Με τους ισχνούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, το πρόβλημα της χρηματοδότησης της οικονομίας δεν λύθηκε. Είναι σαν να λέμε ότι «η επέμβαση πέτυχε αλλά ο ασθενής μετά βίας επιβιώνει»
Είναι το λιγότερο παρήγορο, ότι μια δικαστική αρχή, εν προκειμένω ένα ανώτατο δικαστήριο το Ελεγκτικό Συνέδριο, αναδεικνύει ένα θέμα που ελάχιστα γίνεται αντικείμενο σοβαρής συζήτησης στον δημόσιο διάλογο.
Μετά από εντολή της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής ανέλαβε να συντάξει μια έκθεση για το τι φταίει και δεν χρηματοδοτείται επαρκώς η οικονομία από τις τράπεζες. Ανέλυσε ίσως το κορυφαίο πρόβλημα από την επίλυση του οποίου εξαρτάται η βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.
Συνήθως στη δημόσια συζήτηση για το θέμα, αναλόγως της ιδεολογικής προέλευσης του αναλυτή, ευθύνονται είτε οι «κακές» τράπεζες, είτε από την άλλη πλευρά οι «κακοί» δανειολήπτες.
Η ανάλυση όμως των δικαστών, υπό τον πρόεδρο Ιωάννη Σαρμά, προχώρησε σε βάθος.
Δεν στάθηκε ούτε στους πανηγυρισμούς των τραπεζών ότι μειώθηκαν σε μονοψήφια ποσοστά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ούτε στη σιγουριά της κυβέρνησης ότι με το, «ακατανόητο» για τον μέσο πολίτη σύμφωνα με την έκθεση, σχέδιο Ηρακλής λύθηκαν όλα τα προβλήματα. Γιατί προφανώς με τους ισχνούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, το πρόβλημα της χρηματοδότησης της οικονομίας δεν λύθηκε. Είναι σαν να λέμε ότι «η επέμβαση πέτυχε αλλά ο ασθενής μετά βίας επιβιώνει».
Τι φταίει; Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, πράγματι υπάρχει θέμα με το υψηλό επίπεδο κόκκινων δανείων. Υπάρχει ωστόσο και μια «νάρκη» στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, που είναι η υψηλή αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που τους δόθηκε ως αντιστάθμισμα για τις ζημιές του PSI. Αυτή η απαίτηση υφίσταται, μειωνοντάς τους τη δυνατότητα να πάρουν ρίσκο, καθώς είναι υποχρεωμένες να βγάζουν κάθε χρόνο κέρδη για να «καίνε» φόρο. Εξού και προτιμούν την ασφάλεια των επενδύσεων σε ομόλογα αντί των δανειοδοτήσεων.
Το τρίτο θέμα που βάζει το Ελεγκτικό Συνέδριο αφορά την ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων των κόκκινων δανείων. Ο λόγος για τους πλειστηριασμούς, μέσω των οποίων λειτουργεί η τραπεζική πίστη παγκοσμίως και στην Ελλάδα μονίμως αναβάλλονται ή παγώνουν.
Αναφέρει και κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Οτι η προστατευτική νομοθεσία υπέρ των όντως οικονομικώς ανίσχυρων δανειοληπτών που κινδύνευαν χωρίς υπαιτιότητά τους να απωλέσουν τη στέγη τους, εφαρμόστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να καθυστερεί υπερβολικά η διάκριση μεταξύ χρηζόντων και μη χρηζόντων προστασίας.
Αρα και τα συναλλακτικά ήθη πλήττονται και οι αδύναμοι δεν τυγχάνουν της προστασίας που δικαιούνται.
Η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασχολείται και με ένα ζήτημα τεχνικά πιο δύσκολο, αλλά ίσως πιο κρίσιμο για την οικονομία.
Το σχέδιο Ηρακλής, βάσει του οποίου το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή ο έλληνας φορολογούμενος, έχει εγγυηθεί κόκκινα δάνεια ύψους 24 δισ. ευρώ. Αν η εγγυήση καταπέσει, δηλαδή τα δάνεια δεν μπουν σε διαδικασία εξυπηρέτησης, προφανώς η επιβάρυνση θα πέσει στις πλάτες του φορολογούμενου. Πρόκειται για το θέμα που έχει μεταφερθεί προς ουσιαστική επίλυση στις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, οι οποίες καλούνται αφού εξυγιάνουν τα συγκεκριμένα δάνεια να τα επιστρέψουν στις τράπεζες. Το εν λόγω θέμα αποτελεί όμως και αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ειδικά την Eurostat, η οποία δεν έχει αποφανθεί ακόμα εάν πρέπει ή δεν πρέπει να υπολογιστούν στο κρατικό έλλειμμα και το χρέος οι εν λόγω εγγυήσεις.
Από την έκθεση προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν υπό μνημονιακούς όρους. Σαν να έχουν ξεχαστεί σε αυτή την κατάσταση, 40 μήνες μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος. Ως αποτέλεσμα διαθέτουν ισχυρά βαρίδια που δεν τους επιτρέπουν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία