Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χρόνος απόκτησης τόκων που αποκτώνται στην αλλοδαπή ένα χρονικό σημείο προγενέστερο της πιστώσεώς τους στον δικαιούχο τους.
Δεδομένης της ελλείψεως ειδικότερου κανόνα προσδιορισμού από τον παλαιότερο και τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σε αρκετές περιπτώσεις τραπεζικών ή άλλου είδους έντοκων καταθέσεων, εφαρμοζόταν μια γενικότερη διάταξη, η οποία καθόριζε ως χρόνο απόκτησης τον χρόνο που οι τόκοι καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και γεννάται η απαίτηση για την είσπραξή τους.
Όμως το ΣτΕ με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι δεν μπορεί να υιοθετηθεί αναλογική εφαρμογή.
Σε αντίθετη περίπτωση θα προέκυπταν φαινόμενα φορολόγησης για εισοδήματα που δεν έχουν εισπραχθεί ή, έτι περισσότερο, για τα οποία δεν έχει ακόμη γεννηθεί αξίωση προς είσπραξη, λαμβανομένων υπόψη των ερμηνευτικών δυσχερειών από την εφαρμογή κανόνων διαφορετικών εννόμων τάξεων στην περίπτωση των τόκων αλλοδαπής.
Επομένως, ως χρόνος απόκτησης του εισοδήματος πρέπει να καθορίζεται αποκλειστικά ο χρόνος καταβολής των τόκων αλλοδαπής στους δικαιούχους τους και η φορολογική αρχή πρέπει να αποδεικνύει ότι χρηματικά ποσά αντίστοιχου ύψους έχουν εισέλθει στην περιουσία του φορολογούμενου.