Δικαστήριο ΕΕ: Η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί τέτοια επαγγελματική κατάρτιση (την οποία επέβαλε ο εργοδότης) ενώ παράλληλα δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά «χρόνο εργασίας»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 28-10-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης, και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά «χρόνο εργασίας», στο πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας 2003/88/ΕΚ [οδηγία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας].
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο BX απασχολείται από τη διοίκηση του Δήμου D. στην εθελοντική υπηρεσία αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Η θέση του, όπως αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του, είναι η θέση του «προϊσταμένου του τμήματος πρόληψης (πυροσβέστη) 541101, σύμφωνα με την κατάταξη των επαγγελμάτων στη Ρουμανία». Ο BX εργάζεται με πλήρες ωράριο, επί 8 ώρες ημερησίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως.
Προκειμένου να λάβει την προβλεπόμενη εκ του ρουμανικού δικαίου επίσημη βεβαίωση των κριτηρίων απόδοσης, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την οργάνωση και την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δημόσιας υπηρεσίας, ο BX έλαβε εντολή από τον εργοδότη του να παρακολουθήσει 160 ώρες επαγγελματικής κατάρτισης. Η κατάρτιση έλαβε χώρα κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2017, δυνάμει συμβάσεως επαγγελματικής κατάρτισης που υπέγραψε η διοίκηση του Δήμου D. με επιχείρηση επαγγελματικής κατάρτισης, σύμβαση στην οποία ο BX εμφανιζόταν ως ο τελικός δικαιούχος. Η εν λόγω κατάρτιση πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της ως άνω επιχείρησης, από τις 3 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. για το διάστημα από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τη 1 μ.μ. έως τις 6 μ.μ. το Σάββατο και από τη 1 μ.μ. έως τις 7 μ.μ. την Κυριακή. Τέλος, από τις ώρες κατάρτισης που παρακολούθησε ο BX, οι 124 πραγματοποιήθηκαν εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας του.
Ο BX άσκησε αγωγή κατά της διοίκησης του Δήμου D. ενώπιον του Tribunalul Vaslui (πρωτοδικείου Vaslui, Ρουμανία) ζητώντας, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η διοίκηση του Δήμου να του καταβάλει αποδοχές για τις 124 αυτές ώρες ως ώρες υπερωριακής απασχόλησης.
Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής του, ο BX άσκησε έφεση ενώπιον του Curtea de Apel Iaşi (εφετείου Ιασίου, Ρουμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
Το δικαστήριο αυτό υπογράμμισε, εισαγωγικά, ότι, μολονότι η αμοιβή του εργαζομένου αποτελεί ζήτημα εθνικού δικαίου, εντούτοις η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από το αν ο χρόνος τον οποίο αφιέρωσε ο ενάγων της κύριας δίκης στην επαγγελματική κατάρτιση, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, στην έδρα του παρέχοντος τις επαγγελματικές υπηρεσίες και εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας ή ως περίοδος ανάπαυσης, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι από τη ρουμανική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, προκύπτει ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας του εργαζομένου, οπότε ο εργαζόμενος δικαιούται μόνον την αμοιβή που αντιστοιχεί στο κανονικό ωράριο εργασίας, ανεξαρτήτως της διάρκειας και της περιόδου που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση.
Το αιτούν δικαστήριο επεσήμανε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός μιας περιόδου παρουσίας του εργαζομένου ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, εξαρτάται από την υποχρέωση του εργαζομένου να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του. Ο καθοριστικός παράγοντας συναφώς είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεσή του για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες όταν χρειαστεί.
Στον βαθμό που από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα των εργαζομένων να διαχειρίζονται τον χρόνο τους χωρίς σημαντικούς περιορισμούς και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους συνιστά στοιχείο ικανό για να στοιχειοθετηθεί ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν συνιστά χρόνο εργασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, συνιστά χρόνο εργασίας.
Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν προκύπτει σαφώς από τη νομολογία που απορρέει, ειδικότερα, από την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C-87/14, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος εκπαίδευσης των νοσοκομειακών ιατρών που δεν κατέχουν θέση επιμελητή, τον οποίο αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ.
Ωστόσο, εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συμμετοχή στην επαγγελματική κατάρτιση, την οποία παρακολούθησε ο ενάγων της κύριας δίκης με πρωτοβουλία του εργοδότη εκτός ωραρίου εργασίας, σε άλλον δήμο εκτός από εκείνον της κατοικίας του, προκειμένου να λάβει επίσημη βεβαίωση αναγκαία για την οργάνωση και την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δημόσιας υπηρεσίας, συνιστά παρέμβαση στην πλήρη και ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος ανάπαυσης, καθόσον η υποχρέωση που υπέχει το συγκεκριμένο πρόσωπο απορρέει, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, από την ανάγκη παρακολούθησης της επαγγελματικής κατάρτισης. Επομένως, ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του ορισμού της «περιόδου ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Το αιτούν δικαστήριο πρόσθεσε ότι, αν ο χρόνος που αφιερώνεται στην κατάρτιση εργαζομένου δεν εμπίπτει στην έννοια του χρόνου εργασίας, κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 2, σημείο 2, και τα άρθρα 3, 5 και 6 της οδηγίας αυτής, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την ημερήσια ανάπαυση, την εβδομαδιαία ανάπαυση και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο, ειδικότερα, κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, αντιτίθενται σε κάθε παρέμβαση στην ελεύθερη άσκηση των καθημερινών και εβδομαδιαίων περιόδων ανάπαυσης του εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών, βοηθητικών ή παρεπόμενων καθηκόντων της εργασιακής σχέσης, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, εκείνων που συνεπάγονται τη συμμετοχή σε επαγγελματική κατάρτιση.
Κατά το ίδιο δικαστήριο, μολονότι η συμμετοχή σε επαγγελματική κατάρτιση κατά τη διάρκεια του κανονικού ωραρίου εργασίας θεωρείται, από τη ρουμανική νομοθεσία, ως περίοδος καταβολής εισφορών στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, προσμετράται στην αρχαιότητα της θέσης εργασίας και παρέχει στον μισθωτό τη δυνατότητα να εισπράξει τις σχετικές αποδοχές, αντιθέτως, η νομοθεσία αυτή δεν ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία η επαγγελματική κατάρτιση πραγματοποιείται εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στον εργοδότη όσον αφορά τα ωράρια κατάρτισης ούτε κανέναν περιορισμό ως προς την τήρηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε, επομένως, αν οι ίδιες αυτές διατάξεις αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, μολονότι επιβάλλει υποχρέωση επαγγελματικής κατάρτισης του εργαζομένου, δεν επιβάλλει στον εργοδότη του την υποχρέωση να τηρεί τον χρόνο ανάπαυσης του εργαζομένου όσον αφορά το ωράριο συμμετοχής στην κατάρτιση αυτή.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Iaşi (εφετείο Ιασίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, έκρινε ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, έχει την έννοια ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης, και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.
Πρώτον, το Δικαστήριο κατέληξε ότι όταν ο εργαζόμενος λαμβάνει εντολή από τον εργοδότη του να παρακολουθήσει επαγγελματική κατάρτιση προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα που ασκεί και όταν, επιπλέον, ο εργοδότης αυτός υπέγραψε ο ίδιος τη σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης με την επιχείρηση που καλείται να παράσχει την κατάρτιση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τις περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης, ο εργαζόμενος αυτός βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ
Δεύτερον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η υποχρέωση του BX να παρακολουθήσει επαγγελματική κατάρτιση απορρέει από την εθνική ρύθμιση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αφενός, ο BX απασχολούνταν ήδη στη διοίκηση του Δήμου D. στη θέση για την οποία απαιτούνταν η επαγγελματική κατάρτιση και, αφετέρου, η εν λόγω διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να επιβάλει στον BX την παρακολούθηση της κατάρτισης αυτής προκειμένου να μπορέσει να τον διατηρήσει στη θέση του.
Τρίτον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν ασκεί επίσης επιρροή το γεγονός ότι οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης πραγματοποιούνται, εν όλω ή εν μέρει, εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, δεδομένου ότι, για τους σκοπούς της έννοιας του «χρόνου εργασίας», η οδηγία 2003/88/ΕΚ δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το αν η εργασία αυτή παρέχεται στο πλαίσιο του κανονικού χρόνου εργασίας ή όχι.
Τέταρτον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι η επίμαχη επαγγελματική κατάρτιση δεν πραγματοποιείται στον συνήθη τόπο εργασίας του εργαζομένου, αλλά στους χώρους της επιχείρησης που παρέχει τις υπηρεσίες κατάρτισης, ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και, κατά συνέπεια, δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των επίμαχων περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88/ΕΚ.
Πέμπτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ούτε το γεγονός ότι ο εργαζόμενος ασκεί, κατά τη διάρκεια των περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης, διαφορετική δραστηριότητα από εκείνη που ασκεί στο πλαίσιο των συνήθων καθηκόντων του εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των περιόδων αυτών ως χρόνου εργασίας όταν ο εργαζόμενος παρακολουθεί την επαγγελματική κατάρτιση με πρωτοβουλία του εργοδότη και όταν, κατά συνέπεια, υπακούει, στο πλαίσιο της εν λόγω κατάρτισης, στις εντολές του.
Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ερμηνεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, η οποία δεν επιτρέπει να περιληφθούν στον χρόνο αυτόν οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης που πραγματοποιούνται από τον εργαζόμενο με πρωτοβουλία του εργοδότη του, ενδέχεται να παράσχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιβάλει στον εργαζόμενο, ο οποίος είναι το ασθενέστερο μέρος στη σχέση εργασίας, υποχρεώσεις κατάρτισης εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, εις βάρος του δικαιώματος του εργαζομένου σε επαρκή ανάπαυση.
Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης του BX πρέπει να θεωρηθούν ως χρόνος εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA