Ακόμα και στην περίπτωση της ανανέωσης αυτών με νομοθετική ρύθμιση (ΜΠρΛασ /2021)
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με το ζήτημα της μονιμοποίησης των συμβασιούχων στο Δημόσιο εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (ΜΠρΛασ /2021).
Η απόφαση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εκδόθηκε έπειτα από την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ – επί προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν τεθεί από το ίδιο δικαστήριο – με την οποία είχε κριθεί ότι η αυτοδίκαιη παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των Ο.Τ.Α εμπίπτει στην έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου».
Ωστόσο, με την απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείου Λασιθίου έκρινε ότι είναι συμβατή με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ρητή συνταγματική απαγόρευση της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου στο δημόσιο, ακόμα και στην περίπτωση της ανανέωσης αυτών με νομοθετική ρύθμιση.
Στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι η αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου- κατ’ εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων – έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου (103 Σ., 21 του ν. 2190/1994), όσο και με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας (Οδηγία 1999/70/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 164/2004), διότι η παράταση αυτή οδηγεί στην κάλυψη των αναγκών αυτών με προσωπικό προσλαμβανόμενο εξαιρετικά, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής ή διαγωνισμού, κατά παρέκκλιση των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της ισότητας.
Επιπλέον, αυτές οι διατάξεις δεν είναι συμβατές με τη Συμφωνία- Πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, γιατί δεν τίθενται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, προκειμένου να ελεγχθεί εάν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο, προεχόντως δε ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης τέτοιων συμβάσεων.
Όπως αναφέρει η από 11-02-2021 Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (C-760/18), ο εθνικός δικαστής οφείλει, εφόσον διαπιστώσει ότι έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να αναζητήσει, εντός του πλαισίου του ισχύοντος εθνικού δικαίου την προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση αυτή, ώστε να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, προβαίνοντας σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, χωρίς όμως να αποτελεί αυτό έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.
Στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου έκρινε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των εργαζομένων που προβλέπει το άρθρο 7 § 2 του π.δ. 164/2007.
Συγκεκριμένα, αν και σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, η αποζημίωση καταβάλλεται σε περίπτωση που εκτελέσθηκε η άκυρη, κατά την πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ με τις προαναφερθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι συμβάσεις αυτές έχουν λάβει το μανδύα της νομιμότητας, εντούτοις, η αποζημίωση του άρθρου 7 § 2 του π.δ. 164/2007 καταβάλλεται και στις περιπτώσεις αυτές, δοθέντος ότι, αφενός η παράταση των συμβάσεων έλαβε χώρα με καταφανώς αντίθετες προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο νομοθετικές παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί και στις περιπτώσεις αυτές να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής πρόβλεψης της αποζημίωσης του άρθρου 7 § 2 του π.δ. 164/2007, ο οποίος είναι η – κατ’ απαίτηση του ενωσιακού δικαίου – επιβολή συγκεκριμένων κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, και αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της ως άνω διάταξης σε άκυρη σύμβαση εργασίας, δεν γίνεται προς το σκοπό αποκλεισμού οποιασδήποτε άλλης ανάλογης περίπτωσης μη νόμιμης, κατά το π.δ. 164/2007, απασχόλησης.
Απόσπασμα απόφασης
VIΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.
Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα πδ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 02-04-2003 και 19-07-2004, αντίστοιχα.
Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης.
Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 1401/2017, ΑΠ 1005/2018 Νόμος).
Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λ.π. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-04-2001 (ΦΕΚ Α` 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-07-2004 και περιγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις.
Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΑΠ 1005/2018, ΑΠ 1401/2017, ΑΠ 107/2017, AΠ 1154/2012, ΑΠ 1506/2012. ΑΠ 1574/2012, Α.Π. 123/2012, Α.Π. 16/2012, ΑΠ 15/2011, ΑΠ 1618/2011 Νόμος). Επίσης, με την μεταβατικού χαρακτήρα, διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, με το οποίο (Διάταγμα) έγινε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα προβλέπονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος (19-07-2004) του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α’ να έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου Φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση.
Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης, αντίστοιχης με την αναγραφομένη στην αρχική σύμβαση. Περαιτέρω, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις, οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις, ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδαφίου α’ του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. Η πρόβλεψη, εξάλλου, ότι μεσολαβεί για την αναγνώριση της σχέσης ως αόριστου χρόνου διοικητική διαδικασία, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του υπαγορευόμενου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού τους έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν στη σχετική σύμβαση ή σχέση το χαρακτήρα σύμβασης ή σχέσης εργασίας αόριστου χρόνου (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 1401/2017, ΑΠ 1154/2012 Νομος).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 του ν. 2190/1994 «Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων» (παρ. 1). «Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες» (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 § 10 ε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και πειθαρχικά.
Περαιτέρω το άρθρο 14 § 1 του άνω νόμου 2190/1994, που αφορά το σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα (τακτικού προσωπικού), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 περ. θ` του ν. 3812/2009 ορίζει: «1. Στις διατάξεις των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’, όπως ισχύουν, υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 § 6 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α) και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α). Επίσης, στον κατά τα πιο πάνω δημόσιο τομέα και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και μόνο υπάγονται επίσης: α. Η Προεδρία της Δημοκρατίας, ως προς το μόνιμο προσωπικό της. β. Η Βουλή των Ελλήνων, ως προς το προσωπικό της, σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο Κανονισμός της. γ. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους. δ. Οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες ή μη Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. ε. Οι Τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.), η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και η Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (Ε.Ν.Α.Ε.).στ……. .ζ. Οι τράπεζες……..Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη.
Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου» (παρ. 2). «Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται» (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 06-04-2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α’ 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.
Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε η παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 §§ 3 και 8 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, με την ως άνω Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, με τις διατάξεις της οποίας τα κράτη – μέλη όφειλαν έως τις 10-7-2001 να προσαρμόσουν τις εθνικές νομοθεσίες τους και ειδικότερα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, που αφορά τα ληπτέα νομοθετικά μέτρα για την αποτροπή της καταχρήσεως που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προβλέπεται: 1) Να προσδιορισθούν: α) οι αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η μεγίστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων. 2) Να καθορισθεί, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται «διαδοχικές», β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της μορφής των αναφερθεισών διατάξεών της, δεν παρέχει δυνατότητα αμέσου επικλήσεως των διατάξεων αυτών, λόγω μη έγκαιρης μετεγγραφής της στην εθνική έννομη τάξη έως τις 10-7-2001 και σε κάθε περίπτωση έως τις 10-07-2002, ούτε επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920, κατ επιταγή αυτής (ΟλΑΠ 19-20/2007, ΑΠ 1157/2019, ΑΠ 568/2019 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η Οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με δύο ξεχωριστά νομοθετήματα και δη αφενός το πδ 81/2003 για τον ιδιωτικό τομέα και το αφετέρου το πδ 164/2004 για το δημόσιο τομέα.
Με τη διαφορετική αυτή νομική αντιμετώπιση, ως αποτέλεσμα της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, στον μεν ιδιωτικό τομέα, προβλέφθηκε η μετατροπή των διαδοχικών αυτών συμβάσεων σε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου παρ. 3 του ν. 2112/1920 (βλ. άρθρο 5 παρ. 3 του πδ 81/2003), στον δε δημόσιο τομέα προβλέφθηκε, αφενός η απαγόρευση των διαδοχικών συμβάσεων (με ελάχιστες ειδικώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις, για τις οποίες ωστόσο ορίστηκε ανώτατη χρονική διάρκεια, κατά τα άρθρα 5 και 6 του πδ 164/2004), και αφετέρου, σε περίπτωση καταχρηστικής κατάρτισης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, ορίστηκε ως συνέπεια η ακυρότητα της σχετικής σύμβασης, με περαιτέρω συνέπειες τόσο την επέλευση διοικητικών και ποινικών κυρώσεων σε βάρος των εκπροσώπων του Δημοσίου, που καταρτίζουν τέτοιες άκυρες συμβάσεις, όσο και την υποχρέωση της πλήρους ικανοποίησης του εργαζομένου, ο οποίος στην περίπτωση αυτή δικαιούται να του καταβληθεί αποζημίωση σαν να είχε απολυθεί απασχολούμενος με σύμβαση αορίστου χρόνου (άρθρο 7 § 2 του πδ 164/2004).
Η ως άνω διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην περίπτωση των καταχρηστικά συναπτόμενων διαδοχικών συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο, δοθέντος ότι η ρήτρα 5 της Συμφωνίας- Πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP και υλοποιήθηκε από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, καταλείπει ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον εθνικό νομοθέτη, υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίζουν διαφορετικά την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ανάλογα με το αν αυτές καταρτίστηκαν με εργοδότη του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα (ενδ. ΔΕΚ 04-07-2006 C-212/04 Αδενέλερ, σκέψη 105, ΔΕΚ 12-06-2008 C-364/07 Βασιλάκης, σκέψεις 121-122). Βάσει των προεκτιθέμενων, ενώ με την απόφαση της 11-02-2021 με αριθμό C-760/18 του Δ.Ε.Ε., συνεστήθη στα εθνικά δικαστήρια να αναζητούν ώστε να εφαρμόζουν εκείνη τη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, που αντιμετωπίζει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την καταχρηστική κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ωστόσο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, το ποια τέτοια διάταξη είναι εφαρμοστέα κατά το εθνικό δίκαιο, σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στην απόλυτη κρίση του εθνικού δικαστή.
Συνακόλουθα, μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο προτάξει ως εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920, τότε (και μόνον τότε) δεν δύναται να αποτελέσει εμπόδιο για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης καμία άλλη διάταξη ανώτερης τυπικής ισχύος (συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων) και δη, στις περιπτώσεις των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 103 § 8 του Συντάγματος.
Σύμφωνα όμως με όσα προελέχθησαν, στην περίπτωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται με εργοδότη το Δημόσιο ή φορέα του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920, διότι ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε, όπως άλλωστε είχε την ευχέρεια, την ενσωμάτωση του ενωσιακού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα δια του πδ 164/2004, προβλέποντας ως κύρωση της τυχόν καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα αυτό την ακυρότητα της σύμβασης (με τις περαιτέρω αναφερόμενες προηγουμένως συνέπειες) αντί της μετατροπής των εν λόγω συμβάσεων σε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω παραδοχή ενισχύεται και από το ότι η ρήτρα 5 της Συμφωνίας-πλαισίου δεν επιβάλλει στα κράτη -μέλη ως μοναδική επιλογή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, καθόσον πρόκειται για ρήτρα που δεν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να δύνανται οι ιδιώτες να την επικαλούνται ευθέως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ενώ επίσης πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι, τυχόν εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 § 3 το ν. 2112/1920 στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα θα επέφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ο ενωσιακός νομοθέτης ήθελε να περιορίσει, καθόσον θα νομιμοποιούσε αυτό που ο νόμος απαγορεύει και δη τη συνέχιση «μη βέλτιστων» πρακτικών του παρελθόντος, δια της καταχρηστικής κατάρτισης από το Δημόσιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με στόχο την (εξωθεσμική) μονιμοποίηση των συμβασιούχων και αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την πρόσληψη στο Δημόσιο όσων, κατά το σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994, διαθέτουν περισσότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (βλ. σχετικά ΜονΕφΠειρ 175/2021 www.nomoteleia.gr, Κ. Μπακόπουλο σε ΕΕργΔ 2021/τόμος 80/σελ. 411 επ.).
Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι οι παρατάσεις ή οι ανανεώσεις των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν είναι προϊόν συμβατικής ελευθερίας των μερών, αλλά νομοθετικής βούλησης, όπως συνέβη με τις διατάξεις των άρθρων 167 του ν. 4099/2012, 23 του ν. 4151/2013, 49 του ν. 4325/2015, 50 του ν. 4351/2015, 12 της ΠΥΣ από 30-12-2015, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4366/2016, 76 του ν. 4386/2016, 16 του ν. 4429/2016, με τις οποίες παρατάθηκαν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου του προσωπικού καθαριότητας φορέων του δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ.
Και τούτο διότι η αυτοδίκαιη παράταση, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου (103 Σ., 21 του ν. 2190/1994), όσο και με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας (Οδηγία 1999/70/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 164/2004), διότι η παράταση αυτή οδηγεί στην κάλυψη των αναγκών αυτών με προσωπικό προσλαμβανόμενο εξαιρετικά, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής ή διαγωνισμού, κατά παρέκκλιση των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της ισότητας, που διασφαλίζονται με τους όρους του άρθρου 103 του Συντάγματος.
Επιπλέον, αυτές οι διατάξεις δεν είναι συμβατές με την προαναφερθείσα συμφωνία – πλαίσιο, γιατί δεν τίθενται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, προκειμένου να ελεγχθεί εάν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο, προεχόντως δε ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης τέτοιων συμβάσεων (βλ. Πρακτικά της 9ης γενικής συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 10-05-2017). Όπως αναφέρει η από 11-02-2021 Απόφαση του Δικαστηρίου (C-760/18), ο εθνικός δικαστής οφείλει, εφόσον διαπιστώσει ότι έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης της ρήτρας 5 σημείο 1 της προαναφερθείσας συμφωνίας – πλαισίου, να αναζητήσει, εντός του πλαισίου του ισχύοντος εθνικού δικαίου την προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση αυτή, ώστε να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, προβαίνοντας σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, χωρίς όμως να αποτελεί αυτό έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (σ. 66 και 67 της Απόφασης). Στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης των εργαζομένων που προβλέπει το άρθρο 7 § 2 του π.δ. 164/2007.
Συγκεκριμένα, αν και σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, η αποζημίωση καταβάλλεται σε περίπτωση που εκτελέσθηκε η άκυρη, κατά την πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ με τις προαναφερθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι συμβάσεις αυτές έχουν λάβει το μανδύα της νομιμότητας, εντούτοις, η αποζημίωση του άρθρου 7 § 2 του π.δ. 164/2007 καταβάλλεται και στις περιπτώσεις αυτές, δοθέντος ότι, αφενός η παράταση των συμβάσεων έλαβε χώρα με καταφανώς αντίθετες προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο νομοθετικές παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί και στις περιπτώσεις αυτές να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής πρόβλεψης της αποζημίωσης του άρθρου 7 § 2 του π.δ. 164/2007, ο οποίος είναι η – κατ’ απαίτηση του ενωσιακού δικαίου – επιβολή συγκεκριμένων κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, και αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της ως άνω διάταξης σε άκυρη σύμβαση εργασίας, δεν γίνεται προς το σκοπό αποκλεισμού οποιασδήποτε άλλης ανάλογης περίπτωσης μη νόμιμης, κατά το π.δ. 164/2007, απασχόλησης.
Άλλωστε η ακυρότητα της σύμβασης δεν είναι προϋπόθεση επέλευσης της συνέπειας της αποζημίωσης, αλλά συντρέχουσα με την αποζημίωση συνέπεια της παραβίασης των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 164/2007, είτε η παραβίαση αυτή λάβει χώρα συμβατικά είτε με – αμφισβητούμενη για τη συμβατότητα με το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο – νομοθέτηση (βλ. και Μπακόπουλο ο.π.).
Συνακόλουθα, το κύριο αίτημα της υπό κρίση αγωγής, περί αναγνώρισης ότι η σύμβαση που συνδέει τον εναγόμενο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τους ενάγοντες είναι μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και τα αιτήματα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας των ως άνω συμβάσεων εργασίας και της υποχρέωσης του εναγόμενου να αποδέχεται την εργασία των εναγόντων, είναι μη νόμιμα, και συνεπώς απορριπτέα.
Περαιτέρω, μη νόμιμο τυγχάνει το επικουρικό αίτημα της υπό κρίση αγωγής με το οποίο ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν τους καταβλήθηκε η αποζημίωση απολύσεως, διότι ότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λήγει αυτοδικαίως με την πάροδο του χρόνου αυτού, χωρίς να απαιτείται καταγγελία από τον εργοδότη ή η τήρηση οιωνδήποτε άλλων διατυπώσεων.