Το τραπεζικό ίδρυμα καλείται να πληρώσει όχι μόνο το κεφάλαιο αλλά και αποζημίωση για ηθική βλάβη
Εφετείο Λάρισας: «Η τράπεζα έχει ευθύνη αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την τράπεζα σε αποζημίωση.»Αυτό είναι το «δια ταύτα» της απόφασης 106/2021 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, το οποίο δικαίωσε ζευγάρι που έχασε τα χρήματά του επενδύοντας σε ομόλογα που τους πρότεινε η τράπεζας τους ως ασφαλή και με εξασφαλισμένο κέρδος.
Δεχόμενο το δικαστήριο ότι οι ενάγοντες «δεν διέθεταν οποιοσδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εξειδικευμένη εμπειρία σε ζητήματα οικονομικών επενδύσεων, που θα τους επέτρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι τον τρόπο τοποθέτησης του κεφαλαίου τους» και για το λόγο αυτό ακολουθούσαν τις επενδυτικές συμβουλές που τους παρείχαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας οι οποίοι διέθεταν τις ειδικές γνώσεις , επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση υποχρεώνοντας το τραπεζικό ίδρυμα να τους καταβάλει το κεφάλαιο που επένδυσαν, επιδικάζονται επιπλέον και ποσό 8000 ευρώ στο ζευγάρι για την ηθική βλάβη που αυτό υπέστη.
Εφετείο Λάρισας: Το σκεπτικό
Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της απόφασης: «Με την συμπεριφορά τους οι ενάγοντες,υπό τις εντολές και οδηγίες τους, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης των εναγόντων, καθώς και παροχής σ’ αυτούς σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου τους, παρέβησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 286 ΑΧ, ταυτοχρόνως δε παρέβησαν υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, καθώς και τις διατάξεις του ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας των εναγόντων, ως καταναλωτών.Η υπαίτια δε παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες, καθόσον αυτοί προέβησαν στην εν λόγω επένδυση αγνοώντας τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ομολόγου, για τα οποία δεν ενημερώθηκαν, με την πεποίθηση, που τους δημιούργησε ο εκ των εναγόμενων, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους.Αν είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το επίδικο ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε ο εν λόγω κίνδυνος, απώλειας του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση, επομένως, η ανωτέρω ζημία, που υπέστησαν οι ενάγοντες συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγόμενων, οι οποίοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της.
Αυτή συνίσταται στη δαπάνη κτήσης του αγορασθέντος ομολόγου, ήτοι 121.439,66 ευρώ (120.000 ευρώ η αξία του + 1.439,66 η προμήθεια αγοράς του). Οι εναγόμενοι υπέβαλαν ένσταση συνυπολογισμού κέρδους κα ζημίας, ισχυριζόμενοι ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, ποσού 37.170.82 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι το ποσό αυτό αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τον ανωτέρω τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία αυτή που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε, αποδίδοντος τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων (ΑΠ 244/2016. ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Τα ίδια κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε κα οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω οι εναγόμενοι πρόβαλαν επικουρικώς τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην πρόκληση, άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ενδίκου ομολόγου, παρότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωση του προέκυπτε η πτωτική πορεία της τιμής αυτού.Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ. αλλά απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία διότι, όπως αποδείχθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου και των αποδόσεων αυτού, οι ενάγοντες δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους…Οι εναγόμενοι δε, δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, σε σχετική ενημέρωσή τους.
Σε κάθε δε περίπτωση, η επικαλούμενη από τους εναγομένους επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, καθ’ ον χρόνο η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε, ενδεχομένως, μικρό μόνο μέρος της ζημίας των εναγόντων, οι οποίοι δεν θα διατηρούσαν καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης εκ του ομολόγου. Τα ίδια κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε και οι σχετικοί λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των αποταμιεύσεών τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Το ποσό αυτής πρέπει να ορισθεί σε 4.000 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, με βάση κα την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων και, ειδικότερα, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του μεγέθους κα του είδους της προκληθείσας βλάβης, του βαθμού πταίσματος των εναγόμενων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών….»