ΑΠΟΦΑΣΗ
Galea κατά Μάλτας της 07.10.2021 (αρ. προσφ.28712/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μακροχρόνια μίσθωση (50 χρόνια). Έξωση μισθωτή. Δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Η υπόθεση αφορούσε τη βλάβη που προκλήθηκε στην προσφεύγουσα, ιδιοκτήτρια ακινήτου από τις αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων που απέρριψαν την αγωγή για έξωση των μισθωτών μακροχρόνιας μίσθωσης που προστατεύονταν δυνάμει νόμου, αλλά και σε σχέση με το δυσανάλογο ποσό μισθώματος που λάμβανε καθώς και την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων ένδικων μέτρων σε αυτό το θέμα.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η θέσπιση της νομοθεσίας που καθιστούσε την μίσθωση «υποχρεωτική» για μεγάλο χρονικό διάστημα (περί τα 50 χρόνια) παρά τη θέληση της ιδιοκτήτριας για συνέχιση της μίσθωσης, παραβίασε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Περαιτέρω διαπίστωσε ότι η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο απέρριψε το αίτημα της για έξωση, δεν συνιστούσε επαρκές ένδικο μέσο και κατά συνέπεια έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ.
Επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 110.000 ευρώ για αποζημίωση και το ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Maria Pia Galea, είναι υπήκοος Μάλτας, η οποία γεννήθηκε το 1956 και ζει στο St Julians (Μάλτα).
Η προσφεύγουσα είναι ιδιοκτήτρια ακινήτου, το οποίο βρίσκονταν στην πλατεία St.Paul’s No. 3, Κσι 8 Triq Rocca, Mdina, στη Μάλτα, του οποίου την αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή απέκτησε, με σύμβαση διανομής το 2016, μετά τη διανομή της κληρονομιάς της μητέρας της.
Την 1η Ιανουαρίου 1973, οι γονείς της προσφεύγουσας μίσθωσαν το ακίνητο (άρθρο 5 του κεφαλαίου 158 του νόμου της Μάλτας, το διάταγμα περί κατοικίας (Decontrol) (εφεξής «το διάταγμα»), σε μισθωτή, για 25 χρόνια, και με μίσθωμα 25 λίρες Αγγλίας (GBP) το μήνα (300 GBP ετησίως).
Η σύμβαση έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1998. Ωστόσο, ο μισθωτής βασίστηκε στον νόμο XXIII του 1979 που τροποποίησε το διάταγμα και εξακολουθούσε να διαμένει στο ακίνητο παρατείνοντας την μίσθωση, με μίσθωμα που συμφωνήθηκε από τα μέρη ύψους περίπου 1.398 ευρώ ετησίως (ενώ το μίσθωμα που θα έπρεπε να καταβάλλονταν δυνάμει του νόμου ανέρχονταν στο ποσό των 300 ευρώ ετησίως). Από τον Ιανουάριο του 2013, το μίσθωμα καταβάλλονταν σύμφωνα με την προσαύξηση που καθορίστηκε από το νόμο, ήτοι 1.977 ευρώ ετησίως και αργότερα, από το 2016, 2.005 ευρώ ετησίως.
Το 2017, η προσφεύγουσα άσκησε συνταγματική προσφυγή ισχυριζόμενη ότι οι διατάξεις του διατάγματος, όπως τροποποιήθηκαν με τον νόμο XXIII του 1979 – που έδινε στους μισθωτές το δικαίωμα να διατηρήσουν την κατοχή των χώρων με μίσθωση – της επέβαλαν, ως ιδιοκτήτρια, μονομερή σχέση μισθώσεως αόριστης διάρκειας χωρίς να αντικατοπτρίζει ένα εύλογο και επαρκές μίσθωμα, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι χρειαζόταν το ακίνητο για ιδιοκατοίκηση. Ζήτησε από το δικαστήριο να την αποζημιώσει για τις ζημίες που προέκυψαν (από το 1999, όταν η μίσθωση επεκτάθηκε βάσει νόμου) και να διατάξει την έξωση των μισθωτών.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε επιδικάσει στην προσφεύγουσα αποζημίωση, αλλά ανακάλεσε την απόφαση έξωσης των μισθωτών και επέβαλε στην προσφεύγουσα δικαστική δαπάνη.
Άσκησε Προσφυγή βασιζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) και στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Έχοντας υπόψη τα πορίσματα των εγχώριων δικαστηρίων σχετικά με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί λεπτομερώς η ουσία της καταγγελίας. Διαπίστωσε ότι, όπως κρίθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, η προσφεύγουσα υπέστη ένα δυσανάλογο βάρος. Επιπλέον, όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο του καθεστώτος θύματος της προσφεύγουσας, τα ένδικα βοηθήματα που παρέχονταν από τα εθνικά δικαστήρια δεν προσέφεραν επαρκή ανακούφιση σε αυτήν.
Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να σημειώσει, ωστόσο, ότι ενώ φαίνεται ότι η παρέμβαση ξεκίνησε το 1999 με τη λήξη της αρχικής μίσθωσης, για τα έτη 1999-2012 το μίσθωμα που εισέπραττε η προσφεύγουσα ανέρχονταν σχεδόν στο τετραπλάσιο από αυτό που προέβλεπε ο νόμος. Αργότερα αυξήθηκε σύμφωνα με το νόμο. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια σιώπησαν επί του θέματος. Ενώ γενικά εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν τέτοια ζητήματα, ελλείψει σχετικών εκτιμήσεων σε εθνικό επίπεδο, το Δικαστήριο το έλαβε υπόψη μόνο για τους σκοπούς της αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι – χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπιστεί η αποτελεσματικότητα ή άλλως η διαδικασία που καθιερώθηκε με τον νόμο XXVII του 2018 για τους σκοπούς αυτής της καταγγελίας – ακόμη και αν υποτεθεί ότι το νέο άρθρο 12Β του διατάγματος προέβλεπε σχετικές και αποτελεσματικές εγγυήσεις, δεν είχε καμία σχέση με την κατάσταση που υπέστη η προσφεύγουσα μέχρι την εισαγωγή αυτών των τροποποιήσεων το 2018. Είναι επίσης ασαφές εάν είχαν οιαδήποτε συνέπεια στη συνέχεια δεδομένου ότι επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου που εκδόθηκε το 2020 ασκήθηκε έφεση από τους μισθωτές.
Οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις ήταν επαρκείς για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ
Το Δικαστήριο επανέλαβε τις γενικές αρχές του όπως ορίστηκαν στην απόφαση Bologna κατά Μάλτας.
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα διαπιστώσει ότι, μολονότι η διαδικασία συνταγματικής προσφυγής αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο στη θεωρία, δεν είναι έτσι στην πράξη σε υποθέσεις όπως η παρούσα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σχετικά με καταγγελίες αναφορικά με τους ισχύοντες νόμους περί μισθώματος, οι οποίοι, αν και νόμιμοι που επιδιώκουν νόμιμους στόχους, επιβάλλουν υπερβολική ατομική επιβάρυνση .
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην παρούσα υπόθεση η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά τον κρίσιμο χρόνο. Πράγματι, πέρα από το ζήτημα της αποζημίωσης, στην παρούσα υπόθεση, όπως και με τη συνεχή πρακτική του, το Συνταγματικό Δικαστήριο ανακάλεσε την εντολή έξωσης που είχε εκδώσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καταλείποντας στην προσφεύγουσα μία απόφαση η οποία δεν είχε καμία συνέπεια λόγω των τροπολογιών του έτους 2018, με αποτέλεσμα να παραμείνει θύμα της παραβίασης.
Οι προηγούμενες σκέψεις ήταν επαρκείς για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των διορθωτικών μέτρων που πρότεινε η Κυβέρνηση δεν παρείχε στην προσφεύγουσα αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η εισαγωγή του νόμου XXVII του 2018 εμπόδισε την εκτέλεση της απόφασης της έξωσης υπέρ της, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι υπέστη παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο έκρινε την καταγγελία αυτή ως απαράδεκτη για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση : το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 110.000 ευρώ για αποζημίωση και ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και απέρριψε την αξίωση της προσφεύγουσας για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).