ΑΠΟΦΑΣΗ
A.P. κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 26.10.2021 (αρ. προσφ. 41086/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικου παιδιού και αναποτελεσματική έρευνα. Διαδικαστικό σκέλος άρθρου 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης).
Η μητέρα του προσφεύγοντος ανηλίκου είχε καταγγείλει στην Εισαγγελία το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης του πεντάχρονου παιδιού της από 12χρονο αγόρι, ζητώντας να κινηθεί ποινική έρευνα. Οι αρχές απέρριψαν το αίτημά της με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία και αποδείξεις που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς της.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η άρνηση των αρχών να εξετάσουν ενδελεχώς την υπόθεση, μη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση του ανήλικου παθόντος, και η εν γένει αναποτελεσματικότητα της διαδικασίας, συνιστούσε εξευτελιστική μεταχείριση (διαδικαστικό σκέλος).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.360 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2006 ο προσφεύγων, πέντε (5) ετών τότε, φέρεται να είχε βιαστεί και κακοποιηθεί σεξουαλικά από δωδεκάχρονο αγόρι. Λίγο καιρό μετά τα υποτιθέμενα γεγονότα, είχε μιλήσει στη μητέρα του για την κακοποίηση. Το 2010 και το 2011 η μητέρα του υπέβαλε δύο καταγγελίες στην Εισαγγελία, ζητώντας τη διεξαγωγή έρευνας. Η Εισαγγελία αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της. Η μητέρα του προσφεύγοντος αμφισβήτησε την κρίση αυτή της Εισαγγελίας, διαμαρτυρόμενη ότι η ψυχολογική έκθεση της 28.09.2010 – που συντάχθηκε από ψυχολόγο από το Σύλλογο «Εθνικό Κέντρο για την Πρόληψη της Παιδικής Κακοποίησης» μετά από τέσσερις ψυχολογικές αξιολογήσεις με τον παθόντα – δεν είχε ληφθεί υπόψη. Η έκθεση ανέφερε ότι ο προσφεύγων υπέφερε από διαταραχές στη συναισθηματική, γνωστική και συμπεριφορική σφαίρα που προκλήθηκαν από τα γεγονότα που φέρεται να είχαν λάβει χώρα, δηλαδή την καταγγελλόμενη σεξουαλική κακοποίηση, και για συνεχιζόμενη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση.
Το 2012 ο Εισαγγελέας επέμεινε στην απόφασή του να μην διαταχθεί ποινική έρευνα. Το ίδιο έτος, αφού η μητέρα του προσφεύγοντος άσκησε έφεση, η οποία αφού συντάχθηκε με τις απόψεις του εισαγγελέα απερρίφθη προσθέτοντας ως αιτιολογία ότι η μητέρα του προσφεύγοντος δεν είχε παραπονεθεί μέχρι το 2010.
Σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση του 2018 σχετικά με την κακοποίηση που υπέστη ο προσφεύγων, διαπιστώθηκε ότι ο ίδιος πάσχει, μεταξύ άλλων, από συναισθηματικές διαταραχές.
Επικαλούμενος το άρθρο 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η έρευνα για τους ισχυρισμούς της σεξουαλικής του κακοποίησης ήταν αναποτελεσματική.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης)
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι όταν ένα άτομο ισχυρίζεται, για αμφισβητούμενους λόγους, ότι υπήρξε θύμα πράξεων αντίθετων προς το άρθρο 3 της Σύμβασης, οι εγχώριες αρχές οφείλουν να προβούν σε αποτελεσματική επίσημη έρευνα ώστε να διευκολυνθεί η διαπίστωση των γεγονότων και η ταυτοποίηση και τιμωρία, κατά περίπτωση, των υπευθύνων.
Στην προκειμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι ισχυρισμοί για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ο προσφεύγων ήταν αρκετά σοβαροί ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχολογική έκθεση που συνέταξε το εξειδικευμένο «Εθνικό Κέντρο για την Πρόληψη της Παιδικής Κακοποίησης», έκρινε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είχαν εγείρει αμφισβητήσεις και ότι ως εκ τούτου, οι εγχώριες αρχές θα έπρεπε να είχαν διενεργήσει επαρκώς ενδελεχή έρευνα προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση.
Σημείωσε επίσης ότι εκείνη τη στιγμή ο φερόμενος δράστης δεν είχε ακόμη συμπληρώσει την ηλικία κατά την οποία θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ποινικό αδίκημα σε βάρος του όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία της Μολδαβίας και ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη.
Ωστόσο, επανέλαβε ότι οι αναφερόμενες πράξεις είχαν δυνητικά αποτελέσει μεταχείριση η οποία προσκρούει στο άρθρο 3 της Σύμβασης, επομένως οι αρχές εξακολουθούσαν να δεσμεύονται από την απαίτηση να διαλευκάνουν τα γεγονότα που ισχυριζόταν ο προσφεύγων.
Όσον αφορά την πληρότητα της έρευνας που διεξήχθη στην υπόθεση αυτή, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η αστυνομία, η Εισαγγελία και ο Ανακριτής δεν είχαν λάβει υπόψη την ψυχολογική έκθεση της 28.09.2010 που συντάχθηκε από εξειδικευμένο πραγματογνώμονα, το πόρισμα της οποίας ήταν ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, το οποίο και δεν είχε αμφισβητηθεί κατά τη διάρκεια των εγχώριων διαδικασιών ή ενώπιον του ΕΔΔΑ. Έκρινε ότι η εν λόγω έκθεση αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την έρευνα που διεξήγαγαν οι αρχές. Οι τελευταίες θα μπορούσαν να έχουν πάρει συνέντευξη από τον ψυχολόγο που είχε συντάξει την έκθεση ή να δώσουν εντολή για τη σύνταξη καινούργιας ψυχολογικής έκθεσης προκειμένου να απαντηθούν τυχόν πρόσθετες ερωτήσεις που δεν καλύπτονται από την πρώτη.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι καμία τέτοια ενέργεια δεν είχε λάβει χώρα από τις αρμόδιες αρχές. Παράλληλα παρέβλεψε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η αποτελεσματικότητα της έρευνας είχε υπονομευθεί από το γεγονός ότι η μητέρα του προσφεύγοντος είχε υποβάλει την καταγγελία τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα. Σαφώς το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η εν λόγω πάροδος του χρόνου θα μπορούσε να είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ικανότητα των αρμοδίων αρχών να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, θεωρήθηκε ότι αυτό δεν τις απάλλασσε από την υποχρέωσή τους να προβούν σε επαρκώς ενδελεχή έρευνα μόλις έλαβαν γνώση των ισχυρισμών για σεξουαλική κακοποίηση του ανηλίκου.
Τέλος, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν παρακολουθούνταν από ψυχολόγο ή οποιοδήποτε άλλο ειδικό κατά την ανακριτική διαδικασία. Έκρινε ότι αυτό ήταν αρκετό για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα παιδί το οποίο φέρεται να υπέστη σεξουαλική κακοποίηση δεν είχε γίνει αντικείμενο επαρκούς φροντίδας, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσης κατά τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας. Η έλλειψη οποιασδήποτε συνδρομής στον προσφεύγοντα, ανήλικο κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, ήταν ιδιαίτερα ατυχής καθώς δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι ο αστυνομικός που τον είχε ανακρίνει είχε λάβει ειδική εκπαίδευση για τέτοιες καταστάσεις.
Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα που διεξήχθη από τις αρχές ήταν αναποτελεσματική, διότι δεν ήταν ενδελεχής και δεν είχε ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση του προσφεύγοντος.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.360 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής Koskelo εξέφρασε σύμφωνη γνώμη μαζί με τον δικαστή Kūris. Η γνώμη αυτή επισυνάπτεται στην απόφαση.