Η αποδεικτική δύναμη της δικαστικής απόφασης μπορεί να ανατραπεί μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε στο σύνολό της αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, κατά απορριπτικής της έφεσής του απόφασης, με την οποία κρίθηκε, ομοίως με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτέα η ανακοπή του κατά πίνακα κατάταξης.
Ως λόγους ανακοπής, το αναιρεσείον είχε προβάλει την άρνηση της ύπαρξης, του μεγέθους και του προνομιακού χαρακτήρα των απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή διαδίκου (ΑΠ 765/2021).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, στην τρίτη τάξη της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 975 παρ 3 του ΚΠολΔ προνομιακής κατάταξης, κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Ως ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού νοείται εκείνη που αρχικά ορίστηκε, μετά την επιβολή της κατάσχεσης, έστω και αν η διενέργεια του πλειστηριασμού ματαιώθηκε από αδράνεια αυτού που επέβαλε την κατάσχεση ή επακολούθησε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού εκ μέρους άλλου δανειστή.
Συνεπώς, η αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού αποτελεί την αφετηρία αναδρομικού υπολογισμού της διετίας, ενώ αν ο πλειστηριασμός έγινε αργότερα, λόγω αναβολής, αναστολής ή ματαίωσής του κατά την ημερομηνία που είχε αρχικά ορισθεί, το ανωτέρω προνόμιο απολαμβάνουν μόνο οι εν λόγω απαιτήσεις, που προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί για τον πλειστηριασμό.
Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε πως αν ο λόγος ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς τον σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθού η ανακοπή που έχει καταταγεί και του προνομιακού της χαρακτήρα, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η εν λόγω άρνηση. Και τούτο, διότι, στην περίπτωση αυτή, ο καθού η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο και να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο καθού η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή και αν δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή.
Το δικαστήριο τόνισε πως, στην περίπτωση αυτή, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση. Ωστόσο, κατά το άρθρο 312 του ΚΠολΔ, η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφερε σ’ αυτήν το δικαστήριο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης. Συνεπώς, όταν αυτή προσκομίζεται για την απόδειξη της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ως εκ της οποίας παρέχεται στο διάδικο, υπέρ του οποίου βεβαιώθηκε με την απόφαση η ύπαρξη της σχέσης αυτής, δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση κατ’ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτή, σε δίκη που αφορά την εκτέλεση, αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση, για την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και έναντι των συμμετεχόντων στην δίκη αυτή τρίτων, όπως επί πλειστηριασμού των αναγγελθέντων σ’ αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του απορρέοντος από την απόφαση αυτή δεδικασμένου, αφού δεν πρόκειται για εκτέλεσή της κατ’ αυτών, αλλά κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος ή άλλου συνδανειστή τους, και οι οποίοι μπορούν ν’ ανατρέψουν την άνω αποδεικτική δύναμη της απόφασης μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 975 παρ 3 ΚΠολΔ, στην τρίτη τάξη της προβλεπόμενης απ` αυτήν προνομιακής κατάταξης, κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Ως τέτοιες απαιτήσεις νοούνται οποιεσδήποτε απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης και των νομικών διατάξεων επί των οποίων στηρίζονται αυτές, αρκεί μόνο να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος με την παροχή της εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 711/2016). Ως ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού νοείται εκείνη που αρχικά ορίστηκε, μετά την επιβολή της κατάσχεσης, έστω και αν η διενέργεια του πλειστηριασμού ματαιώθηκε από αδράνεια αυτού που επέβαλε την κατάσχεση ή επακολούθησε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού εκ μέρους άλλου δανειστή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 973 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1625/2008). Έτσι, η αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού αποτελεί την αφετηρία αναδρομικού υπολογισμού της διετίας. Αν συνεπώς ο πλειστηριασμός έγινε αργότερα, λόγω αναβολής, αναστολής ή ματαίωσής του κατά την ημερομηνία που είχε αρχικά ορισθεί, το ανωτέρω προνόμιο απολαμβάνουν μόνο οι εν λόγω απαιτήσεις, που προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί για τον πλειστηριασμό (ΑΠ 1046/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933, 979 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι, αν ο λόγος ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς τον σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθού η ανακοπή που έχει καταταγεί και του προνομιακού της χαρακτήρα, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η εν λόγω άρνηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο καθού η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο καθού η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή και αν δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 903/2019, ΑΠ 273/2016, ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1052/2005, ΑΠ 404/2003, ΑΠ 183/2002, ΑΠ 1316/1997). Η αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, επιτρέπεται ακόμα και αν αποδεικνύεται έναντι του καθού η εκτέλεση με έγγραφα, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών δεν δεσμεύει και τους αναγγελθέντες δανειστές (ΑΠ 100/2017), οι οποίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθού η εκτέλεση και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και του οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο, που απορρέει από τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει στον καταταγέντα απαίτηση σε βάρος του καθού η εκτέλεση ή αναγνωρίζει υπέρ αυτού προνόμιο. Επομένως, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση (ΑΠ 100/2017, ΑΠ 1907/2011, ΑΠ 1311/2009). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 312 ΚΠολΔικ, η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφερε σ’ αυτήν το δικαστήριο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης.
Συνεπώς, όταν αυτή προσκομίζεται για την απόδειξη της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ως εκ της οποίας παρέχεται στο διάδικο, υπέρ του οποίου βεβαιώθηκε με την απόφαση η ύπαρξη της σχέσης αυτής, δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση κατ’ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτή, σε δίκη που αφορά την εκτέλεση, αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση για την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και έναντι των συμμετεχόντων στην δίκη αυτή τρίτων, όπως επί πλειστηριασμού των αναγγελθέντων σ’ αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του απορρέοντος από την απόφαση αυτή δεδικασμένου, αφού δεν πρόκειται για εκτέλεσή της κατ’ αυτών, αλλά κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος ή άλλου συνδανειστή τους, και οι οποίοι μπορούν ν’ ανατρέψουν την άνω αποδεικτική δύναμη της απόφασης μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής (ΑΠ 1837/2013, ΑΠ 650/2011).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.