ΑΡΙΘΜΟΣ 567/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Ευθύνη εις ολόκληρον σε περίπτωση αδικοπραξίας. Μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Μεταβίβαση επιχείρησης. Σωρευτική αναδοχή χρεών. Στοιχεία ορισμένου της αγωγής. – Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83§2 του ΚΝ 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του Ν. 3604/2007, 41 §2 Ν. 959/1979, 43α Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Εξάλλου, στην ημεδαπή έννομη τάξη, δεν προσδιορίζεται από το νόμο η έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, (η οποία δεν διευκρινίζεται ούτε στο κείμενο των σχετικών Οδηγιών, όπου αναφέρεται μόνο ο όρος «επιχείρηση « ως νομική έννοια του κοινΌτικού δικαίου, (απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση Rockfon σκέψη 25). Νοείται όμως ως επιχείρηση η περί το πρόσωπο του φορέα της οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας προς επιδίωξη κέρδους, ενώ εκμετάλλευση νοείται κάθε οργανωμένη οικονομική μονάδα που αποβλέπει στην επίτευξη τεχνικού, επιστημονικού ή παραγωγικού σκοπού. Όταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο σε μία παραγωγική μονάδα, οι έννοιες της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως συμπίπτουν, ενώ, εάν είναι οργανωμένη κατά μη συγκεντρωτικό τρόπο σε κλάδους παραγωγής, οι έννοιες μπορεί να διαχωρίζονται και η επιχείρηση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες χωριστές εκμεταλλεύσεις, ανά μία έκαστη και με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια, όπως συμβαίνει με τις θυγατρικές εταιρείες. Τούτο δεν αναιρείται από το αν σε τελικό στάδιο επέρχεται συνένωση αποτελεσμάτων σε ενιαίο λογαριασμό κερδών και ζημιών στο επίπεδο της επιχειρήσεως ή μητρικής επιχειρήσεως (ΟλΑΠ 36/2005). Περαιτέρω, ο όμιλος εταιριών (βλ. άρθρο 42Ε παρ. 5 Ν. 2190/20 και οδηγία 94-145/ΕΚ του Συμβουλίου της 22.9.1994) χαρακτηρίζεται από κοινή διεύθυνση, κοινή οικονομική πολιτική, κοινή χρηματοδότηση, δηλ. κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ενώ συντίθεται από πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αποτελεί μια οικονομική ενότητα. Ο όμιλος εταιριών κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτού (μισθοί, αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρίες ανεξαρτήτως του ποια εταιρία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 10/2018, ΑΠ 650/1982). Περαιτέρω, επί αφερέγγυου νομικού προσώπου η άρση της νομικής του προσωπικότητας, που είναι περιορισμένη και αφορά μόνο σε συγκεκριμένη συναλλαγή, αποσκοπεί μεν στην επέκταση της ευθύνης προς εκπλήρωση της εκ της συναλλαγής αυτής οφειλής και πέραν του συμβατικού δεσμού, στην πρόσθεση, δηλαδή, ενός ακόμη μη συμβληθέντος οφειλέτη, από την προσωπική περιουσία του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί ο εταιρικός δανειστής, δεν επάγεται όμως διάχυση ή μετακύλιση της ευθύνης αυτής παρά μόνο καθέτως, σ` εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, όχι δε και οριζοντίως σε άλλα νομικά πρόσωπα, που εκ παραλλήλου με το αφερέγγυο πρόσωπο συναλλάσσονται προς εξυπηρέτηση των αθέμιτων σκοπών του πρόσθετου οφειλέτη, δεν μετείχαν όμως στη συγκεκριμένη συναλλαγή, για την οποία αίρεται η περιουσιακή αυτοτέλεια του συμβατικού οφειλέτη.(ΑΠ 615/2019). – Από τη διάταξη του άρθρου, 4 παρ. 1, 2 του ΠΔ 178/2002 προκύπτει ότι, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 330/2015, ΑΠ 525/2013). Για να επέλθουν όμως τα ως άνω εκτιθέμενα αποτελέσματα και να ευθύνεται παράλληλα με τον αρχικό εργοδότη και ο υπεισερχόμενος νέος εργοδότης, στην έκταση που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις που ρυθμίζουν τις συνέπειες από τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, πρέπει κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης να υφίσταται ενεργής εργασιακή σχέση μεταξύ του εργαζόμενου που αξιώνει την παράλληλη ευθύνη του διαδόχου εργοδότη και του μεταβιβάζοντας εργοδότη (βλ. ΑΠ 1147/2017). – Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση η δε ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει ….», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος, περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1151/2014, ΑΠ 451/2012). Σκοπός της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης απαιτούνται α) σύμβαση οριστικά καταρτισμένη και έγκυρη και β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία είναι επαχθής ή χαριστική. Η μεταβίβαση αυτή μπορεί να πραγματώνεται και με περισσότερες πράξεις σύγχρονες ή διαδοχικές και με περισσότερα από ένα πρόσωπα, αρκεί να γνωρίζουν ότι μεταβιβάζεται σ` αυτά το σύνολο της περιουσίας και ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Η ευθύνη του αποκτώντος περιορίζεται έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων και αρχίζει από τότε που καταρτίστηκε η ενοχική σύμβαση για τη μεταβίβαση. Ενώ, αν η σύμβαση είναι ακύρη ή δεν καταρτίστηκε καθόλου, η ευθύνη αρχίζει από τότε που πράγματι επήλθε η μεταβίβαση (βλ. ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ2009, 220- ΕφΑΘ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990, 1532, Γεωργιάδη ΕνοχΔ, Γεν. Μέρος, έκδ.1990, παρ. 64-65, σ. 449-450). Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμα η ενοχική σύμβαση είναι άκυρη για οποιοδήποτε λόγο ή και όταν δεν καταρτίστηκε καμία ενοχική σύμβαση, αρκεί όμως και στις δύο περιπτώσεις να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή επιχείρησης και ειδικότερα των κατ` ιδίων στοιχείων, που απαρτίζουν την περιουσία για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος που αρμόζει στο καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα, εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (βλ. ΕφΠατρ 798/2004 ΑχΝομ 2005,103). Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντι τους, ενώ, εξάλλου, για την ευθύνη του αποκτώντος είναι αδιάφορο αν αυτός γνώριζε την ύπαρξη των χρεών, απαιτείται όμως να γνώριζε ότι του μεταβιβάζεται όλη η περιουσία ή επιχείρηση ή κατά το σημαντικότερο μέρος της (ΑΠ 1384/2005, ΕφΔωδ 251/2006, ΕφΘεσ 2361/2005 ΕπισκΕΔ 2006.1196). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη σ` αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σημαντικό τμήμα αυτής, η δε αναφορά των ειδικών αυτών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1384/2005, ΕφΑθ 2446/2006 ΔΕΕ 2006.915). Σε περίπτωση δε μεταβίβασης επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντας προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΕφΘεσ 1831/2008). Περαιτέρω, τα χρέη στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη, μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης και να πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από το νόμο είτε από αδικοπραξία (ΕφΑθ 2545/2003 ΕλΔνη 2004.590). Όπως προαναφέρθηκε, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 479 ΑΚ, δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά τα άρθρα 481 επ. ΑΚ, μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου που απέκτησε. Ο δανειστής μπορεί επιλεκτικά να εναγάγει και τους δύο μαζί συγχρόνως ή διαδοχικώς, ή όποιον από τους δύο θέλει (ΕφΘεσ 922/2006). Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα αρ. 111, 117, 118 και 216 ΚΠολΔ, να αναφέρει τα εξής στοιχεία α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση β) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το γνώριζε ο εναγόμενος και γ) την απαίτηση του εναντίον εκείνου πού μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του (ΑΠ 318/2008, Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΕρμΑΚ 479, αριθ. 48, Σταθόπουλου/Γεωργιάδη ΑΚ, άρθ. 479, αριθ. 42). Δεν αποτελεί, όμως, στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων, που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου, που απέκτησε, προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 318/2008). Περαιτέρω, η επιχείρηση σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό, που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες) το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα και ανήκει σε ορισμένο φορέα (ΑΠ 451/2012, ΑΠ 14/2012). Έτσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Αποτελεί επομένως η επιχείρηση, ως σύνολο, αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται με τη μεταβίβαση καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθία, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πώλησης, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς, αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κλπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κλπ.), εις τρόπον ώστε ο αποκτών μετά την πώληση να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επί μέρους δικαιωμάτων. Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επί μέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη, αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για την μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού, παρά την εκποίηση, διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (βλ. ΟλΑΠ 7/2009, ΑΠ 737/2011). Σε περίπτωση αμφιβολίας, μάλιστα, η μεταβίβαση της πελατείας θα σημαίνει και μεταβίβαση της επιχείρησης, πολύ περισσότερο όταν ο μεταβιβάζων την πελατεία κλείνει την επιχείρησή του, διότι η πελατεία συνιστά το κεντρικό συστατικό στοιχείο της επιχείρησης, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει (ΕφΛαρ 23/2013), Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη, μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δε μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία όμως συνθέτουν τον πυρήνα, που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 1039/2010). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα να είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Θα πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης, κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ.) 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006). Σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη προυπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης της παρ.4 του ΠΔ 178/2002, σύμφωνα με την οποία με τη μεταβίβαση της επιχείρησης, μεταβιβάζονται στο διάδοχο οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που είχε ο μεταβιβάζων από σχέση εργασίας, είναι η ύπαρξη ενεργής κατά το χρόνο μεταβίβασης εργασιακής σχέσης.