ΑΠΟΦΑΣΗ
Melgarejo Martinez de Abellanosa κατά Ισπανίας της 14.12.2021 (αρ. προσφ. 11200/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων. Αντιφατική νομολογία σε ίδιο ζήτημα. Δίκαιη δίκη.
O προσφεύγων άσκησε προσφυγή για διπλή παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης και αντιφατικής νομολογίας. Μέρος της ακίνητης περιουσίας του προσφεύγοντα κατασχέθηκε λόγω ληξιπρόθεσμης οφειλής στην εφορία στην οποία συμπεριλαμβάνονταν κεφάλαιο και προσαυξήσεις λόγω τόκων ύψους 296.031 ευρώ. Άσκησε προσφυγή στα φορολογικά δικαστήρια και ακυρώθηκε η αρχική οφειλή όχι όμως το ποσό των προσαυξήσεων και των τόκων. Σε αντίστοιχη υπόθεση σε άλλη απόφαση που αφορούσε τους αδελφούς του η δικαστική απόφαση ακύρωσε το συνολικό ποσό της κύριας οφειλής και των προσαυξήσεων και τόκων.
Όσον αφορά τις διαφορετικές αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων στην διαφορά του ίδιου του προσφεύγοντα και αυτής των αδελφών του, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η πιθανότητα αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων είναι εγγενές χαρακτηριστικό οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος και δεν θα μπορούσε από μόνο του να θεωρείται ότι παραβιάζει την ΕΣΔΑ. Συνεπώς δεν διαπίστωσε παραβίαση όσον αφορά το σκέλος αυτό.
Αντιθέτως όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η υποχρέωση αιτιολογίας είναι απαραίτητη στα επιχειρήματα που είναι σημαντικά για την έκβαση της υπόθεσης.
Έκρινε ότι ή έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τον ισχυρισμό του προσφεύγοντα για τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα των προσαυξήσεων και των τόκων, σε σχέση με την κύρια οφειλή που ακυρώθηκε, που ήταν ένα καθοριστικό επιχείρημα για την έκβαση της δίκης, παραβίασε τη δίκαιη δίκη.
Το ΕΔΔΑ δεν επιδίκασε αποζημίωση ή ηθική βλάβη γιατί δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, ωστόσο η διαπίστωση της παραβίασης, υποχρεώνει το καθ’ ού κράτος σε νέα δίκη με επανάληψη της διαδικασίας.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Francisco Javier Melgarejo Martinez de Abellanosa, είναι Ισπανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1965 και ζει στη Σεβίλλη.
Μετά από έλεγχο των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, η Ισπανική Υπηρεσία Φορολογικής Διαχείρισης ζήτησε την καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών από αυτόν για τα φορολογικά έτη 1991 και 1993. Ωστόσο, οι οφειλές αυτές κηρύχθηκαν άκυρες από το Οικονομικό Διοικητικό Δικαστήριο της Ανδαλουσίας το 1999. Στη συνέχεια, μετά από έφεση των φορολογικών αρχών, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε εν μέρει από το Κεντρικό Οικονομικό Διοικητικό Δικαστήριο το 2001, και τα επακόλουθα ένδικα μέσα του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν.
Το 2005, οι φορολογικές αρχές προχώρησαν σε αναγκαστική εκτέλεση με κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανέρχονταν στο ποσό των 296.031 ευρώ, στα οποία περιλαμβάνονταν προσαυξήσεις και τόκοι υπερημερίας.
Ο προσφεύγων υπέβαλε στη συνέχεια δύο αιτήσεις για παραγεγραμμένη καταβολή χρεών έναντι των φορολογικών αρχών, το ένα για την κύρια οφειλή και το άλλο για τις προσαυξήσεις και τους τόκους. Η αίτηση ως προς την κύρια οφειλή έγινε δεκτή και το χρέος κηρύχθηκε άκυρο. Ωστόσο, η αίτηση σχετικά με προσαυξήσεις και τόκους απορρίφθηκε. Κατέθεσε έφεση ενώπιον της Audiencia Nacional σχετικά με την προσαύξηση και τους τόκους, αλλά η έφεσή του απορρίφθηκε. Στην απορριπτική απόφαση, δεν δόθηκε καμία απάντηση στον ισχυρισμό του ότι έπρεπε οι προσαυξήσεις και οι τόκοι να χαρακτηριστούν άκυρα ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της κύριας οφειλής. Αντίθετα, δύο μήνες αργότερα, η Audiencia Nacional έκανε δεκτές τις εφέσεις των αδερφών του, που είχαν υποβληθεί σε παρόμοιο φόρο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Το 2018 η Audiencia Nacional απέρριψε την αίτησή του για ακύρωση, χωρίς να ασχοληθεί με το ιδιαίτερο ζήτημα του αν η προηγούμενη απόφαση είχε απαντήσει στον ισχυρισμό του σχετικά με την παρεπόμενη φύση της προσαύξησης και των τόκων. Αναίρεση στον Άρειο Πάγο και η προσφυγή στο Συνταγματικό δικαστήριο κρίθηκαν απαράδεκτες.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) της Σύμβασης, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη είχε παραβιαστεί λόγω της παράλειψης της Audiencia Nacional να παράσχει αιτιολογία ως απάντηση στον ισχυρισμό του σχετικά με τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα των προσαυξήσεων και των τόκων. Υποστήριξε ότι, καθώς η κύρια οφειλή είχε κηρυχθεί άκυρη, οι προσαυξήσεις για καθυστερημένη πληρωμή και οι τόκοι υπερημερίας θα έπρεπε να έχουν ακυρωθεί επίσης. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η απόρριψη της έφεσής του, ενώ εκείνες των αδελφών του υπό τις ίδιες συνθήκες έγιναν δεκτές, συνεπαγόταν παραβίαση της ασφάλειας δικαίου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή υπό το ποινικό σκέλος του άρθρου 6 § 1, ενόψει του αποτρεπτικού και τιμωρητικού χαρακτήρα των προσαυξήσεων για ληξιπρόθεσμη πληρωμή, με το αστικό σκέλος να μην εφαρμόζεται όσον αφορά φορολογικά θέματα.
Εξέτασε τα δύο ζητήματα χωριστά.
(i) Σχετικά με τις αποκλίνουσες αποφάσεις στην υπόθεση του προσφεύγοντος και των αδελφών του. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση επί της έφεσης του κ. Melgarejo Martinez de Abellanosa είχε εκδοθεί δύο μήνες νωρίτερα από την απόφαση αναφορικά με την έφεση των αδελφών του και ότι τα αδέρφια του, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες και οι καταστάσεις ήταν πανομοιότυπες ή παρόμοιες με εκείνες του προσφεύγοντος, είχαν λάβει διαφορετική απόφαση. Ενώ αυτή η απόκλιση επέφερε αναστάτωση στους εμπλεκόμενους, η πιθανότητα αντικρουόμενων δικαστικών αποφάσεων ήταν εγγενές χαρακτηριστικό οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος και δεν θα μπορούσε από μόνο του να θεωρείται ότι παραβιάζει τη Σύμβαση.
Δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η απόκλιση στην παρούσα υπόθεση αντιβαίνει σε πάγια νομολογία ή ότι είχε συμβεί σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επαναλήφθηκε σε άλλες υποθέσεις και λαμβάνοντας υπόψη ότι, καταρχήν, δεν ήταν καθήκον του Δικαστηρίου να συγκρίνει διαφορετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν «βαθιές και μακροχρόνιες διαφορές» στη σχετική νομολογία και καμία παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου σε βαθμό ασυμβίβαστο με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1.
Ως εκ τούτου, δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) για το λόγο αυτό.
(ii) Σχετικά με την αιτιολογία
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Δικαστήριο Audiencia Nacional στην αιτιολογία του δεν είχε εξηγήσει γιατί, παρά το γεγονός ότι οι προσαυξήσεις και τόκοι θεωρήθηκαν παρεπόμενα βάσει του Γενικού Φορολογικού Νόμου, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σχετικά με τις προσαυξήσεις και τους τόκους θα μπορούσε να κινηθεί και αν δεν υπήρχε εντολή εκτέλεσης αναφορικά με το κύριο χρέος.
Η υποχρέωση των δικαστηρίων να αιτιολογούν δεν απαιτεί λεπτομερή απάντηση σε όλα τα επιχείρημα αλλά απαιτεί μια συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στα επιχειρήματα που ήταν καθοριστικά για την έκβαση της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, παρά το επιχείρημα που αφορά τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα των προσαυξήσεων και των τόκων ότι είναι δυνητικά καθοριστικός για την έκβαση της υπόθεσης, ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί εάν το δικαστήριο της Audiencia Nacional είχε εξετάσει τον ισχυρισμό αυτόν, ή εάν το είχε αξιολογήσει και απορρίψει και, εάν ναι, ποιοι ήταν οι λόγοι για να το πράξει. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε αιτιολογημένη απόφαση είχε παραβιαστεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης ως προς την δικαστική αιτιολογία (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Δεν υποβλήθηκαν δικαιολογητικά για έξοδα και δαπάνες, οπότε το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του προσφρεύγοντος για αυτά.
Επιπλέον, δεν είχε υποβάλει αίτημα για καταβολή αποζημίωσης ή ηθική βλάβη.
Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εσωτερική νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα αναθεώρησης της τελικής απόφασης όταν διαπιστώνεται παραβίαση της Σύμβασης. Ισχυρίστηκε στην περίπτωση αυτή, ότι η εκ νέου δίκη ή η επανάληψη της υπόθεσης θα αποτελούσε την καταλληλότερη μορφή αποζημίωσης (επιμέλεια echrcaselaw.com).