοικίασης, όπου η σύγκριση του ενοικίου με τη μηνιαία δόση στεγαστικού δανείου που σε πολλές περιπτώσεις υπολείπεται κατά 20%-30%.
«Το παντοτινό δίλημμα της αγοράς με στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο τη δεδομένη χρονική στιγμή επανέρχεται δυναμικά και προβληματίζει σχεδόν το σύνολο των ενοικιαστών στη χώρα μας, ενώ παράλληλα έλκει τους επενδυτές με στόχο το μηνιαίο εισόδημα μέσω της μακροχρόνιας μίσθωσης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates. Ενδεικτικά στην Αττική η ενοικίαση ενός διαμερίσματος κατάλληλο για οικογένεια, σε περιοχές των ανατολικών, βορείων και νοτίων προαστίων κοστίζει από 650€ έως 850€, δηλαδή σχεδόν όσο ένας μέσος μηνιαίος μισθός.
Το προφίλ των αγοραστών
Τη δεδομένη χρονική στιγμή μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού κατοικιών είναι δανειολήπτες έως 44 ετών, που διαθέτουν την ιδία συμμετοχή ύψους 20%-30% της αξίας του ακινήτου, είτε μέσω προσωπικών αποταμιεύσεων, είτε οικογενειακών αποταμιεύσεων ή/και εφάπαξ των γονέων ή/και μέσω πώλησης άλλου περιουσιακού στοιχείου. Επιλέγουν κυρίως ακίνητα έως 160.000 με 2-3Υ/Δ δηλαδή από 75 τ.μ. έως 95 τ.μ., ενώ το μέσο στεγαστικό δάνειο υπολογίζεται στις 90.00€ – 100.000€ και σε πολλές περιπτώσεις η ιδία συμμετοχή ξεπερνά το απαιτούμενο 20% – 30% και αγγίζει το 40% – 50% με στόχο τον μικρότερο δανεισμό και τη μικρότερη μηνιαία δόση δανείου.