Αγωνία για τουλάχιστον 50.000 ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι περιμένουν την εφαρμογή της πρόσφατης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για παραγραφή των χρεών προς τον ΕΦΚΑ που «λιμνάζουν» πάνω από μια 10ετία και δεν έχουν εισπραχτεί.
Μια τέτοια εξέλιξη –δηλαδή η διαγραφή των συγκεκριμένων χρεών- θα διευκόλυνε και την έξοδο των εν λόγω ασφαλισμένων στην σύνταξη, όμως από τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης το μόνο που συστήνουν είναι.. υπομονή.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Δεν βιάζονται στον ΕΦΚΑ να δουν πώς θα χειριστούν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης για την διαγραφή οφειλών που παραμένουν ανείσπρακτα για πάνω από 10 χρόνια: Όπως λένε χαρακτηριστικά άνθρωποι του Ενιαίου Φορέα σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τηρηθεί μια διαδικασία.
Τι περιμένουν στον ΕΦΚΑ για την 10ετη παραγραφή
Επί του παρόντος, στα γραφεία του ΕΦΚΑ απλά… κάνουν υπομονή: Αναμένουν να τους έρθει στα «χέρια» –δια της γραφειοκρατικής οδού- καθαρογραμμένη η απόφαση του ΣτΕ, να την μελετήσουν, να δουν εάν υπάρχουν άλλες νομικές οδοί… διαφυγής και αν όχι να διαπιστώσουν ποια περιθώρια τους αφήνουν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ώστε να τα μεταφέρουν στην σχετική εφαρμοστική εγκύκλιο.
Με άλλα λόγια θα χρειαστεί αρκετό χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση αυτή του ΣτΕ «μετράει» για τουλάχιστον 50.000 επαγγελματίες, των οποίων τα χρέη προς τον ΕΦΚΑ ελαφρύνονται έως και 50%, καθώς παραγράφονται όλα εκείνα που οφείλονται για παράδειγμα πριν το 2011 και έτσι ανοίγει ο δρομος για την συνταξιοδότησή τους.
Συνεπώς, εάν η δικαστική απόφαση εφαρμοστεί, όσοι δεν μπορούσαν λόγω των οφειλών τους να συνταξιοδοτηθούν, τώρα μπορούν, αρκεί το συνολικό χρέος (από κάθε είδους ασφαλιστικές εισφορές, οφειλές από αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης, πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις) της 10ετίας, να είναι κάτω από 20.000 ευρώ για τους επιχειρηματίες και 6.000 ευρώ για τους αγρότες.
Τι πρέπει να προσέξουν όσοι χρωστούν
Στην περίπτωση δε που ακόμη και μετά την 10ετή παραγραφή το χρέος είναι μεγαλύτερο των παραπάνω, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει εφάπαξ το υπερβάλλον ποσό εντός διμήνου, προκειμένου η σύνταξη να αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα της εξόφλησής του.
Ωστόσο οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να προσέχουν δύο σημεία:
- Με τη διαγραφή 10 ετών από την συνολική οφειλή, διαγράφεται παράλληλα και ο αντίστοιχος ασφαλιστικός χρόνος.
- Δεν διαγράφονται χρέη που έχουν βεβαιωθεί στο ΚΕΑΟ.
Πλέον, και εφόσον η 20ετία γίνει 10ετία, η συνταξιοδότηση γίνεται πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Και αυτό γιατί χρέη πριν από το 2011 θα παραγραφούν.
Κι έτσι, εφόσον βέβαια πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, ήτοι όριο ηλικίας και έτη ασφάλισης, θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση για συνταξιοδότηση, παράλληλα με ρύθμιση των οφειλών. Εφόσον επαρκεί ο πληρωμένος χρόνος ασφάλισής τους και έχουν την ηλικία, απεγκλωβίζονται και μπορούν να λάβουν σύνταξη.
Εάν, για παράδειγμα, κάποιος έχει 40.000 ευρώ οφειλές και με την παραγραφή γίνουν 15.000 ευρώ, αυτά μπορούν να παρακρατούνται από τη σύνταξη (όριο 20.000 ευρώ οφειλές). Εάν τα αρχικά χρέη είναι για παράδειγμα 60.000 και με την παραγραφή γίνουν 25.000, ο οφειλέτης για να συνταξιοδοτηθεί θα πρέπει να πληρώσει εφάπαξ τα 5.000 ευρώ και να ρυθμίσει μέσω της συνταξιοδότησης τα υπόλοιπα 20.000.
Τι προέβλεπε η απόφαση του ΣτΕ για την παραγραφή
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου) με την υπ’ αριθμ. 1833/2021 απόφασή της έκρινε ότι το άρθρο 95 παρ. 1 του νόμου 4387/2016, που όρισε ως γενικό κανόνα την 20ετή παραγραφή για αξιώσεις για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών όσων υπάγονται στον ΕΦΚΑ, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία αποφάσισε υπέρ της αντισυνταγματικότητας της διάταξης για 20ετή παραγραφή με το σκεπτικό ότι το επίμαχο άρθρο 95 του νόμου του 2016 «αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής 20 ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια μιας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων». Αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας, «ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά τον χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για τον λόγο αυτόν μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων».
Ως προς τους βεβαρημένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους σημειώνεται ότι «ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε αφενός μεν να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα».
Αντίθετα, η μειοψηφία εξέφρασε την άποψη ότι η 20ετής γενική παραγραφή, που θεσπίζεται με το άρθρο 95 του ν. 4387/2016, δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή.