ΑΡΙΘΜΟΣ 96/2021
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
– Κληρονομιά. Αποποίηση. Αυτοδίκαιη κτήση κληρονομίας. Αποδοχή λόγω πλάνης. Παραγραφή αγωγής ακυρώσεως της αποδοχής λόγω πλάνης. Παθητική νομιμοποίηση.
– Ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο τον θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του (1711 εδ. β’, 1846 επ. ΑΚ). Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρ. 1847 ΑΚ). Η αποδοχή της κληρονομίας δεν ρυθμίζεται ειδικώς στο σύστημα της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας αλλά όπως προκύπτει από τα άρθρα 1846 επ. ΑΚ τυγχάνει νομοθετικής ρύθμισης περισσότερο ως παρακολούθημα της αποποίησης της κληρονομίας. Με την δήλωση αποδοχής της κληρονομίας, η οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, μη απευθυντέα, ο προσωρινός κληρονόμος δηλώνει ρητώς την βούλησή του να είναι οριστικός κληρονόμος και δεν υπόκειται σε ανάκληση (Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, παρ. 38 αρ. 12). Σύμφωνα με την ΑΚ 1857 παρ. 4 που εισάγει εξαιρετικό δίκαιο, η πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας μετά την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεώς της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης. Κατά την κρατούσα, τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία, είναι δυνατή η ακύρωση, όταν υφίσταται πλάνη στην δήλωση, δηλαδή όταν η αποδοχή που συνάγεται κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, ήτοι από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του και αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Πρόκειται για περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο, η οποία σύμφωνα με την ΟλΑΠ 3/1989 μπορεί να οδηγήσει, κατ’εφαρμογή των διατάξεων 140, 141, 1850 εδ. β και 1857 ΑΚ, στην ακύρωση λόγω πλάνης της πλασματικής κατ’ ΑΚ 1850 εδ. β’ αποδοχής κληρονομιάς που αποτελούνταν αποκλειστικά από χρέη, διότι η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας είναι που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, (ΟλΑΠ3/1989, ΑΠ189/2017, AΠ173/2014, ΑΠ724/2014, ΑΠ951/2013, ΑΠ496/2013, ΑΠ1087/2011, ΕφΘεσ 1793/2019, ΕφΑθ 287/2019, ΕφΘεσ 1920/2013, ΕφΛαρ 418/2012, ΕφΛαρ 549/2011). Η νεότερη νομολογία συγκεκριμενοποίησε την πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και θεωρεί ότι ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ951/2013, με παρατηρήσεις Ε. Μαργαρίτη ΧΡΙΔ 2014.604, ΑΠ827/2017, ΑΠ189/2017, ΑΠ572/2016, ΑΠ725/2014, ΕφΠειρ 31/2018). Τουναντίον, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως δεν παρεμποδίζεται, αν ο κληρονόμος πιστεύει έστω και εσφαλμένως, ότι δεν υπάρχει ενεργητικό της κληρονομιάς, χωρίς να έχει σημασία ποιες εσφαλμένες νομικές παραστάσεις συνδέει με αυτό ο κληρονόμος (άρθρο 1857 παρ. 2 εδ. β’ Α.Κ.). Αν ο κληρονόμος όμως πιστεύει, ότι σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να δηλώσει αποποίηση της κληρονομιάς, τότε αυτός βρίσκεται σε πλάνη όχι περί της επαγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 1847 Α.Κ., αλλά περί της σημασίας της προθεσμίας αποποιήσεως, πράγμα που μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς διά της παρελεύσεως της προθεσμίας της μέσω του άρθρου 1857 παρ. 4 Α.Κ. (ΑΠ426/2002).
Η ΑΚ 1847 παρ. 1 θέτει ως προϋπόθεση για την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης μόνο την γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Ως απόρροια της θέσης για πλάνη περί το δίκαιο, η κρατούσα γνώμη υποστηρίζει ότι η άγνοια του συστήματος της άμεσης και αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς αποτελεί λόγο που παρεμποδίζει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης, θεωρώντας ότι για την κτήση εκ μέρους του της κληρονομιάς απαιτείται κάποια δική του ενέργεια και επομένως ότι δεν καθίσταται κληρονόμος χωρίς να εκφράσει με κάποιον τρόπο σχετική βούλησή του (πλάνη περί το δίκαιο) (Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, παρ. 39 αρ. 16 σ. 674, Αστ. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1847 αρ. 16, ΑΠ951/2013, ΑΠ1087/2011, ΑΠ1211/2008, ΕφΛαρ549/2011, ΕφΠατρ 696/2009). Διότι όταν ο κληρονόμος δεν γνωρίζει την επαγωγή ή τον λόγο αυτής, δεν αρχίζει να τρέχει η προθεσμία αποποίησης. Ειδικότερα, υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια είτε μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση είτε της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (951/2013). Σε κάθε περίπτωση, εάν η αποδοχή ακυρωθεί, θεωρείται ότι τα αποτελέσματά της δεν επέρχονται extunc (ΑΚ 180, 184). Ωστόσο η ακύρωση της αποδοχής δεν επέχει θέση αποποίησης γι’αυτό το λόγο ο κληρονόμος έχει τη δυνατότητα να αποποιηθεί την κληρονομία μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως που αναγνωρίζει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέπουσα από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της ΑΚ 1857 παρ. 2 μπορεί να γίνει (ΑΠ572/2016).
– Κατά το άρθρο 1857 παρ. 2 του ΑΚ η αγωγή ακυρώσεως της αποδοχής λόγω πλάνης παραγράφεται μετά εξάμηνο. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από της παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως. Η προθεσμία αρχίζει μόνο εφόσον ο κληρονόμος μάθει θετικά τον θάνατο και τον λόγο της επαγωγής. Αν ο κληρονόμος έχει εσφαλμένη γνώση ή άγνοια ως προς τον θάνατο ή ως προς τον γενικό ή τον ειδικό λόγο της επαγωγής η προθεσμία αποποίησης δεν αρχίζει. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ. β’ και γ’, το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή (βλ. ΑΠ 858/1990 ΕλΔνη 1991. 983, ΕφΘεσ 2226/2013, ΕλΔνη 2014.90, ΕφΛαρ. 549/2011 Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ 1857, αριθ. 3, σελ. 559, Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, εκδ. 2010, παρ.38, αριθ. 36, σελ. 652).
Διχογνωμία υφίσταται ως προς τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά δεδομένη της ιδιαίτερης φύσης της πλασματικής αποδοχής. Σύμφωνα με μια θέση στην επιστήμη και κρατούσα στην νομολογία, η σχετική αγωγή ακύρωσης της αποδοχής στρέφεται κατά των δανειστών της κληρονομίας και των κληροδόχων, ενώ κατ’ άλλη άποψη, κατά διασταλτική ερμηνεία της ΑΚ 155, έναντι αυτού που έλκει αμέσως έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού δια της ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής. Κατά την παγιωθείσα μέχρι σήμερα νομολογία, η αποδοχή κληρονομιάς ένεκα της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας. Γίνεται, μάλιστα, δεκτό ότι η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας δύναται να στραφεί τόσο κατά του δανειστή της κληρονομίας όσο και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση εκείνου που ακυρώσιμα αποδέχθηκε, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του τελευταίου. Οι ανωτέρω αναφερόμενες απόψεις περί του ποιος νομιμοποιείται παθητικά στην εν λόγω αγωγή εκκινούν από την ΑΚ 155, υποστηρίζοντας ότι ή ο δανειστής ή ο επόμενος κληρονόμος είναι τα πρόσωπα που αντλούν έννομο συμφέρον από την έκπτωση του ενάγοντος. Ωστόσο, τα πρόσωπα που αντλούν έννομο συμφέρον από την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς δεν ταυτίζονται (άνευ ετέρου) με τους κληρονόμους, στους οποίους θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την ευδοκίμηση της σχετικής αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς, όπως δέχεται η ανωτέρω νομολογιακή θέση. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις εκείνες που το ενεργητικό της κληρονομιάς υπερβαίνει το παθητικό, έννομο συμφέρον, σε περίπτωση ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, αποκτά σαφώς τόσο ο επόμενος δικαιούχος, όσο και ο δανειστής της κληρονομιάς, καθόσον δύναται πλέον να επιδιώξει (δεδομένου ότι αίρεται το κατ’ άρθρο 1858 ΑΚ στάδιο της προσωρινότητας) την ικανοποίηση των αξιώσεών του. Στην σύγχρονη όμως εποχή των υπερχρεωμένων κληρονομιών, όπου το παθητικό της κληρονομιάς υπερβαίνει το ενεργητικό, ή η κληρονομιά αποτελείται μόνο από παθητικό, έννομο συμφέρον, στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αποκτά ο επόμενος δικαιούχος στον οποίο θα υπαχθεί η (κατάχρεη) κληρονομιά, αλλά μόνο ο δανειστής της κληρονομιάς, ο οποίος δύναται πλέον να στραφεί κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου. Η λύση αυτή αντιμετωπίζει και τυχόν συμπαιγνίες των κληρονόμων με την σκόπιμη ερημοδικία του εναγομένου-επόμενου κληρονόμου, όπου ο τελευταίος εμφανίζεται θεωρητικά να έχει έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η υπερχρεωμένη κληρονομιά στον προηγούμενο, πλην όμως δεν εμφανίζεται στη δίκη και ως εκ τούτου δια του τεκμηρίου της ομολογίας της ερημοδικίας (271 παρ.3 ΚΠολΔ) να δύναται να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς ενώ ο εναγόμενος και επόμενος κληρονόμος δύναται να προβεί εντός της νόμιμης προθεσμίας σε αποποίηση της κληρονομιάς. Συμπερασματικά, παθητικά νομιμοποιούμενος σε αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς είναι, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ, πρωτίστως ο δανειστής της κληρονομιάς, ο οποίος έχει πάντοτε όφελος από την οριστική κτήση μίας κληρονομιάς και αναλόγως και σε περίπτωση θετικού προσήμου της κληρονομιάς και ο επόμενος στην σειρά της κληρονομικής διαδοχής (βλ. Σταμάτη Κουμάνη, ο.π. σελ. 336 – 339 και του ιδίου Η νομιμοποίηση στην αγωγή ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς λόγω πλάνης, Αρμ 2016 σελ.567-570 ).