ΑΠΟΦΑΣΗ
Melouli κατά Γαλλίας της 25.11.2021 (αρ. προσφ. 42011/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Άρνηση χορήγησης άδειας διαμονής στη Γαλλία, σε συνδυασμό με απέλαση από την χώρα. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η διαταγή απέλασής του είχε επηρεάσει υπερβολικά το δικαίωμά του στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, καθώς τα προβλήματα υγείας κάποιων μελών της οικογένειάς του έκαναν αναγκαία την παραμονή του στη Γαλλία.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε αρχικά ότι τα Διοικητικά Δικαστήρια είχαν προβεί ρητά, βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης, σε επανεξέταση της αναλογικότητας των σχετικών μέτρων, ο δε προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να αποδείξει, ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων, ότι διέμενε στη Γαλλία από το 2007, και δεν είχε εξηγήσει γιατί απέτυχε να ανανεώσει την άδεια διαμονής που είχε στην κατοχή του δέκα χρόνια πριν από τη νέα του αίτηση και δεν είχε παράσχει οποιαδήποτε απόδειξη ότι τα μέλη της οικογένειας εξαρτώνται από αυτόν στη Γαλλία, ώστε να απαιτούν την παρουσία του.
Έχοντας υπόψη τη δίκαιη ισορροπία που επιτεύχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων και δεδομένου του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στις εθνικές αρχές σε τέτοια θέματα, το Στρασβούργο έκρινε ότι οι επίμαχες διαταγές, της μη έκδοσης άδειας διαμονής στον προσφεύγοντα και υποχρέωσής του να εγκαταλείψει τη Γαλλία, δεν είχαν επηρεάσει δυσανάλογα το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής.
Μη παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Farouk Melouli, είναι Αλγερινός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1968 και ζει στο Wittenheim. Έφτασε στη Γαλλία στο πλαίσιο του προγράμματος οικογενειακής επανένωσης το 1977, όταν ήταν 9 ετών. Στις 23 Νοεμβρίου 2016 τέθηκε υπό δικαστική επιτήρηση με την κατηγορία του βιασμού το 2006.
Στις 13 Απριλίου 2017, ο Νομάρχης του Haut Rhin εξέδωσε διαταγή με την οποία απέρριψε την αίτησή του για άδεια διαμονής και υποχρεώνοντάς τον να εγκαταλείψει τη Γαλλία εντός τριάντα ημερών, με την Αλγερία να ορίζεται ως χώρα προορισμού.
Το Διοικητικό Δικαστήριο του Στρασβούργου απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος κατά της διάταξης της 13ης Απριλίου 2017. Το Διοικητικό Εφετείο της Nancy επικύρωσε την απόφαση αυτή.
Στις 30 Απριλίου 2019, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να μην κάνει δεκτή την αναίρεση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Η παρούσα υπόθεση ήταν διαφορετική από εκείνες που αφορούσαν «εγκαταστημένους/ενσωματωμένους μετανάστες», έννοια η οποία σύμφωνα με τη χρήση του όρου στη νομολογία του Δικαστηρίου σημαίνει άτομα στα οποία είχε ήδη επισήμως χορηγηθεί άδεια διαμονής στη χώρα υποδοχής και που διέμεναν νόμιμα εκεί. Δεδομένου ότι η κατάσταση ενός «ενσωματωμένου» μετανάστη και αυτή ενός αλλοδαπού που ζητούσε άδεια διαμονής ήταν διαφορετική, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη νομοθεσία, τα κριτήρια (με τα οποία το Δικαστήριο είχε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια για να αξιολογήσει εάν η μη έκδοση της άδειας διαμονής από μετανάστη ήταν συμβατή με το άρθρο 8) δεν μπορούσαν να μεταφερθούν αυτόματα στην κατάσταση του προσφεύγοντος, παρόλο που ήταν νόμιμος κάτοικος σύμφωνα με το σχετικό καθεστώς.
Αν και ο προσφεύγων είχε υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής σε πολλές περιπτώσεις, δεν το είχε κάνει μέχρι περίπου δέκα χρόνια μετά τη λήξη του τελευταίου πιστοποιητικού διαμονής του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει εάν οι γαλλικές αρχές ήταν υποχρεωμένες ή όχι, δυνάμει του άρθρου 8, να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα άδεια διαμονής με βάση τη συνεχιζόμενη ιδιωτική και οικογενειακή ζωή στη Γαλλία.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι σχέσεις μεταξύ γονέων και ενήλικων παιδιών ή μεταξύ ενήλικων αδελφών δεν απολάμβαναν την προστασία του άρθρου 8 της Σύμβασης υπό τον τίτλο της «οικογενειακής ζωής» εκτός εάν υπήρχαν επιπρόσθετοι παράγοντες εξάρτησης, εκτός από τους κανονικούς συναισθηματικούς δεσμούς. Τέτοιοι δεσμοί θα μπορούσαν, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη υπό την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Ως προς την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι το Διοικητικό Δικαστήριο και το Διοικητικό Εφετείο είχε προβεί ρητώς, βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης, στην επανεξέταση της αναλογικότητας της παρέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ζούσε στη Γαλλία από το 2007. Δεν είχε εξηγήσει γιατί δεν είχε, το 2004, ζητήσει αντικατάσταση του απολεσθέντος πιστοποιητικού διαμονής του ή ανανέωση της άδειας διαμονής, όταν η τελευταία έληξε το 2007. Δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι μέλη της οικογένειας εξαρτώνται από αυτόν στη Γαλλία ώστε να απαιτήσει την παρουσία του μαζί τους. Επιπλέον, ως άγαμος χωρίς παιδιά, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αποδείξει ότι είχε ενσωματωθεί στη γαλλική κοινωνία.
Έχοντας υπόψη τη δίκαιη ισορροπία που επιτεύχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων που διακυβεύονται και δεδομένου του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στις εθνικές αρχές σε τέτοια θέματα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες διαταγές, βάση των οποίων δεν εκδόθηκε άδεια διαμονής και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Γαλλία, δεν είχαν επηρεάσει δυσανάλογα το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης. Η καταγγελία του προσφεύγοντος ήταν επομένως προδήλως αβάσιμη και απορρίφθηκε από το ΕΔΔΑ.