ΑΡΙΘΜΟΣ 737/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Σύμφωνο προαιρέσεως (ΟPTION). Μίσθωση πράγματος. Αδυναμία εκπλήρωσης παροχής. Περιελθόν. Καταστροφή αυτοκινήτου. Στοιχεία αδικοπραξίας. Δικαιούχος αποζημίωσης σε περίπτωση καταστροφής πράγματος.
– Ως σύμφωνο προαιρέσεως (ΟPTION) νοείται η νομικώς επιτρεπτή – κατ’ ενάσκηση της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361)- προπαρασκευαστική ενοχική σύμβαση, με την οποία παρέχεται στον έναν εκ των συμβαλλομένων (δικαιούχο) η εξουσία να επιφέρει αμέσως και άνευ άλλου τινός την κατάρτιση συμβάσεως – και γενικότερα έννομης σχέσεως – ορισμένου εκ των προτέρων περιεχομένου (συνήθως πωλήσεως ή μισθώσεως) με μόνη τη μονομερή δήλωσή του προς τον δεσμευόμενο αντισυμβαλλόμενό του, ότι ασκεί το δικαίωμά του προαιρέσεως. Στο σύμφωνο προαιρέσεως ο δικαιούχος τυγχάνει φορέας διαπλαστικού δικαιώματος, με την άσκηση του οποίου η δια του συμφώνου τούτου ρύθμιση τίθεται σε ισχύ, ασκείται δε το δικαίωμα αυτό με την περιέλευση στον αντισυμβαλλόμενο της μονομερούς και απευθυντέας (ΑΚ 167) δηλώσεως βουλήσεως του δικαιούχου, ότι ασκεί το περί ου ο λόγος δικαίωμά του, οπότε και επέρχεται αυτομάτως η κατά περιεχόμενο προκαθορισμένη αλλοίωση της ενοχής, χωρίς την ανάγκη συμπράξεως και του ετέρου μέρους. Η τελείωση της καταρτίσεως της σκοπούμενης κύριας συμβάσεως θεωρείται ότι συντελείται άμα τη περιελεύσει της μονομερούς δηλώσεως περί ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως στον δεσμευόμενο (ΑΚ 176), εντός της συμβατικώς προβλεπόμενης ή ερμηνευτικώς συναγόμενης αποσβεστικής προθεσμίας, οπότε και το περιεχόμενό της αναπτύσσει νομικώς δεσμευτική ενέργεια, γεννώνται, δηλαδή, τα εκατέρωθεν εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι, αν τα συμβαλλόμενα μέρη όρισαν ρητώς προθεσμία εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα προαιρέσεως, το τελευταίο αποσβέννυται, αν ο δικαιούχος αφήσει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία και δεν ασκήσει το δικαίωμά του.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 574 του ΑΚ, με τη σύμβαση της μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα και κατά τη διάταξη του άρθρου 575 του ίδιου Κώδικα, ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ` όλη τη διάρκεια της μισθώσεως.
– Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 336 του Α.Κ. ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 338 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν ο οφειλέτης απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του, επειδή βρισκόταν σε αδυναμία να την εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί που περιήλθε σ` αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 του Α.Κ. αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για το αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αλλά δεν απαλλάσσεται αν απαίτησε ό,τι περιήλθε στον άλλο εξαιτίας του γεγονότος της αδυναμίας. Από το συνδυασμό των προεκτεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι με τη σύμβαση της μισθώσεως ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση, να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μισθώσεως. Αν το μίσθιο, μετά την παράδοση της χρήσεώς του στο μισθωτή, καταστραφεί ολικώς ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία ο εκμισθωτής ελευθερώνεται από την ως άνω υποχρέωσή του να το διατηρήσει κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση για όλη τη διάρκεια της μισθώσεως, διότι τούτο αποτελεί επιγενόμενη αδυναμία παροχής του εκμισθωτή, αποτέλεσμα της οποίας είναι η άμεση λύση της συμβάσεως μισθώσεως. Σε περίπτωση που η καταστροφή του μισθίου είναι μερική και ευχερής η αποκατάσταση των ζημιών, πρόκειται περί απλής φθοράς και ο εκμισθωτής είναι υποχρεωμένος να επισκευάσει αυτό. Το ποσό της απαιτούμενης δαπάνης για την αποκατάσταση των φθορών είναι αδιάφορο, κατ’ αρχήν όμως, διότι αν οι δαπάνες αυτές είναι υπέρογκες και απαιτείται ριζική επισκευή κατά τις αρχές της καλής πίστεως δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί ο εκμισθωτής να τις πληρώσει και να αποκαταστήσει πλήρως το μίσθιο, αλλά αντίθετα θα κριθεί ότι πρόκειται περί ολικής καταστροφής, η οποία συνεπάγεται τη λύση της μισθώσεως. Έτσι, σε περίπτωση ολικής καταστροφής του μισθίου, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως, από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία, ο εκμισθωτής απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωσή του προς παροχή, οφείλει όμως στο μισθωτή καθετί που περιήλθε σ’ αυτόν εξ αιτίας της αδυναμίας παροχής (ήτοι της αδυναμίας του να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος). Το “περιελθόν”, επομένως, αποτελεί όφελος για τον οφειλέτη της αδύνατης παροχής, το οποίο βρίσκεται σε αιτιώδη σχέση προς την αδυναμία παροχής και αποτελεί αξία που εισέρχεται, μερικά ή ολικά, στη θέση της αδύνατης παροχής. Ο αιτιώδης σύνδεσμος που απαιτείται να υπάρχει μεταξύ της αδυναμίας παροχής (ως αιτίου) και της αποκτήσεως από τον οφειλέτη του “περιελθόντος” (ως αποτελέσματος) δεν εκλαμβάνεται υπό την αυστηρά λογική του έννοια. Απαιτείται και αρκεί μία εσωτερική, ουσιαστική σχέση μεταξύ των δύο στοιχείων. Το ότι το “περιελθόν” πρέπει να αποτελεί αξία, που αντισταθμίζει την απολεσθείσα παροχή και εισέρχεται στη θέση αυτής, έστω και εν μέρει, σημαίνει ότι για τον οφειλέτη – εκμισθωτή, ο οποίος οφείλει μόνο τη χρήση του μισθίου πράγματος και όχι καθολικά αυτό τούτο το πράγμα ως προς όλες τις χρησιμότητές του, δηλαδή όχι την κυριότητα επ’ αυτού, δεν αποτελεί “περιελθόν” η αξίωση για το τίμημα από πώληση του πράγματος σε τρίτο ή η αποζημίωση, που υποχρεούται να καταβάλει στον οφειλέτη της αδύνατης παροχής – εκμισθωτή, λόγω της καταστροφής του πράγματος, ο υπαίτιος της καταστροφής ή ασφαλιστική εταιρία. Τούτο δε, γιατί οι αξιώσεις αυτές αντικαθιστούν την όλη αξία του πράγματος και όχι μόνο την αξία της χρήσεως και πολύ λιγότερο την τελευταία αξία για ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα, όσο θα είχε δικαίωμα ο δανειστής της αδύνατης παροχής – μισθωτής για χρήση του πράγματος.
– Ορθή η κρίση του εφετείου ότι το Εφετείο ότι: α) εφ’ όσον η εκμισθώτρια – εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, κατά το χρόνο καταστροφής του αυτοκινήτου και της εντεύθεν αδυναμίας παροχής της χρήσεώς του στη μισθώτρια – ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, όφειλε μόνο τη χρήση του και όχι καθολικά τούτο ως προς όλες τις χρησιμότητές του (δηλ. και την κυριότητά του), η αποζημίωση, την οποία εισέπραξε από την ασφαλίζουσα το όχημα ασφαλιστική εταιρία, δεν αποτελεί “περιελθόν”, κατά την έννοια που αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά αντίθετα αποτελεί αντιστάθμισμα της όλης αξίας του εκμισθωθέντος αυτοκινήτου και όχι μόνο της αξίας της απολεσθείσας χρήσεως αυτού και β) ακόμη και στο πλαίσιο της αδυναμίας της εκμισθώτριας να μεταβιβάσει στη μισθώτρια το αυτοκίνητο, κατά τη λήξη της μισθώσεως, σε εκτέλεση του επικαλούμενου από αυτήν συμφώνου προαιρέσεως, η εισπραχθείσα από την πρώτη (εκμισθώτρια) ασφαλιστική αποζημίωση δεν αποτελεί περιελθόν, διότι το ποσό αυτό δαπανήθηκε για την αποκατάσταση των φθορών του επιδίκου οχήματος, ενώ στη συνέχεια η εκμισθώτρια προσέφερε στη μισθώτρια επισκευασμένο το αυτοκίνητο προς εξαγορά, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε να το πράξει και ότι η μη εξαγορά αυτού από τη μισθώτρια ενάγουσα δεν οφείλεται στην αδυναμία της εκμισθώτριας εναγομένης να της το μεταβιβάσει, αλλά στη μη σύμφωνη με το περιεχόμενο της συμβάσεως άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς του συγκεκριμένου οχήματος μετά την επισκευή του από την μισθώτρια ενάγουσα, η οποία θεωρούσε ότι αντικείμενο της εξαγοράς έπρεπε να είναι όχι το όχημα τούτο μετά την επισκευή του, αλλά άλλο ισάξιο.
– Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι οι εξής: 1) Ανθρώπινη συμπεριφορά, που μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια (πράξη) ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, 2) η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη, 3) υπαιτιότητα (πταίσμα) του δράστη, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, 4) επέλευση ζημίας. Ως παράνομη συμπεριφορά θεωρείται εκείνη που προσβάλλει όχι μόνο κάποιο απόλυτο ή σχετικό δικαίωμα κάποιου άλλου, αλλά και εκείνη που παραβιάζει κάθε κανόνα δικαίου, ο οποίος έχει τεθεί για την προστασία ιδιωτικών αποκλειστικά ή και ιδιωτικών συμφερόντων, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι συμβατικός δεσμός μεταξύ ζημιώσαντος, όπως και εκείνη που αντίκειται στο επιβαλλόμενο από το παραπάνω άρθρο 914 Α.Κ. γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κανείς υπαίτια άλλον. Έτσι για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Παρανομία, συνεπώς, συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Πράξη παράνομη, η οποία μπορεί να γεννήσει αξίωση για αποζημίωση, όταν συντρέχουν και οι λοιποί όροι του άρθρου 914 του Α.Κ. είναι και η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, την οποία ρητώς απαγορεύει το άρθρο 281 του Α.Κ.
– Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914, 936 και 974 Α.Κ. προκύπτει, ότι σε περίπτωση παράνομης βλάβης του αυτοκινήτου νομιμοποιείται να αξιώσει αποζημίωση για τη δαπάνη της επισκευής και εκείνος ο οποίος δυνάμει οποιασδήποτε έννομης σχέσεως κατέχει και εκμεταλλεύεται τούτο κατά το χρόνο της βλάβης και υποχρεούται να το διατηρεί σε κατάσταση, που επιτρέπει την χρησιμοποίηση και απόλαυση των εξ αυτού ωφελημάτων. Όμως, σε περίπτωση παράνομης ολικής καταστροφής του αυτοκινήτου και προσβολής, συνεπώς, του απολύτου δικαιώματος της κυριότητας (άρθρο 1000 Α.Κ.), αποζημίωση, συνιστάμενη στη χρηματική του αξία, λόγω καταστροφής του, δικαιούται να απαιτήσει μόνο ο κύριος και όχι ο νομέας ή κάτοχος (ΑΠ 1495/2001, ΑΠ 1233/1993).