Με συνέντευξή του προς την γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό λε Μερ, θέτει τους όρους της χώρας του προς τη νέα γερμανική κυβέρνηση, προτού αυτή ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της.
Η οριστική συμφωνία για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού της Γερμανίας φαίνεται πως είναι κοντά. Τα τρία κόμματα – Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Ελεύθεροι Δημοκράτες – βάζουν τις τελευταίες «πινελιές» στο πρόγραμμά τους, το οποίο και θα παρουσιάσουν δημοσίως. Στη συνέχεια, αυτό που θα απομένει είναι η μοιρασιά των υπουργείων και όλα θα είναι έτοιμα για την αλλαγή φρουράς στο Βερολίνο και τον οριστικό αποχαιρετισμό προς την Ανγκελα Μέρκελ.
Από τη στιγμή που η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί, η νέα κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς θα κληθεί να ανοίξει τα χαρτιά της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από τη στιγμή δε που αυτό θα γίνει, είναι φανερό ότι λίγα θα μπορούν να αλλάξουν στην πορεία, καθώς η Γερμανία θα έχει χαράξει τη γραμμή πλεύσης της για την επόμενη τετραετία.
Θέλοντας, λοιπόν, να προλάβει δυσάρεστες εκπλήξεις και επιδιώκοντας να επιδράσει όσο το δυνατόν περισσότερο στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις, η Γαλλία στέλνει από τώρα σαφή μηνύματα. Κυρίως στο ζήτημα που πρόκειται να προκαλέσει τις μεγαλύτερες τριβές με τους εταίρους της, που δεν είναι άλλο από το δημοσιονομικό μέλλον της ΕΕ και της ευρωζώνης.
«Ξεπερασμένοι κανόνες»
Αυτός είναι και ο σκοπός της συνέντευξης που παραχώρησε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό λε Μερ, στην κορυφαία γερμανική οικονομική εφημερίδα, την Handelsblatt: Να θέσει τους όρους και τις προϋποθέσεις του Παρισιού για μια ομαλή σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες – κάτι που προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, μια συμφωνία αναφορικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
«Θα συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε κανόνες όπως το ξεπερασμένο όριο του 60% για το δημόσιο χρέος ή θα επιδιώξουμε από κοινού και με ηρεμία να εξετάσουμε νέους κανόνες;», αναρωτήθηκε ο λε Μερ, επαναλαμβάνοντας ένα αίτημα που μοιάζει να έχει πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους «27» της ΕΕ και τους 19 της ευρωζώνης.
Άλλο Ιταλία, άλλο Γερμανία
Το επιχείρημα των Γάλλων είναι πολύ απλό και εύλογο, σύμφωνα με την Handelsblatt: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά το να ξεκινά η διαδικασία συρρίκνωσης του χρέους από τη βάση του 170% του ΑΕΠ και, αντιστοίχως από το 70%», σημειώνει η εφημερίδα, επικαλούμενη και τα όσα λέει ο Γάλλους υπουργός.
Τα συγκεκριμένα ποσοστά δεν επελέγησαν, μάλιστα, τυχαία και αντικατοπτρίζουν και τις πολιτικές συμμαχίες που συγκροτούνται: Το πρώτο αντικατοπτρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ιταλία, η τρίτη οικονομική δύναμη της Ευρώπης που δείχνει να συμφωνεί απολύτως με τους Γάλλους στο συγκεκριμένο θέμα. Όσο για το δεύτερο, αποτυπώνει τη θέση της Γερμανίας και των δικών της συμμάχων στον Βορρά, η οποία παραμένει προνομιακή.
Πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι στο θέμα του χρέους φαίνεται να διαμορφώνεται μα ευρύτερη συναίνεση και περιθώρια ενός κοινά αποδεκτού συμβιβασμού. Για του λόγου το αληθές, τόσο ο ίδιος ο Σολτς όσο και οι οικονομολόγοι του ESM έχουν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο το όριο να αυξηθεί σημαντικά, από το 60% στο 100% του ΑΕΠ.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, παραμένει σε εκκρεμότητα ένα εξίσου μείζον ζήτημα: Του «ρυθμού» της προσαρμογής, δηλαδή της ετήσιας μείωσης του δημόσιου χρέους, ο οποίος έχει άμεση σχέση με την υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα.
«Αγκάθι» τα ελλείμματα και πλεονάσματα
Απολύτως λογικό, λοιπόν, τα πράγματα να γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν η συζήτηση έρχεται στο μέτωπο του τρέχοντος δημοσιονομικού ισοζυγίου, όπου ο συμβιβασμός αναμένεται να αποδειχθεί αρκετά πιο δύσκολος.
Ο λε Μερ – έχοντας προφανώς στο πλευρό του σχεδόν όλες τις χώρες του Νότου – προβάλλει και εδώ σαφή αιτήματα για μεταρρύθμιση του ισχύοντος καθεστώτος. «Επιθυμούμε να υπάρξουν κανόνες οι οποίοι να μην εμποδίζουν τις ουσιαστικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και στις δράσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Γάλλος υπουργός προτείνει, με άλλα λόγια, σαφώς μεγαλύτερη ευελιξία στο Σύμφωνο. Σε βαθμό που, όπως φοβούνται οι Γερμανοί και τα μέλη των «frugals», οι κανόνες για το έλλειμμα να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς διαπραγμάτευσης και να μην είναι σαφείς και ρητά καθορισμένοι.
Όχι στην «αέναη χαλαρότητα»
Δεν θέλει ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι σε αυτό το θέμα υπάρχουν μεγάλες διαφορές και θα προκύψουν σοβαρές συγκρούσεις ανάμεσα στους εταίρους. Ήδη, εξάλλου, αρκετοί στη Γερμανία και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως και εντός της ΕΚΤ, έχουν αρχίσει να ρίχνουν προειδοποιητικές βολές, προειδοποιώντας για τις συνέπειες που μπορεί αν έχει η «αέναη χαλαρότητα».
Το βασικό ζητούμενο, βεβαίως, είναι να βρουν κοινό τόπο Γερμανία και Γαλλία. Εφόσον αυτό συμβεί, τότε – όπως φάνηκε και στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης και των ευρωομολόγων (ένα θέμα που επίσης προκαλεί τριβές) – θα καταστεί δυνατή και η ευρύτερη συμφωνία, η οποία θα αποτυπωθεί στην ολοκληρωμένη πρόταση της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία, όπως είναι γνωστό, έχει ήδη ξεκινήσει, δεν είναι όμως βέβαιο πότε θα ολοκληρωθεί. Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι ενώ οι οπαδοί της «ευελιξίας» θέλουν αυτό να γίνει όσο το δυνατό πιο σύντομα – όσο, δηλαδή, διαρκεί η κρίση της πανδημίας και οι ανάγκες για δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις παραμένουν μεγάλες – οι «σκληροί» επιδιώκουν να παρατείνουν το χρονοδιάγραμμα, με στόχο οι αποφάσεις να ληφθούν «εν ψυχρώ», μετά την επιστροφή της κανονικότητας.
Η διελκυστίνδα έχει ήδη ξεκινήσει.