Άρειος Πάγος 419/2021
Κανονισμός που προβλέπει ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του εδαφίου α’ το άρθρου 8 του ν. 3198/1955
Απόφαση 419 / 2021 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με το εδάφιο α’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 μισθωτοί, που συνδέονται με σχέση εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, εφόσον συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη με την έννοια του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65ο έτος της ηλικίας τους και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του αυτού νόμου. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στην διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενους σ` αυτή όρους μειωμένης αποζημιώσεως. Η σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον Κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ισχύοντος από 12-03-2001 νέου Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσείουσας Τράπεζας, ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990, με την από 09-03-2001 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας και της συνδικαλιστικής οργανώσεως του προσωπικού του Συλλόγου Υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με αριθμό 5/12.3.2001 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρ. 2 παρ. 6, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990), η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό της Τράπεζας λύεται με το θάνατο του υπαλλήλου, την έγγραφη παραίτησή του, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας και με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την Τράπεζα για σπουδαίο λόγο, σε κάθε περίπτωση δε, η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας. Oι όροι του εφαρμοζόμενου με ισχύ νόμου Κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς, η διεπόμενη από τέτοιο Κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του Κανονισμού (OλΑΠ 42/2002).
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του Κανονισμού ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του εδαφίου α’ το άρθρου 8 του ν. 3198/1955, αφού και η παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση του υπαλλήλου που λύεται με την παραίτησή του πριν από την συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, ο αποχωρών με έγγραφη παραίτηση υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας δικαιούται τη μειωμένη ως άνω αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον κανονισμό δικαίωμα παραιτήσεως του μισθωτού από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεσή της στην αποχώρηση των εργαζομένων (ΑΠ 70/2016, ΑΠ 681/2011, ΑΠ 1264/2009, ΑΠ 640/2009, ΑΠ 356/2009).
Αριθμός 419/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου – Εισηγήτρια, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο και Καλλιόπη Πανά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 19 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καθής η κλήση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………………… Α.Ε.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της …………., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. Κ. του Ν., η οποία απεβίωσε, όπως προκύπτει από την από 16-09-2020 κλήση των καλούντων, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη.
Των καλούντων: 1) Γ. Κ. του Μ., 2)Κ. Κ. του Γ., και 3)Σ. Κ. του Γ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ………………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2011 αγωγή της αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 865/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 3895/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 22-07-2017 αίτησή της, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16-01-2018, οπότε και ματαιώθηκε. Η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 16-09-2020 κλήση των καλούντων. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ[1] Νομίμως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η από 22-06-2017 αίτηση αναίρεσης κατά της 3895/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντος ως Εφετείου), με την από 16-09-2020 κλήση των καλούντων, η βιαίως διακοπείσα λόγω θανάτου της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης Σ. Κ. του Ν. δίκη.
[2] Σύμφωνα με το άρθρο 8 εδ. α` του ν. 3198/1955 μισθωτοί, που συνδέονται με σχέση εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, εφόσον συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη με την έννοια του άρθρου 8παρ. 1 του ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65ο έτος της ηλικίας τους και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του αυτού νόμου. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στην διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενους σ` αυτή όρους μειωμένης αποζημιώσεως. Η σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον Κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ισχύοντος από 12-03-2001 νέου Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσείουσας Τράπεζας, ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990, με την από 09-03-2001 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας και της συνδικαλιστικής οργανώσεως του προσωπικού του Συλλόγου Υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με αριθμό 5/12.3.2001 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρ. 2 παρ. 6, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990), η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό της Τράπεζας λύεται με το θάνατο του υπαλλήλου, την έγγραφη παραίτησή του, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας και με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την Τράπεζα για σπουδαίο λόγο, σε κάθε περίπτωση δε, η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας. Oι όροι του εφαρμοζόμενου με ισχύ νόμου Κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς, η διεπόμενη από τέτοιο Κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του Κανονισμού (OλΑΠ 42/2002).
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του Κανονισμού ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α` του ν. 3198/1955, αφού και η παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση του υπαλλήλου που λύεται με την παραίτησή του πριν από την συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, ο αποχωρών με έγγραφη παραίτηση υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας δικαιούται τη μειωμένη ως άνω αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον κανονισμό δικαίωμα παραιτήσεως του μισθωτού από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεσή της στην αποχώρηση των εργαζομένων (ΑΠ 70/2016, ΑΠ 681/2011, ΑΠ 1264/2009, ΑΠ 640/2009, ΑΠ 356/2009).
[3] Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 435/1976, µε την οποία αντικαταστάθηκε το β` εδ. του άρθρου 8 ν.3198/1955, που είχε προστεθεί µε την παρ. 4 του άρθρου 8 ν.δ. 3789/1957, “μισθωτοί εν γένει, υπαγόµενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισµού, δια την χορήγησιν συντάξεως, συµπληρώσαντες ή συµπληρούντες τας προς χορήγησιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται, εάν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, να αποχωρήσουν της εργασίας των ή να αποµακρύνονται ταύτης παρά του εργοδότου των, λαµβάνοντες εις τας περιπτώσεις ταύτας, οι µεν επικουρικώς ησφαλισµένοι το 40%, οι δε µη ησφαλισµένοι επικουρικώς το 50% της υπό του ν.2112/1920 οριζοµένης αποζημιώσεως, για την περίπτωση της απροειδοποιήτου καταγγελίας”, κατά δε την διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου “τυχόν ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι, περιεχόμενοι σε άλλες διατάξεις, συλλογικές συµβάσεις εργασίας, κανονισμούς ή ατοµικές συµβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος”. Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία απηχεί τη γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 680 ΑΚ, 3 παρ. 1 ν.3239/1955, 7 παρ. 2 ν.1876/1990, 8 παρ. 1 ν.2112/1920) της εύνοιας υπέρ του μισθωτού, έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση του εδ. α` του άρθρου 8 του ν.3198/1955, το οποίο, όπως από το ανωτέρω άρθρο 5 του ν.435/1976 προκύπτει, έχει ως σκοπό να διευκολύνει την αποχώρηση και ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, κατά την έννοια δε της διατάξεως αυτής, ως “ευνοϊκότεροι όροι” νοούνται όλες οι προϋποθέσεις λειτουργίας της συμβάσεως, οι οποίες τέθηκαν υπέρ του μισθωτού, είτε ανάγονται στο ύψος της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της, είτε στο ίδιο το δικαίωµα καταγγελίας. Από τις διατάξεις αυτές, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας ή µε μεταγενέστερη συµφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού συμφωνήθηκε η λύση της εργασιακής σχέσεως µε ευνοϊκότερους όρους, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημιώσεως, από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 8 του Ν.3198/1955, τότε αυτοί κατισχύουν και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του ως άνω άρθρου, ο δε μισθωτός δεν δικαιούται να αξιώσει αθροιστικώς, πέρα από τη συμφωνηθείσα, και την από το άρθρο αυτό προβλεπόμενη αποζημίωση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο. Το μόνο δε δικαίωμα που έχει αυτός είναι να αξιώσει τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ. α` του ν.3198/1955 και εκείνης, που καταβλήθηκε, ως κίνητρο για την πρόωρη αποχώρηση αυτού. Τέτοιο ευνοϊκότερο, των ρυθμίσεων του άρθρου 8 εδ. α` του ν.3198/1955, όρο αποτελεί και η συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη αντί της προβλεπομένης στο άνω άρθρο μειωμένης αποζημιώσεως, να προβεί ο εργοδότης στην προαγωγή του εργαζομένου, που θα του αποφέρει μεγαλύτερη σύνταξη, προαγωγή την οποία χωρίς τη συμφωνία αυτή δεν θα λάμβανε (ΑΠ 70/2016, ΑΠ 681/2011, ΑΠ 139/2010, ΑΠ 1264/2009, ΑΠ 640/2009, ΑΠ 85/2009).
[4] Στην προκειμένη περίπτωση με την από 23-12-2011 αγωγή της η αρχικώς ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη(στην θέση της οποίας μετά την αποβίωσή της έχουν υπεισέλθει οι άνω καλούντες, ως νόμιμοι και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της), ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εξέθετε ότι στις 02-02-1994 προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “…………. Α.Ε.”, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εξάμηνης διάρκειας ως καθαρίστρια ολικής απασχόλησης, η οποία τράπηκε σε αορίστου από 02-08-1994, ενώ από 01-07-1998 μετατάχθηκε στον κλάδο του υποστηρικτικού προσωπικού. Ότι υπηρέτησε έκτοτε συνεχώς στην εναγομένη εξελιχθείσα έως τον βαθμό του Επιμελητή Γ’ μέχρι την 01-07-2011, οπότε αποχώρησε με έγγραφη παραίτησή της από την υπηρεσία της με τα αναφερόμενα ειδικότερα έτη υπηρεσίας, ηλικία και αποδοχές του τελευταίου μήνα υπηρεσίας. Ότι στο άρθρο 33 του οργανισμού της εναγομένης προβλέπεται μεταξύ άλλων η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και προ της συμπληρώσεως των καθοριζομένων ορίων ηλικίας και ότι σε περίπτωση που έχει προβλεφθεί πρόωρη λύση της συμβάσεως, όπως με τον κανονισμό της εναγομένης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση και όταν αυτή πληρωθεί, η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου, η συγκατάθεση της τραπέζης θεωρείται δεδομένη, αφού θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων, οπότε πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955. Ότι η ενάγουσα κατόπιν της αποχώρησης της έχοντας συμπληρώσει 17 έτη υπηρεσίας δικαιούται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή της την υπό του άρθρου 8 εδ. α ‘ του ν. 3198/1995 προβλεπόμενη αποζημίωση απολύσεως, η οποία ανέρχεται (κατά τα άρθρα 1 του ν. 2112/1920 και 5 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1995) στο ποσό των 16.014,31 ευρώ. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη της καταβάλει το ποσό των 16.014,31 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την αποχώρησή της , ήτοι από 1-7-2011. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 865/2013 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.014,31 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από την εναγομένη και επ’αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη 3895/2017 απόφαση του ως Εφετείου δικάζοντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε από ουσιαστική άποψη η έφεση και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση.
[5] Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και 4/2005). Η νομική δε αοριστία της αγωγής, ένστασης κλπ, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής ή της ένστασης και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της ενστάσεως, ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 499/2017, ΑΠ 1435/2014, ΑΠ 362/2008, ΑΠ 164/2004).
[6] Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής(ΑΠ 123/2020). Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως ή μερικής εξοφλήσεως, αρκεί να διαλαμβάνεται το ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό και η αιτία καταβολής καθώς και ο χρόνος καταβολής, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
[7] Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της από 26-06-2013 έφεσής της, επανέφερε τον πρωτοδίκως προταθέντα, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ένδικης αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, με την καταβολή σ’αυτήν, στις 14-07-2011 κατόπιν σχετικής εγκρίσεως της Διοικήσεως, του ποσού των 14.217 ευρώ ως εφάπαξ αποζημίωσή της, λόγω της από 01-07-2011 παραιτήσεώς της από την υπηρεσία της στην εναγομένη. Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικά με το επίμαχο θέμα:
«| Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 02-02-1994 από την εναγομένη ως καθαρίστρια ολικής απασχόλησης με εξάμηνη διάρκεια και ακολούθως μετατάχθηκε στο κλάδο του υποστηρικτικού προσωπικού και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής ως κλητήρας, εξελιχθείσα έως το βαθμό του Επιμελητή Γ’ και υπό την ιδιότητα της αυτή εργάσθηκε μέχρι την 01-07-2011, οπότε και αποχώρησε από την υπηρεσία της στην εναγομένη, λόγω παραίτησης της, σε ηλικία 61 ετών, έχοντας συμπληρώσει 17 έτη υπηρεσίας στην εναγομένη. Με την κατάρτιση δε του Κανονισμού της εναγομένης, αυτή αυτοδεσμεύτηκε συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή της στην παραίτηση των υπαλλήλων της, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί.
Συνεπώς στο πρόσωπο της ενάγουσας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εδάφ. α’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και αυτή δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως καταγγελίας, που δεν της κατέβαλε η εναγομένη και δικαιούται να αξιώσει αυτήν όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη. Περαιτέρω δεν προέκυψε ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ της εναγομένης ως εργοδότριας και της ενάγουσας συμφωνήθηκε η λύση της εργασιακής σχέσεως με ευνοϊκότερους όρους, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημιώσεως, από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, ώστε αυτοί να κατισχύουν και να μη εφαρμόζεται η διάταξη του ως άνω άρθρου, ως ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της η εφεσίβλητη. Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εφάπαξ αποζημίωση συμφωνήθηκε ως κίνητρο για την πρόωρη οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας ώστε να αποκλείεται η σωρευτική λήψη και της αποζημίωσης του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 που επιδικάσθηκε, όπως προεκτέθηκε, και στο προαναφερθέν ύψος, ως συνέπεια της επίσης πρόωρης οικειοθελούς αποχωρήσεώς της. Εξάλλου δεν διευκρινίζει η εναγομένη τι ποσό καταβλήθηκε ως εφάπαξ βοήθημα, ώστε να προκύπτει το ύψος της τυχόν προκύπτουσας μεταξύ τους διαφοράς και τι καταβλήθηκε έναντι της οφειλόμενης διαφοράς εκ της προβλεπόμενης από το άρθρο 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955 αποζημίωσης, αλλά όλως αορίστως ισχυρίζεται και επικαλείται την από 01-07-2011 απόδειξη σύμφωνα με την οποία έλαβε η ενάγουσα το ποσό των 14.217 ευρώ ως εφάπαξ βοήθημα στο οποίο περιλαμβάνεται και η αποζημίωση του Ν. 3198/1955. Ο ισχυρισμός λοιπόν της εναγομένης που επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως της περί μερικής εξόφλησης της οφειλόμενης αποζημίωσης τυγχάνει αόριστος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, διότι δεν εκτίθεται σε αυτόν το ποσό που καταβλήθηκε για κάθε επί μέρους αιτία και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την σχετική ένσταση ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός ως άνω δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ούτε άλλωστε προέκυψε ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικαίωμα λήψεως της μειωμένης αποζημίωσης του άρθρου 8 του ν. 1398/1955″.Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση μερικής εξοφλήσεως, κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, καθόσον για την (νομική) επάρκεια της θεμελίωσης της εν λόγω ενστάσεως εξοφλήσεως της εναγομένης, αξίωσε περισσότερα στοιχεία, από όσα απαιτεί ο νόμος, για την θεμελίωση του δικαιώματος της αυτού, διότι σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στις με αριθμούς 5 και 6 μείζονες σκέψεις στοιχεία, αυτά που απαιτούνται για το ορισμένο της ενστάσεως εξοφλήσεως, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής του, τα οποία περιέχονται στον εν λόγω ισχυρισμό. Περαιτέρω σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στις με αριθμούς 2 και 3 μείζονες σκέψεις, η αναιρεσείουσα δεν δικαιούται να αξιώσει αθροιστικά εκτός από την προβλεπόμενη από το άρθρ. 8 εδ. α` του Ν. 3198/1955 αποζημίωση, και την εφάπαξ αποζημίωση που της χορηγήθηκε κατόπιν σχετικής εγκρίσεως της Διοικήσεως στις 14-07-2011 ποσού 14.217 ευρώ, εφόσον κατά τις παραδοχές του Εφετείου δεν προέκυψε ότι διατήρησε τέτοιο αθροιστικό δικαίωμα, κατόπιν συμφωνίας με την αναιρεσείουσα Τράπεζα, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη τέτοιου δικαιώματος, αφού ειδικότερα κατά τις παραδοχές του “δεν προέκυψε ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ της εναγομένης ως εργοδότριας και της ενάγουσας συμφωνήθηκε η λύση της εργασιακής σχέσεως με ευνοϊκότερους όρους, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημιώσεως, από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, ώστε αυτοί να κατισχύουν και να μη εφαρμόζεται η διάταξη του ως άνω άρθρου|».
Περαιτέρω ο μισθωτός, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, δεν δικαιούται να αξιώσει αθροιστικά και την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εδ. α’του ν. 3198/1955 αποζημίωση, εφόσον η εφάπαξ αποζημίωση που συμφωνήθηκε για την πρόωρη οικειοθελή αποχώρηση είναι ευνοϊκότερη έναντι της πρώτης. Στην περίπτωση όμως που το καθεστώς αποζημιώσεως που συμφωνήθηκε για την πρόωρη λύση της εργασιακής σχέσεως πριν από τη λήξη του ορισμένου χρόνου της διάρκειάς της δεν είναι ευνοϊκότερο και η αποζημίωση που έλαβε βάσει αυτού ο μισθωτός είναι μικρότερη από την προβλεπόμενη από το άρθρου 8 εδ. α του ν. 3198/1955, ο τελευταίος δικαιούται τη διαφορά, κατ` επιλογή της προαναφερθείσας αρχής της εύνοιας υπέρ του μισθωτού. Ωστόσο το Εφετείο απέρριψε ως αόριστη την ένσταση μερικής εξόφλησης, η οποία είναι ουσιώδης, αφού η παραδοχή της θα ασκούσε πρόδηλα επίδραση στο διατακτικό της απόφασης με τον καταλογισμό του καταβληθέντος ποσού στο τελικά επιδικαστέο στην ενάγουσα ποσό, και επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμος. Μετά από αυτά παρέλκει η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων από την αναιρεσείουσα λόγων αναίρεσης, γιατί καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου, που έγινε δεκτός.
[8] Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή διαφορετικό από αυτόν που εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενώ οι αναιρεσίβλητοι, που νικήθηκαν πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3895/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (δικάζον ως Εφετείο), που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστή άλλον από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. – Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr/circulars/38198/areios-pagos-419-2021