Η παγκόσμια κοινότητα οφείλει να σχεδιάζει την δράση της για το κλίμα λαμβάνοντας υπόψη και τα πιο απαισιόδοξα σενάρια, και όχι να ελπίζει ότι τα πιο αισιόδοξα θα επαληθευτούν
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης Διάσκεψης Κορυφής για το Κλίμα στη Γλασκόβη, σειρά αναλύσεων προέβλεψαν με βεβαιότητα ότι τα ισχύοντα θεσμικά πλαίσια ανά τον κόσμο προδιαγράφουν αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2.7°C έως το 2100, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μάλιστα, αντίστοιχες αναλύσεις των φιλόδοξων στόχων που έχουν κατατεθεί στον ΟΗΕ, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού, προέβλεψαν ακόμη μικρότερη αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας, με την υπερθέρμανση να περιορίζεται στους 2.4°C. Αν ληφθεί υπόψη και η συμφωνία Μπάιντεν και Ευρωπαϊκής Ένωσης για περιορισμό των εκπομπών μεθανίου, αυτή η πρόβλεψη μπορεί να φτάσει έως και κάτω από δύο βαθμούς Κελσίου, που είναι και ο πρωταρχικός στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού.
Ωστόσο, μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου στο επιστημονικό περιοδικό Nature Climate Change ανατρέπει τα δεδομένα και δεν αφήνει πολλά περιθώρια πανηγυρισμών. Η ανάλυση, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου PARIS REINFORCE που συντονίζει το Εργαστήριο Συστημάτων Αποφάσεων και Διοίκησης της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ, έδειξε ότι οι αντίστοιχες θερμοκρασιακές μεταβολές κυμαίνονται μεταξύ 2.2 και 2.9°C.
«Μία ανακριβής εκτίμηση των θερμοκρασιακών μεταβολών που επιφέρουν οι κλιματικές δεσμεύσεις των κρατών, όπως αυτή που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης στη Γλασκόβη, επιτρέπει στους ηγέτες των χωρών να πιστεύουν ότι σημειώνουν σημαντική πρόοδο στις διαβουλεύσεις», δηλώνει ο Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ και Επιστημονικός Υπεύθυνος του προγράμματος. «Το μέλλον που προδιαγράφουν οι προσπάθειές τους μέχρι στιγμής, όμως, μπορεί να μας οδηγήσει οπουδήποτε μεταξύ των 2 και 3 βαθμών Κελσίου έως το τέλος του αιώνα, με πολύ διαφορετικές επιπτώσεις όσον αφορά τις κλιματικές συνθήκες (έκταση και συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων, άνοδος στάθμης θάλασσας, κλπ.)».
Καθίσταται σαφές ότι η παγκόσμια κοινότητα οφείλει να σχεδιάζει την δράση της για το κλίμα λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και τα πιο απαισιόδοξα σενάρια, και όχι να ελπίζει ότι τα πιο αισιόδοξα θα επαληθευτούν. Μόνο έτσι θα αυξήσει τις πιθανότητες να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Η μελέτη αναδεικνύει επίσης ότι τα μοντέλα τείνουν να αναπαριστούν τα μέτρα πολιτικής με έναν τρόπο εξιδανικευμένο που δεν ανταποκρίνεται στην πράξη, ενώ συχνά υποθέτουν μελλοντικά δεδομένα κόστους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που είναι υψηλότερα και από τα σημερινά», συμπληρώνει ο Δρ. Αλέξανδρος Νίκας, Κλιματικός Ερευνητής και βασικό μέλος της συγγραφικής μελέτης. «Με αυτόν τον τρόπο, υπερεκτιμούν την ανάγκη ενσωμάτωσης εξωτικών λύσεων, όπως είναι οι τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα». Ταυτόχρονα, οι επιδράσεις των πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας και των αλλαγών στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των πολιτών υποεκτιμώνται συστηματικά.
Μεταξύ άλλων, στην έρευνα τονίζεται ότι η εκτίμηση των μελλοντικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, άρα και των θερμοκρασιακών μεταβολών, επηρεάζεται περισσότερο από το επιστημονικό μοντέλο που χρησιμοποιείται παρά από το μέγεθος της προσπάθειας της κλιματικής δράσης που αναλύεται. Έτσι, διαφορετικά εργαλεία παρουσιάζουν διαφορετικές εκτιμήσεις του μέλλοντος, λόγω της διαφορετικής δομής τους, θολώνοντας το τελικό μήνυμα. Πολλές φορές, μάλιστα, προτεραιοποιείται η χρήση συγκεκριμένων τύπων μοντέλων, με αποτέλεσμα οι αποφασίζοντες να ακούν αυτό που επιθυμούν.
Αυτό καταδεικνύει και την κρισιμότητα των ανοικτών μοντέλων και συστημάτων, ώστε να καθίσταται σαφές σε ποιες ερωτήσεις μπορούν να απαντήσουν για να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τη χάραξη ενεργειακών πολιτικών, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.