ΑΠΟΦΑΣΗ
Kupás κατά Ουγγαρίας της 28.10.2021 (αρ. προσφ. 24720/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Βέλτιστο συμφέρον παιδιού σε περιπτώσεις «απαγωγής» από τον άλλο γονέα
Το Στρασβούργο επανέλαβε την βασική θεμελιώδη αρχή ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση –συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου– σε όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με τα παιδιά, τα συμφέροντα του παιδιού πρέπει να αποτελούν πρωταρχικό μέλημα , όπως έχει θεσπιστεί από τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙ α, τη Σύμβαση της Χάγης και το άρθρο 24 § 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Η παρούσα υπόθεση αφορούσε την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν την επιστροφή στον μόνιμο τόπο κατοικίας, του γιου του προσφεύγοντα, τον οποίο είχε κρατήσει η πρώην σύζυγος του μετά από ταξίδι τους σε άλλο κράτος. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή για επικοινωνία και επιμέλεια, και μόλις 13 μήνες μετά την απαγωγή άσκησε το δικαίωμα επιστροφής του παιδιού βάσει της σύμβασης της Χάγης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων κίνησε μόνο διαδικασία επιμέλειας και επικοινωνίας . Έκρινε ότι ορθά τα εγχώρια δικαστήρια ερμήνευσαν αυτή την καθυστέρηση ως συναίνεση εκ μέρους του προσφεύγοντος για την αλλαγή κατοικίας του γιού του . Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε από την έρευνα που διεξήχθη από την Πρόνοια το παιδί αναπτυσσόταν ομαλά στο νέο του περιβάλλον. Κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η αξιολόγηση της υπόθεσης από τα εγχώρια δικαστήρια υπό το φως της Σύμβασης της Χάγης δεν ισοδυναμούσε με παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔ γιατί εξυπηρέτησε νόμιμο σκοπό.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων , Levente András Kupás, είναι Ούγγρος και Ρουμάνος υπήκοος που γεννήθηκε το 1981 και ζει στη Βασιλεία (Ελβετία).
Τον Μάιο του 2015, ο προσφεύγων και η σύζυγός του πήραν τον τεσσάρων μηνών γιο τους με προσωρινό διαβατήριο πέντε ημερών στη Βουδαπέστη για να επισκεφθούν την οικογένειά τους. Ο προσφεύγων επέστρεψε στη Βασιλεία ( πόλη στη Ζυρίχη) αφού πέρασε μια εβδομάδα στην Ουγγαρία, με την πεποίθηση ότι η σύζυγός του και ο γιος του θα τον ακολουθούσαν μόλις εκδοθούν τα έγγραφα και το διαβατήριο του παιδιού. Ωστόσο, αντί να επιστρέψει στην Ελβετία, η σύζυγός του κίνησε διαδικασίες διαζυγίου.
Τον Απρίλιο του 2016 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για την επιστροφή του παιδιού του βάσει της Σύμβασης της Χάγης στο Κεντρικό Περιφερειακό Δικαστήριο της Βουδαπέστης.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να επιτρέψουν την επιστροφή του παιδιού παραβίασε το δικαίωμά του στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αμοιβαία απόλαυση μεταξύ γονέων και παιδιών αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής και προστατεύεται από το άρθρο 8 της σύμβασης, ενώ το βασικό αντικείμενο του άρθρου 8 της σύμβασης είναι η προστασία του ατόμου από αυθαίρετες ενέργειες από τις δημόσιες αρχές, υπάρχουν δε επιπλέον θετικές υποχρεώσεις που είναι εγγενείς στον αποτελεσματικό «σεβασμό» της οικογενειακής ζωής. Επιπλέον, στον τομέα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα συμβαλλόμενα κράτη από το άρθρο 8 της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της Σύμβασης της Χάγης και εκείνων της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και τους σχετικούς κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης, η απομάκρυνση ή η κράτηση παιδιού πρέπει να θεωρείται «παράνομη» όταν παραβιάζει τα δικαιώματα επιμέλειας που αποδίδονται σε πρόσωπο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί «διέμενε συνήθως» αμέσως πριν την απαγωγή
Εφαρμογή των γενικών αρχών στην παρούσα υπόθεση
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν αμφισβητείται ότι η σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού του εμπίπτει στη σφαίρα της οικογενειακής ζωής δυνάμει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση τα ουγγρικά δικαστήρια διαπίστωσαν, και δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη κατά τη διάρκεια της εγχώριας διαδικασίας, ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού ήταν στην Ελβετία.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση –συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου– για την υποστήριξη της ιδέας ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, το συμφέρον τους πρέπει να είναι υψίστης σημασίας. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προσυπογράφει την ίδια φιλοσοφία, στο πλαίσιο ενός συστήματος που περιλαμβάνει μόνο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙ α, του οποίου οι κανόνες για την απαγωγή παιδιών συμπληρώνουν εκείνους που έχουν ήδη θεσπιστεί στη Σύμβαση της Χάγης, αναφέρεται επίσης στο προοίμιό του στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ενώ το άρθρο 24 § 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τονίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με τα παιδιά τα συμφέροντα του παιδιού πρέπει να αποτελούν πρωταρχικό μέλημα .
Στην παρούσα περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η Kúria επικαλέστηκαν ακριβώς αυτήν την εξαίρεση –η συναίνεση του αιτούντος– όταν εξέτασαν την αίτηση του αιτούντος για επιστροφή του παιδιού βάσει της Σύμβασης της Χάγης το 2016: αρνήθηκαν να αποδεχθούν την αίτηση καθώς θεώρησαν ότι αν και ο αιτών δεν είχε ρητά συναινέσει, είχε συναινέσει στην κράτηση του παιδιού στην Ουγγαρία, γεγονός που καθιστούσε το άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης ανεφάρμοστο.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε καταρχάς ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η Kúria αξιολόγησαν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στηριζόμενοι στα έγγραφα που υπέβαλαν οι διάδικοι και λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με τη συναίνεση που έδωσε ο πατέρας για την επιστροφή, και παρείχαν επίσης αιτιολογία για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 13 § 1 (β) της Σύμβασης της Χάγης.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με την προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων που υιοθετήθηκαν σε σχέση με τις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης στον βαθμό που η συναίνεση μπορεί να αποδειχθεί με σαφείς δηλώσεις και να συναχθεί από συμπεριφορά. Υπό αυτή την έννοια, το σημείο εκκίνησης της αξιολόγησης του εθνικού δικαστηρίου ήταν η δήλωση του εκπροσώπου του προσφεύγοντα που δόθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαζυγίου και επιμέλειας ότι ο προσφεύγων δεν είχε κινήσει διαδικασία βάσει της Σύμβασης της Χάγης για την επιστροφή του παιδιού του και δεν είχε σκοπό να αφαιρέσει την επιμέλεια του παιδιού από την μητέρα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί ως ο αδικημένος γονέας που δεν επέμενε στη συνοπτική επιστροφή του παιδιού.
Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον η συμπεριφορά του προσφεύγοντος αποτελούσε συνεπή στάση συναίνεσης, τα εθνικά δικαστήρια έδωσαν βάρος στο γεγονός ότι η απόφαση σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντα σε σχέση με τον γιο του στην Ουγγαρία βασίστηκε στην αμοιβαία συμφωνία του με την πρώην σύζυγο του Sz.I. . Αν και είναι αλήθεια ότι τα δικαστήρια πρέπει να είναι προσεκτικά ώστε να μην συνάγουν πρόθεση συναίνεσης από προσπάθειες του αδικημένου γονέα να πραγματοποιήσει συμφιλίωση ή εκούσια επιστροφή, το γεγονός παραμένει ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων δεν επέμεινε στην επιστροφή του παιδιού του αλλά άσκησε την αξίωση για την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του στην Ουγγαρία. Για παράδειγμα, διέθεσε το διαμέρισμά του στην Ουγγαρία. Από τη δικογραφία δεν προέκυψε ότι ο προσφεύγων εξαρτούσε τις ρυθμίσεις αυτές με την επιστροφή του παιδιού.
Εκτός από τις ενέργειες του προσφεύγοντος, το εγχώριο δικαστήριο επικαλέστηκε το συμπέρασμα που συνήγαγε από τις παραλείψεις του. Επηρεάστηκε από το γεγονός ότι, ενώ τίποτα δεν εμπόδισε τον προσφεύγοντα να υποβάλει αίτηση για την επιστροφή του παιδιού του, είχε κινήσει διαδικασία για την επιστροφή του γιου του μόνο έντεκα μήνες μετά την κράτηση του παιδιού και τη στιγμή που είχε έρθει σε επαφή του με το παιδί. Είχε περιοριστεί μόνο στη διαδικασία επιμέλειας και διαζυγίου. Για το Δικαστήριο, η εγχώρια διαδικασία δεν μπορεί να επικριθεί ότι ερμήνευσε αυτή την καθυστέρηση ως συναίνεση εκ μέρους του προσφεύγοντος. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε από τη μελέτη περίπτωσης που διεξήχθη από την Πρόνοια το παιδί αναπτυσσόταν καλά στο νέο του περιβάλλον. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε κατ’ ανάγκη να λάβουν υπόψη το αποτέλεσμα μιας συνοπτικής δήλωσης σε αυτό το στάδιο. Στο παραπάνω πλαίσιο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εθνικό δικαστήριο στήριξε τις αποφάσεις του σε αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία και υιοθέτησε προσεκτική προσέγγιση όταν απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντα για συνοπτική επιστροφή του γιου του. Καθώς δεν υπάρχει σαφής ένδειξη αυθαιρεσίας στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν βρήκε επιτακτικό λόγο να αποκλίνει από τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο κατέληξε , λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του κράτους στο θέμα και την in concreto προσέγγιση που απαιτείται για τη διεκπεραίωση υποθέσεων που αφορούν θέματα που σχετίζονται με παιδιά, ότι η αξιολόγηση της υπόθεσης από τα ουγγρικά δικαστήρια υπό το φως της Σύμβασης της Χάγης δεν ισοδυναμούσαν με παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης, καθώς ήταν ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. (επιμέλεια echrcaselaw.com).