ΣτΕ Ολ 1944-7/2021. Διαφορές από αναπροσαρμογή τιμής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγητές: Η. Μάζος, Ό. Παπαδοπούλου
Με τις εν λόγω αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκαν τα εξής:
Πλειοψηφία: Με την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα Μεταφοράς ή στο Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας επιδιώκονται σκοποί δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι, μεταξύ άλλων, στην προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της οικονομίας και την συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη. Περαιτέρω, ως εργαλείο για την κατά τα ανωτέρω ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα ή το Δίκτυο ο νομοθέτης δεν επέλεξε την μονομερή εξουσιαστική πράξη διοικητικής αρχής (ή διφυούς νομικού προσώπου, ενεργούντος ως φορέας δημόσιας εξουσίας), αλλά -όπως προσήκει σε καθεστώς μερικής έστω απελευθέρωσης της αγοράς- την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του κατόχου της οικείας άδειας παραγωγής και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, η οποία ρητώς χαρακτηρίζεται από τον νόμο ως “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας”. Το γεγονός ότι ουσιώδη στοιχεία της συναπτόμενης σχέσης, μεταξύ των οποίων και το τίμημα της ηλεκτρικής ενέργειας, καθορίζονται από τον νομοθέτη, με αποτέλεσμα την περιστολή της συμβατικής ελευθερίας των εμπλεκομένων μερών, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως συμβατικής σχέσης. Ανεξαρτήτως δε του αν πράγματι πρόκειται για σύμβαση πώλησης ή για άλλο συμβατικό μόρφωμα (ενόψει των χαρακτηριστικών της, και της ιδιάζουσας θέσης της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ), η συναπτόμενη μεταξύ του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ σχέση αποτελεί σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου κατά το κρατούν οργανικό κριτήριο. Κατά συνέπεια, οι πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, με τις οποίες, κατ’ εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων νόμου, προσδιορίζεται το οφειλόμενο στον παραγωγό τίμημα για την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, εκδίδονται στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω συμβατικής σχέσης και προκαλούν διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Την ως άνω συμβατική σχέση αφορούν, εξάλλου, και οι πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, με τις οποίες διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται με την παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014. Ως εκ τούτου, και από τις ανωτέρω πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, που δρουν κατά την έκδοσή τους ως αντισυμβαλλόμενοι σε σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου (και όχι ως φορείς δημόσιας εξουσίας), γεννώνται διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν ασκούν δε επιρροή, από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, οι σκοποί που θάλπονται με τις ως άνω διατάξεις της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και συνδέονται με την ομαλή λειτουργία του Ειδικού Λογαριασμού των άρθρων 40 του ν. 2773/1999 και 143 του ν. 4001/2011, εφόσον η εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το οποίο, όπως εν προκειμένω, δεν ασκεί δημόσια εξουσία, αλλά ενεργεί εντός των πλαισίων της συναλλακτικής δράσης του, δύναται να επιτευχθεί και με μέσα του ιδιωτικού δικαίου.
Μειοψηφία: Ουσιώδες στοιχείο του καθεστώτος στήριξης αποτελεί ο Ειδικός Λογαριασμός, προκειμένου δε ο εν λόγω μηχανισμός να καταστεί βιώσιμος, ελήφθησαν από τον νομοθέτη μέτρα, στα οποία εντάσσονται και οι επίδικες ρυθμίσεις του ν. 4254/2014. Όταν ο φορέας που διαχειρίζεται τον Ειδικό Λογαριασμό εκδίδει αποφάσεις κατ’ εφαρμογή των ρυθμιστικών παρεμβάσεων του νομοθέτη προς μείωση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού, ο φορέας αυτός [ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ήδη ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ) ή ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ για ΜΔΝ] δεν ενεργεί μόνο ως αντισυμβαλλόμενος του παραγωγού, αλλά προεχόντως κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την οργάνωση και τη ρύθμιση της οικείας [ατελούς] αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, όταν οι φορείς [ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ήδη ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ) ή ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ για ΜΔΝ] εκδίδουν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 εκκαθαριστικά σημειώματα, ενεργούν προεχόντως, δυνάμει της δημοσίου δικαίου αρμοδιότητάς τους, προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος [διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ειδικού Λογαριασμού], και όχι δυνάμει της οιονεί συμβατικής σχέσης τους με τους παραγωγούς, η αμφισβήτηση δε της νομιμότητας των πράξεων αυτών, εν σχέσει με τη συνταγματικότητα του νομοθετικού ερείσματός τους -και όχι απλώς η αμφισβήτηση της ορθότητας και ακρίβειας του ad hoc υπολογισμού στον οποίο προβαίνει ο οικείος φορέας, με δεδομένο το επίμαχο νομοθετικό έρεισμα- γεννά ακυρωτική διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας.