ΑΠΟΦΑΣΗ
S.Ν. και Μ.Β.Ν. κατά Ελβετίας της 23.11.2021 (αρ. προσφ. 12937/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράνομη απομάκρυνση τέκνου. Εντολή των ελβετικών δικαστηρίων για επιστροφή της κόρης της πρώτης προσφεύγουσας από την Ελβετία όπου είχε μεταφερθεί από τη μητέρα της, στην Ταϊλάνδη, όπου διαμένει ο πατέρας του, Γάλλος υπήκοος.
Η μητέρα και το παιδί ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους. Ισχυρίστηκαν ειδικότερα ότι τα ελβετικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει αποτελεσματικά το ενδεχόμενο να υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για το παιδί κατά την επιστροφή του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, σε διαδικασίες που ήταν κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δίκαιες και με εκατέρωθεν ακροάσεις, τα ελβετικά δικαστήρια είχαν βασίσει τις κρίσεις τους στα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης και είχαν λάβει δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα όλων των μερών. Είχαν εκδώσει επίσης αποφάσεις με λεπτομερή αιτιολογία οι οποίες θεώρησαν ότι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στο συμφέρον του παιδιού, αποκλείοντας κάθε πιθανό σοβαρό κίνδυνο για αυτό. Εξάλλου οι αρμόδιες αρχές είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του παιδιού σε περίπτωση επιστροφής του στην Ταϊλάνδη.
Συνεπώς, η διαδικασία λήψης αποφάσεων πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και δεν υπήρξε παραβίασή του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες, S.Ν. και M.B.N., είναι αμφότερες υπήκοοι Ελβετίας. Η πρώτη προσφεύγουσα, γεννημένη το 1971, ήταν παντρεμένη με τον F.Β., Γάλλο υπήκοο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη (την M.B.N.) το 2012. Το 2013 η οικογένεια μετακόμισε στη Ταϊλάνδη όπου η μητέρα διέθετε μια βίλα με δύο ξεχωριστά διαμερίσματα. Το 2014 το ζευγάρι αποφάσισε να χωρίσει και συμφώνησαν ότι το παιδί θα είχε τρεις συνεχόμενες ημέρες εναλλακτικής διαμονής με τον κάθε γονέα.
Το 2016, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Ελβετία, η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα λήψης μέτρων δικαστικού συμβιβασμού με τον σύζυγό της. Τον επόμενο μήνα κατήγγειλε υποψίες σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα στην Υπηρεσία Προστασίας του Παιδιού. Στη συνέχεια απέσυρε το αίτημά της σχετικά με τον δικαστικό συμβιβασμό και επέστρεψε στην Ταϊλάνδη, όπου το ζευγάρι συμφώνησε να αλλάξει τις ρυθμίσεις διαμονής για την κόρη τους.
Το 2017 η μητέρα του παιδιού υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στην Ταϊλάνδη και ζήτησε να της χορηγηθεί η γονική επιμέλεια αποκλειστικά. Στη συνέχεια, φοβούμενη την έκβαση της διαδικασίας, έφυγε από την Ταϊλάνδη για την Ελβετία στα τέλη Απριλίου 2018 με την κόρη της.
Το 2018 υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στην Ελβετία και ζήτησε να της χορηγηθεί η επιμέλεια της κόρης της.
Την ίδια χρονιά ο πατέρας υπέβαλε αίτημα στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Δικαιοσύνης στη Βέρνη για την επιστροφή της κόρης του. Η μητέρα στη συνέχεια υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία του καντονίου του Βω για άσεμνη επίθεση η οποία φέρεται να διαπράχθηκε από τον πατέρα του παιδιού στην Ταϊλάνδη. Στη συνέχεια ζήτησε εντολή να ανασταλεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί και να του απαγορεύσει να ζει κοντά του.
Το 2019 το Δικαστήριο του Καντονίου διέταξε την επιστροφή του παιδιού στην Ταϊλάνδη και όρισε προθεσμία μέχρι τις 20 Αυγούστου 2019 για εκούσια συμμόρφωση. Η μητέρα άσκησε έφεση κατά αυτής της απόφασης, αλλά το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε ότι το Δικαστήριο είχε αξιολογήσει τη δυνατότητα επιστροφής στην Ταϊλάνδη με ένα συνολικό και συγκεκριμένο τρόπο και με βάση τα τρέχοντα πραγματικά περιστατικά, και επομένως θα μπορούσε εύλογα να απαιτηθεί το παιδί να επιστρέψει συνοδευόμενο από τη μητέρα του.
Οι προσφεύγουσες διαμένουν επί του παρόντος στην Ελβετία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι η εντολή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για την επιστροφή του παιδιού αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγουσών στο σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής. Αυτή η παρέμβαση βασίστηκε στη Σύμβαση της Χάγης, η οποία ενσωματώθηκε στην ελβετική έννομη τάξη, και επιδίωκε τον θεμιτό στόχο της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του παιδιού και του πατέρα του.
Ως προς το εάν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, το ΕΔΔΑ έπρεπε να εξακριβώσει κατά πόσον τα εθνικά δικαστήρια είχαν προβεί σε ισορροπημένη και εύλογη αξιολόγηση της εκτίμησης των συμφερόντων, έχοντας συνεχώς υπόψη την καλύτερη λύση για το απαχθέν παιδί. Σε αυτό το πλαίσιο σημειώνεται ως εξής: το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και ειδικότερα ο αποκλεισμός κάθε «σοβαρού κινδύνου».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επιστροφή της κόρης στην Ταϊλάνδη είχαν εξεταστεί διεξοδικά από τα ελβετικά δικαστήρια, όσον αφορά τόσο την ασφάλεια του παιδιού όσο και την οικονομική κατάσταση της μητέρας.
Παρατήρησε ειδικότερα ότι σε κανένα σημείο της εσωτερικής δίκης δεν είχε προβλεφθεί από τις αρμόδιες αρχές ότι το παιδί θα πρέπει να επιστρέψει μόνο του. Προβλεπόταν ότι η μητέρα πάντα θα συνόδευε την κόρη της σε περίπτωση επιστροφής της. Το Δικαστήριο του Καντονίου είχε την άποψη ότι οι δεσμοί της μητέρας στην Ελβετία δεν ήταν τόσο ισχυροί, ώστε να μην αναμένεται η επιστροφή στην Ταϊλάνδη. Περαιτέρω, τα δικαστήρια είχαν διαπιστώσει, χωρίς καμία αυθαιρεσία εκ μέρους τους, ότι η οικονομική κατάσταση της μητέρας θα της επέτρεπε να φροντίζει το παιδί της και ότι δεν χρειάζεται να φοβάται τη δίωξη από τις αρχές της Ταϊλάνδης. Το Δικαστήριο του Καντονίου πραγματοποίησε τρεις ακροάσεις των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένου του παιδιού και διαφόρων επαγγελματιών, που εξετάζουν εάν το παιδί θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του. Είχε επίσης διορίσει έναν κηδεμόνα για να υπερασπιστεί τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και να το εκπροσωπήσει, ιδίως, ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.
Τέλος, η κεντρική αρχή της Ελβετίας για τις διεθνείς απαγωγές παιδιών είχε διαβιβάσει στην αντίστοιχη αρχή στην Ταϊλάνδη ορισμένες ερωτήσεις από τον πατέρα του παιδιού με σκοπό την επανεξέταση της υπόθεσης. Το Μάιο του 2019 το Διεθνές Τμήμα του Γενικού Εισαγγελέα της Ταϊλάνδης είχε διευκρινίσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του παιδιού θα έχει την εξουσία και την υποχρέωση να διασφαλίζει την προστασία του ή την άσκηση των δικαιωμάτων του μέσω της εξασφαλισμένης πρόσβασης στην Εισαγγελία, σε δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. Είχε επίσης αναφέρει ότι η μητέρα θα μπορούσε να ασκήσει τα γονικά της δικαιώματα και ότι δεν θα αντιμετώπιζε καταδίκη σε περίπτωση επιστροφής της, δεδομένου ότι σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο επρόκειτο για αστική και όχι για ποινική υπόθεση, και ότι θα μπορούσε να φροντίζει την κόρη της. Το ΕΔΔΑ δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών ή την καλή πίστη των αρχών της Ταϊλάνδης.
Οι ελβετικές αρχές είχαν επίσης λάβει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν την ασφάλεια του παιδιού στην Ταϊλάνδη με σκοπό την εκτέλεση της διαταγής επιστροφής, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της άσκησης από τον πατέρα των δικαιωμάτων επικοινωνίας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων αποσκοπούσε στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και είχε αποκλείσει κάθε σοβαρό κίνδυνο για αυτό κατά την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης της Χάγης.
Συνεκτίμηση των απόψεων του παιδιού
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι ένα παιδί που ήταν ικανό να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις είχε το δικαίωμα να τις εκφράσει και να αποδοθεί δέουσα βαρύτητα στις απόψεις αυτές σε κάθε δικαστική και διοικητική διαδικασία που το επηρεάζει. Ωστόσο, επεσήμανε επίσης ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης, ενώ έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι επιθυμίες των παιδιών, κάθε εναντίωση εκ μέρους τους δεν απέκλειε απαραίτητα την επιστροφή τους.
Στην παρούσα υπόθεση, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 13 της Σύμβασης της Χάγης δεν είχε παραβιαστεί καθώς το παιδί, επτά ετών τότε, δεν φαινόταν να έχει την δέουσα ωριμότητα για να μπορεί να διακρίνει μεταξύ της διαμονής στην Ταϊλάνδη και της συμβίωσης με ή κοντά στον πατέρα της. Σε κάθε περίπτωση το παιδί είχε προφανώς αρνηθεί οποιαδήποτε επιστροφή με ανένδοτο τρόπο.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε επίσης ότι το παιδί είχε δεόντως εξεταστεί από πολλούς επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώπιον του Καντονικού Δικαστηρίου. Το παιδί δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι η διαδικασία δεν αφορούσε το ζήτημα της επιμέλειας ή της γονικής μέριμνας, αλλά απλώς επεδίωκε την αποκατάσταση της συνθήκης που υπήρχε πριν από την παράνομη απομάκρυνσή της.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτα αυθαίρετο ή παράλογο στα πορίσματα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ή στις παρατηρήσεις της κυβέρνησης.
Η ένταξη του παιδιού στην Ελβετία
Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης της Χάγης, η αρμόδια αρχή ήταν υποχρεωμένη να διατάξει την επιστροφή του παιδιού ακόμη και όταν η διαδικασία είχε ξεκινήσει περισσότερο από ένα έτος μετά την ημερομηνία της παράνομης απομάκρυνσης εκτός εάν αποδεικνύεται ότι το παιδί είχε εγκατασταθεί στο νέο του περιβάλλον. Στην προκειμένη περίπτωση η μητέρα είχε φύγει από την Ταϊλάνδη στα τέλη Απριλίου 2018 για να εγκατασταθεί στην Ελβετία με το παιδί της. Ο πατέρας του παιδιού είχε καταθέσει μήνυση στο Καντονικό Δικαστήριο τέσσερις μήνες αργότερα, στις 23 Αυγούστου 2018. Συνεπώς, το άρθρο 12 της σύμβασης της Χάγης δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για να επιχειρηματολογήσουν οι προσφεύγουσες υπέρ της διαμονής της κόρης βάσει της ένταξής της στην Ελβετία.
Γενικά συμπεράσματα
Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν διατάξει την επιστροφή του παιδιού αυτόματα, μηχανικά ή μη σεβόμενα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μάλιστα είχαν εκδώσει και αναλυτικές αποφάσεις οι οποίες θεώρησαν ότι εξυπηρετούν τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, ενώ παράλληλα απέκλειαν κάθε σοβαρό κίνδυνο για αυτό.
Κατόπιν όλων αυτών το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.