Επιβολή χρηματικού προστίμου αποφάσισε το Τριμελές Συμβούλιο του Αρείου Πάγου για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση της αμετάκλητης απόφασης.
Χρειάστηκαν πάνω από 8 χρόνια για δικαστικές αποφάσεις και ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του Τριμελούς Συμβουλίου του Αρείου Πάγου και του Δημοσίου. Τίποτα, όμως, δεν στάθηκε ικανό να οδηγήσει στη συμμόρφωση με αμετάκλητη δικαστική απόφαση του αρμόδιου δημοσίου φορέα, με αποτέλεσμα τον περασμένο Οκτώβριο να εισπράξει πρόστιμο 10.000 ευρώ.
Η πρώτη δικαστική απόφαση είχε εκδοθεί από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης το 2013, ορίζοντας πως το Δημόσιο έπρεπε να καταβάλλει σε δύο εταιρείες για τόκους υπερημερίας, επί των καταβληθέντων ποσών της αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως των ιδιοκτησιών τους, τα ποσά των 97.793,99 ευρώ στην πρώτη και των 100.875,72 ευρώ στην δεύτερη εξ αυτών.
Το 2017 το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την έφεση που είχε ασκήσει το Δημόσιο, ορίζοντας πως έπρεπε να καταβληθούν οι αποζημιώσεις. Ωστόσο, όπως κατήγγειλαν οι εταιρείες υπήρξε αδράνεια στην καταβολή των σχετικών ποσών.
Το Τριμελές Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις, κάλεσε στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό Δημόσιο στα μέσα Δεκεμβρίου του 2019 να εκθέσει μέσα σε ένα μήνα τις απόψεις του σχετικά με την καθυστέρηση συμμόρφωσης και να υποβάλει τυχόν στοιχεία γι’ αυτήν.
Απαντώντας στις αρχές Φεβρουαρίου του 2020, η Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων του υπουργείου Υποδομών ανέφερε ότι ήδη έχει αρχίσει η διαδικασία σύνταξης του πίνακα παρακαταθέσεως της αποζημίωσης και οι απαραίτητες ενέργειες προς εύρεση πιστώσεων.
Ακολούθησε νέα παρέμβαση του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, τον Ιούλιο του 2020, με την οποία ζητούσε να υπάρξει συμμόρφωση προς την αμετάκλητη δικαστική απόφαση και το Δημόσιο να προβεί στην εκτέλεσή της μέσα σε προθεσμία τριών μηνών.
Από την πλευρά της Διεύθυνσης Απαλλοτριώσεων του υπουργείου αναφέρθηκε τον Οκτώβριο 2020 ότι εγκρίθηκε η απόφαση αναγνωρίσεως δαπάνης συνολικού ποσού 198.669,71 ευρώ, προκειμένου να συσταθεί το γραμμάτιο παρακαταθήκης, όταν εγκριθούν οι δαπάνες από τα αρμόδια υπουργεία.
Ακολούθησε τον Δεκέμβριο 2020 άλλη μία επίδοση πρακτικού από το Συμβούλιο όπου καλείτο το Δημόσιο να γνωστοποιήσει ότι τα ως άνω χρήματα εισπράχθηκαν από τις αιτούσες ή κατατέθηκαν στο ΤΠΔ, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση του πρακτικού.
Όπως όμως διαπιστώνει το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, το Δημόσιο «δεν έχει συμμορφωθεί προς την ανωτέρω απόφαση και η ταχθείσα σ’ αυτό προθεσμία παρήλθε άπρακτη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Συμβούλιο κρίνει ότι η μέχρι τώρα μη συμμόρφωση του καθ’ ου προς την 7040/2013 αμετάκλητη δικαστική απόφαση είναι αδικαιολόγητη».
Επομένως, επισημαίνει το Συμβούλιο «πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να βεβαιωθεί η μη συμμόρφωση του καθ’ ού προς την ως άνω δικαστική απόφαση και να προσδιορισθεί χρηματικό ποσό ως κύρωση, για τη μη συμμόρφωση». Και προσδιόρισε το ποσό αυτό σε 10.000 ευρώ και συγκεκριμένα από 5.000 ευρώ για κάθε εταιρεία.