Απειλή η υπεραισιοδοξία των αγορών, προειδοποιεί σε έκθεσή της η ΕΚΤ
Τους κινδύνους που εγκυμονεί η «υπεραισιοδοξία» της αγοράς επισημαίνει η ΕΚΤ με μια διατύπωση που απηχεί προειδοποίηση του Αλαν Γκρίνσπαν, άλλοτε προέδρου της Fed, για τον αδικαιολόγητο ενθουσιασμό των επενδυτών και τους κινδύνους του, αναφερόμενος στη «φούσκα» των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας της δεκαετίας του 1990. Ανάμεσά τους οι ρωγμές και οι δυσλειτουργίες που έχουν παρουσιαστεί στις εφοδιαστικές αλυσίδες και μπορούν να επιταχύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, τα υψηλά επίπεδα χρέους τόσο των επιχειρήσεων όσο και του δημόσιου τομέα, οι δυσθεώρητες τιμές στις αγορές περιουσιακών στοιχείων της Ευρωζώνης, αλλά και τα διαρθρωτικά προβλήματα του τραπεζικού κλάδου που εξακολουθούν να εγκυμονούν κινδύνους παρά τη βελτίωση στην κερδοφορία των τραπεζών.
Στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η τράπεζα υπογραμμίζει πως η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος απειλείται από τις υπερβολικά υψηλές τιμές των ακινήτων και των μετοχών, την ανάληψη ρίσκου από πιστωτικούς φορείς εκτός τραπεζικού τομέα και από τον εκτεταμένο δανεισμό. Η τράπεζα υπογραμμίζει πως με την ανάκαμψη της οικονομίας από την κρίση της πανδημίας έχουν ουσιαστικά απομακρυνθεί οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι, αλλά τονίζει πως ορισμένοι θύλακοι του συστήματος είναι υπερβολικά ευάλωτοι. Οπως υπογραμμίζει, «υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία για θυλάκους ακραίας υπεραισιοδοξίας στις πιστώσεις, στις αγορές ακινήτων και τίτλων καθώς και στα πολύ υψηλά επίπεδα ενός χρέους τόσο των εταιρειών όσο και του δημόσιου τομέα που αποτελεί κληροδότημα της πανδημίας».
Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει πράγματι ανακάμψει από τον Μάιο και από την προηγούμενη έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά στις ευρωπαϊκές αγορές οι μετοχές ακολούθησαν την ανοδική αγορά που επικρατεί παγκοσμίως, με τους επενδυτές να επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πλέον ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ εφιστά την προσοχή ιδιαιτέρως των χωρών στις οποίες οι αξίες των ακινήτων βρίσκονταν ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα πριν από την πανδημία. Τονίζει πως στην αγορά «υπάρχουν τάσεις για μια διόρθωση», ενώ προειδοποιεί πως τα επενδυτικά ταμεία, οι ασφαλιστικές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία ενδέχεται να υποστούν «ουσιαστικές ζημίες από πιστώσεις», αναφερόμενη στον κίνδυνο μη αποπληρωμής εταιρικών ομολόγων χαμηλής βαθμολογίας.
«Οι αγορές μετοχών και επισφαλών τίτλων παραμένουν σε μια ατμόσφαιρα υπερβολικού ενθουσιασμού, που σημαίνει πως θα είναι πιο επιρρεπείς σε διορθώσεις», είναι το σχόλιο του αντιπροέδρου της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος, που ενσωματώνεται στην εν λόγω έκθεση. Σε μια προφανή αναφορά του στον καινούργιο και αδιαφανή κόσμο των κρυπτογραφημένων αξιών, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ τονίζει, επίσης, πως υπήρξαν περιπτώσεις παραγόντων της αγοράς που έχουν στραφεί σε καινοτόμες και «εξωτικές» επενδύσεις. Προειδοποιεί, ακόμη, πως οι αγορές ακινήτων της Ευρωζώνης έχουν σημειώσει ραγδαία άνοδο, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις πως εφαρμόζονται αυστηρότεροι όροι για τον σχετικό δανεισμό. Η τράπεζα τονίζει πως η ανάκαμψη από την ύφεση της πανδημίας αποτέλεσε και αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα, ενώ έχουν μειωθεί «σημαντικά» οι κίνδυνοι να μην αποπληρώσουν τα ομόλογά τους οι εταιρείες και να σημειώσουν οι τράπεζες μεγάλες ζημίες, και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια έχουν περιορίσει την ανησυχία για τη βιωσιμότητα του χρέους των χωρών. Υπογραμμίζει, ωστόσο, πως τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ο κίνδυνος να αναγκαστούν οι οικονομίες να καταφύγουν εκ νέου σε ακραία περιοριστικά μέτρα και σε αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, εξακολουθούν να συνιστούν απειλές. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η πανδημία εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν την οικονομική ανάπτυξη».
Μολονότι διαβλέπει την τάση να χαθεί η κεκτημένη ταχύτητα στην οικονομία της Ευρωζώνης, η τράπεζα προβλέπει και πάλι πως η ανάπτυξη θα επιστρέψει και θα υπερβεί τα προ της πανδημίας επίπεδα στο τρίμηνο που διανύουμε. Υπογραμμίζει τους κινδύνους που απορρέουν από τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, αλλά αποφεύγει να επεκταθεί επί του θέματος καθώς επίκειται η συνεδρίασή της τον Δεκέμβριο. Προειδοποιεί πως «αν οι καταστάσεις συνωστισμού σε λιμάνια και σταθμούς μεταφοράς εμπορευμάτων μεταφρασθούν σε αυξήσεις μισθών, ή αν η οικονομία επιστρέψει εσπευσμένα σε πλήρη παραγωγική δυνατότητα, τότε οι πληθωριστικές πιέσεις ενδέχεται να ενταθούν».
Στην έκθεσή της η τράπεζα δεν παραλείπει να επεκταθεί στους κινδύνους εκτός Ευρώπης, καθώς αναφέρεται στην αβεβαιότητα που καλλιεργεί η διαφαινόμενη επιβράδυνση της Κίνας αλλά και η κρίση στην κινεζική αγορά στέγης.