ΑΠΟΦΑΣΗ
Ignat κατά Ρουμανίας της 09.11.2021 (αρ. προσφ.17325/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Αθωωτική πρωτοβάθμια απόφαση και καταδικαστική δευτεροβάθμια.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση που αρχικά είχε εκδώσει το πρωτοβάθμιο. Συγκεκριμένα ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για την πράξη της συνέργειας σε δωροδοκία υπαλλήλου, με σκοπό τη διευκόλυνση διαβίωσης ενός κρατουμένου στις φυλακές. Υποστήριξε ότι τα στοιχεία που είχαν αρχικά ληφθεί υπόψη για την αθώωσή του, ήταν τα ίδια που οδήγησαν στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης από το Εφετείο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, λαμβάνοντας υπόψιν ότι δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να προβάλει όλα τα επιχειρήματα υπεράσπισης και ότι η διαφωνία μεταξύ του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αφορούσαν τον τρόπο αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, ότι από δικονομικής σκοπιάς η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν σύννομη από όλες τις απόψεις και ότι διασφαλίστηκε ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης.
Μη παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Radu-Florin Ignat, είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1985 και κρατείται στο Turda (Ρουμανία).
Ο προσφεύγων έκανε καταγγελία για τον άδικο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του για την πράξη της συνέργειας στη δωροδοκία υπαλλήλου, και πιο συγκεκριμένα την καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος για διευκόλυνση διαβίωσης ενός κρατουμένου. Το 2015 το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση του προσφεύγοντος, διαπιστώνοντας ότι το δικαστήριο είχε αξιολογήσει εσφαλμένα στοιχεία, ιδίως το βίντεο από την απόπειρα ανταλλαγής χρημάτων και τις τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ του προσφεύγοντος και ενός πρώην κρατούμενου που εμπλεκόταν στην ανταλλαγή. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και τεσσάρων μηνών.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του ήταν άδικη επειδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε με βάση τα ίδια στοιχεία που είχαν οδηγήσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να εκδώσει αθωωτική απόφαση και χωρίς επανάληψη προφορικών μαρτυρικών καταθέσεων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ζήτημα που έπρεπε να εξεταστεί είναι αν η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, στο σύνολό της, ήταν δίκαιη υπό το φως των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής (βλ. Kashlev, προαναφερθείσα, § 43).
Σημειώνει καταρχάς ότι, αφού ακύρωσε την αθωωτική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επανεξέτασε την ποινική κατηγορία εις βάρος του προσφεύγοντος σε σχέση με το περιστατικό της 27ης Απριλίου 2014 και τον καταδίκασε.
Συναφώς, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ο προσφεύγων εξετάστηκε, ως κατηγορούμενος, τόσο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο τον αθώωσε, όσο και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση. Ως προς αυτό, τηρήθηκε πλήρως η δικονομική διασφάλιση που θεσπίστηκε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία κατά τον καθορισμό μιας ποινικής κατηγορίας, ο κατηγορούμενος έπρεπε, κατά γενικό κανόνα, να εξετάζεται από το δικαστήριο που τον καταδίκαζε.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου τόνισε επίσης ότι οι μάρτυρες εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παρουσία του ίδιου του προσφεύγοντος και του δικηγόρου του και ότι δεν υποστήριξε ότι η υπεράσπιση είχε παρεμποδιστεί να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Σε αυτή τη συγκυρία, το ΕΔΔΑ δεν μπορεί παρά να κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν υποστήριξε ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων ή και οι ίδιοι οι μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίχθηκε ούτε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δεν αγνόησε αυτές τις δηλώσεις, αλλά απλώς επανεκτίμησε την αξία και τη σημασία τους για τη διαδικασία, και κατά συνέπεια συνήγαγε τα συμπεράσματα που θεώρησε δικαιολογημένα στις περιστάσεις που ανέκυψαν ενώπιόν του.
Ως εκ τούτου, όσον αφορά το ερώτημα εάν το Εφετείο έπρεπε να επανεξετάσει αυτοπροσώπως τους μάρτυρες υπεράσπισης –οι οποίοι είχαν ήδη εξεταστεί κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου–, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι ο προσφεύγων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, γνώριζε το περιεχόμενο της προσφυγής του εισαγγελέα και ήταν παρών ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο προσφεύγων θα έπρεπε επίσης να γνωρίζει το δικαίωμα του Εφετείου να τον καταδικάσει σύμφωνα με το σχετικό εσωτερικό δίκαιο.
Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντέστρεψε το σκεπτικό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επειδή κατά την άποψή του, τα μη μαρτυρικά αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως οι ηχογραφήσεις και οι απομαγνητοφωνήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του GS και του προσφεύγοντος, είχαν αγνοηθεί από το κατώτερο δικαστήριο χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση. Σε αυτή τη συγκυρία, το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι ο GS αρνήθηκε να καταθέσει κάτι επιπλέον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και υπενθυμίζει σχετικά ότι οποιοσδήποτε «κατηγορείται για ποινικό αδίκημα», κατά την αυτόνομη έννοια αυτής της έκφρασης στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, έχει το δικαίωμα να σιωπά και να μην συμβάλλει στην αυτοενοχοποίησή του (βλ., μεταξύ πολλών άλλων αρχών, Funke κατά Γαλλίας, 25 Φεβρουαρίου 1993, § 44, Σειρά Α αρ. 256-Α). Το Εφετείο λοιπόν δεν μπόρεσε να υποχρεώσει τον G.S. να καταθέσει. Σε ό,τι αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης D.G. και V.S.U., το Εφετείο επανεξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου χωρίς να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά του δικαστηρίου της κομητείας Cluj ως προς την αξιοπιστία τους. Πράγματι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε απλώς ότι οι δηλώσεις αυτών των μαρτύρων δεν επαρκούσαν για να απαλλάξουν τον προσφεύγοντα.
Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι η πτυχή που κλήθηκε να αξιολογήσει το Εφετείο για να αποφασίσει για την καταδίκη του προσφεύγοντος ήταν εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν την υπεράσπισή του συμβιβάζονταν με τα άλλα στοιχεία, τα οποία είχαν πιο αντικειμενικό χαρακτήρα, καθώς αποτελούνταν από βίντεο και τηλεφωνικές μεταγραφές που παρείχαν λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που άπτονται της υπόθεσης, όπως, κυρίως, τη φύση της επιχειρηματικής σχέσης μεταξύ του προσφεύγοντος και του G.S.
Ενώ είναι αλήθεια ότι, διαπιστώνοντας ότι οι δηλώσεις των μαρτύρων δεν επιβεβαιώθηκαν επαρκώς από τα προαναφερθέντα αντικειμενικά στοιχεία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε νέα θέση για γεγονότα που ήταν καθοριστικά για τον προσδιορισμό της ενοχής του προσφεύγοντος, το κρίσιμο σημείο παραμένει ότι αυτή η νέα θέση βασίστηκε σε στοιχεία τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπόρεσε να αξιολογήσει άμεσα, εξετάζοντας την ηχογράφηση της συνάντησης στο πανδοχείο καθώς και τις εγγραφές των πολλών τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του προσφεύγοντος και του G.S.
Επιπλέον, διαπιστώνοντας ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία είχαν μεγαλύτερη συνάφεια στην υπόθεση και ότι τα μη μαρτυρικά αποδεικτικά στοιχεία δεν συμβάδιζαν πλήρως με την εκδοχή των γεγονότων του προσφεύγοντος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο άσκησε πλήρως τον ουσιαστικό του ρόλο στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιόν του, υπογραμμίζοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αξιολογούνται τα αποδεικτικά στοιχεία είναι κατά κύριο λόγο θέμα ρύθμισης της εθνικής νομοθεσίας και των εθνικών δικαστηρίων (βλ., μεταξύ πολλών άλλων αρχών, Kashlev, που προαναφέρθηκε, § 40). Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ανέφερε ποια άλλα στοιχεία θα έπρεπε να είχε εξετάσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που θα ήταν καθοριστικά για την έκβαση της υποθέσεως.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, και ιδίως του γεγονότος ότι δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να προβάλει όλα τα επιχειρήματα υπεράσπισης και ότι η διαφωνία μεταξύ του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αφορούσαν τον τρόπο αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, ξεκινώντας από τον τρόπο με τον οποίο το καθένα από αυτά αξιολόγησε το βίντεο και τις τηλεφωνικές συνομιλίες και όχι την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης καθαυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος πρέπει να διακρίνεται από άλλες υποθέσεις στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν τελεσιδίκως κατηγορούμενους που είχαν αθωωθεί από τα κατώτερα δικαστήρια, χωρίς να εξετάσουν απευθείας τους ίδιους ή να επανεξετάσουν μαρτυρίες που θεωρούνται σημαντικές για τις καταδίκες των κατηγορουμένων.
Κρίνοντας με βάση όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία που τηρήθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του προσφεύγοντος σε δεύτερο βαθμό ήταν σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.