Από την αξία των ενεχύρων που συνοδεύουν τα προς πώληση δάνεια των 5,2 δισ. ευρώ από την PQH θα εξαρτηθεί το τίμημα της συναλλαγής
Το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων επενδυτών στη διεθνή αγορά χρέους έχει ενεργοποιήσει η έναρξη της διαδικασίας για την μεγαλύτερη έως σήμερα πώληση κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, με την κωδική ονομασία «Αριάδνη».
Πρόκειται για επισφάλειες που διαχειρίζεται έως σήμερα για λογαριασμό του Δημοσίου η PQH, με οφειλόμενο κεφάλαιο 5,2 δισ. ευρώ και συνολική απαίτηση 13,9 δισ. ευρώ, αν συνυπολογιστούν και όλες οι επιβαρύνσεις που έχουν επιβληθεί, στη βάση των όρων των αρχικών δανειακών συμβάσεων.
Τα ανοίγματα αυτά προέρχονται από τις 13 τράπεζες που τέθηκαν σε εκκαθάριση τα προηγούμενα χρόνια, υπό το βάρος της ύφεσης και των ζημιών που προκάλεσε η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Όπως λέει μιλώντας στον ΟΤ κορυφαία πηγή από τον κλάδο των διαχειριστών, τα μεγέθη από μόνα τους αποτελούν πρόκληση για τα funds που επενδύουν σε μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις.
Κι αυτό διότι, κατά τον ίδιο, «σε αντίθεση με τις τιτλοποιήσεις, οι οποίες δεν είναι τόσο ελκυστικές, το πακέτο που πωλείται μπορεί να αποφέρει σημαντικά κέρδη και γρήγορα σε όποιον το αποκτήσει».
Όπως σημειώνει, «μιλάμε για νούμερα εισπράξεων ικανά να ανεβάσουν ”πίστα” τον αγοραστή στη δευτερογενή αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ενισχύσουν σημαντικά τις ετησιοποιημένες αποδόσεις του».
Τι δεν ξέρουμε
Η ίδια πηγή ωστόσο τονίζει πως το «Αριάδνη» αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα μαύρο κουτί, καθώς η πληροφόρηση για το είδος, την ποιότητα των δανείων και τα ενέχυρα που τα συνοδεύουν, αυτή τη στιγμή είναι ουσιαστικά μηδαμινή.
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει ότι μετά την ανάλυση των δεδομένων στα οποία αποκτούν πλέον πρόσβαση οι επενδυτές μέσω virtual data room, θα μπορούν να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα για τα δυνητικά περιθώρια κέρδους.
«Με αυτό ως δεδομένο, οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ύψος των προσφορών που θα υποβληθούν είναι παρακινδυνευμένη στην παρούσα φάση» συμπληρώνει σχετικά.
Εξάλλου, υπογραμμίζει ότι λόγω του μεγάλου μεγέθους της συναλλαγής, αυξάνεται σημαντικά και το ρίσκο για τον επενδυτή. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι στο διαγωνισμό θα κατέβουν funds σε ομάδες, ώστε να μοιραστεί ο σχετικός κίνδυνος.
Δεν αποκλείει μάλιστα στις κοινοπραξίες αυτές πέραν των επενδυτών να μετέχουν δύο ή περισσότερες εταιρείες που θα αναλάβουν τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ώστε να υποστηριχθεί το όλο εγχείρημα.
Η προέλευση των δανείων
Σημειώνεται ότι τα δάνεια που διαθέτει το Δημόσιο προέρχονται από το κακό τμήμα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εκκαθαρίστηκαν την περασμένη δεκαετία.
Το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά ανοίγματα της πρώην Αγροτικής Τράπεζας σε ποσοστό πάνω από το 50% και ακολουθεί το πρώην Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Οι υπόλοιπες τράπεζες, μικρότερου μεγέθους, είναι οι εξής: Proton Bank, FBB, Πανελλήνια, καθώς και οι Συνεταιριστικές Αχαΐας, Λαμίας, Λέσβου – Λήμνου, Δωδεκανήσων, Εύβοιας, Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου.
Πρόκειται για περίπου 100.000 δανειακές συμβάσεις, εκ των οποίων το 60% αφορά επιχειρηματικά δάνεια και τα υπόλοιπα είναι δάνεια λιανικής, κυρίως στεγαστικά.
Με βάση την πρόσκληση της PQH, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να μελετήσουν τα στοιχεία των δανείων και να υποβάλλουν μη δεσμευτικές προσφορές έως και τις 18 Ιανουαρίου.
Με βάση το ισχύον χρονοδιάγραμμα, οι δεσμευτικές προσφορές θα υποβληθούν εντός του Μαΐου και μετά την επιλογή της τελικής λίστας των υποψηφίων θα ζητηθεί η υποβολή των οριστικών προτάσεων, με στόχο οι υπογραφές να πέσουν τον Ιούνιο του 2022.