Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου
Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα αναφορικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ σε υποθέσεις που άπτονται πρακτικών εκτοπισμού ανταγωνιστών από την αγορά.
Ειδικότερα, η Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (AGCM), ήτοι η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού, κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε επί της στρατηγικής την οποία φέρονται ότι εφάρμοσαν τρεις εταιρίες του ομίλου Enel, ήτοι του φορέα του μονοπωλίου παραγωγής και διανομής ενέργειας στην Ιταλία, με σκοπό να δυσχεράνουν την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην απελευθερωμένη αγορά, επέβαλε πρόστιμο στις εταιρείες αυτές, κρίνοντας πως ευθύνονται για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά παράβαση του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ.
Μετά την έκδοση πρωτόδικης απόφασης, οι εταιρίες του ομίλου Enel προσέφυγαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ιταλίας.
Ο γενικός εισαγγελέας Αθανάσιος Ράντος επεσήμανε, αρχικά, πως εν προκειμένω το ΔΕΕ καλείται να ασχοληθεί με μια ευρύτερη προβληματική της εφαρμογής του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ στις απελευθερωμένες αγορές, ήτοι με την περίπτωση όπου η καταχρηστική συμπεριφορά οφείλεται σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο ο κατεστημένος φορέας εκμετάλλευσης «κληρονόμησε» θεμιτά από το νόμιμο μονοπώλιό του.
Όσον αφορά στην έννοια της «καταχρηστικής εκμετάλλευσης», ο γενικός εισαγγελέας τόνισε πως η νομιμότητα της επίδικης συμπεριφοράς από πλευράς αστικού δικαίου και κανόνων που ρυθμίζουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της ως «καταχρηστικής» κατά την έννοια του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ.
Περαιτέρω, τόνισε πως η έννοια του «υγιούς ανταγωνισμού» δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη μορφή πρακτικής και δεν πρέπει να ορίζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να κριθεί εκ των προτέρων αν μια συμπεριφορά εμπίπτει στον υγιή ανταγωνισμό ή όχι. Το ζήτημα αν μια πρακτική εκτοπισμού είναι σύμφωνη με τον υγιή ανταγωνισμό συναρτάται αυστηρά με το πραγματικό, νομικό και οικονομικό πλαίσιο της πρακτικής αυτής.
Νομολογιακά, έχει κριθεί πως ο «υγιής ανταγωνισμός» πρέπει να ερμηνεύεται σε στενή σχέση με την αρχή ότι μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση υπέχει «ιδιαίτερη ευθύνη» να μη θίγει, με τη συμπεριφορά της, τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Επιπλέον, κρίσιμο στοιχείο έχει κριθεί το εάν η συμπεριφορά αποκλίνει προδήλως από τις συνήθεις πρακτικές της αγοράς, ενώ οι συμπεριφορές που έχουν κριθεί πως δεν εμπίπτουν στην έννοια του «υγιούς ανταγωνισμού» χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από το ότι δεν στηρίζονται σε προφανείς ή αντικειμενικούς οικονομικούς λόγους. Η έννοια δε του «υγιούς ανταγωνισμού» αναφέρεται γενικώς σε μια κατάσταση, από την οποία οι καταναλωτές επωφελούνται μέσω χαμηλότερων τιμών, καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερης επιλογής νέων ή βελτιωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών.
Εν προκειμένω, κατά την κρίση του γενικού εισαγγελέα, και οι κατεστημένοι φορείς εκμετάλλευσης, εφόσον υπόκεινται στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Επομένως, είναι καθ’ όλα επιτρεπτό και αναμενόμενο να θέτει ο όμιλος Enel σε εφαρμογή πρακτικές με στόχο τη διατήρηση της πελατείας του. Ωστόσο, λόγω της ιδιαίτερης ευθύνης του, δεν πρέπει να μετέρχεται πρακτικές οι οποίες, μέσω της εκμετάλλευσης πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το νόμιμο μονοπώλιο, μπορούν να παραγάγουν αποτελέσματα εκτοπισμού των θεωρούμενων ως εξίσου αποτελεσματικών με αυτήν νέων ανταγωνιστών. Κρίθηκε, λοιπόν, σημαντικό να αξιολογηθεί η ικανότητα των ανταγωνιστών να μιμηθούν τις συμπεριφορές της δεσπόζουσας επιχείρησης και, ιδίως, να εξεταστεί αν, βάσει των πληροφοριών που εικάζεται ότι ήταν γνωστές στην Enel, οι ανταγωνιστές της μπορούσαν να έχουν πρόσβαση, με τρόπο οικονομικώς βιώσιμο, σε δεδομένα παρεμφερή, από απόψεως της χρηστικότητάς τους, με εκείνα τα οποία αφορούσαν την πελατεία της προστατευόμενης αγοράς της Enel. Από την εξέταση αυτή μπορεί να προκύψει αν η συμπεριφορά της Enel ήταν εν δυνάμει ικανή να επιφέρει αποτελέσματα στεγανοποίησης της αγοράς και, συνεπώς, το κατά πόσον συνάδει με τον υγιή ανταγωνισμό.
Το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνον τις πρακτικές εκτοπισμού οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν άμεση ζημία στους καταναλωτές, όπερ συνιστά τον απώτερο σκοπό της εν λόγω διατάξεως, αλλά και τις συμπεριφορές που ενδέχεται να τους βλάψουν έμμεσα, εξαιτίας των επιπτώσεών τους στη δομή της αγοράς. Η αρχή ανταγωνισμού οφείλει να καταδείξει ότι μια τέτοια πρακτική εκτοπισμού θίγει τη δομή αποτελεσματικού ανταγωνισμού, επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, ότι είναι και ικανή να προκαλέσει πραγματική ή δυνητική ζημία στους καταναλωτές.
Ακολούθως, ο γενικός εισαγγελέας υπενθύμισε ότι η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης είναι αντικειμενική έννοια και, για την εφαρμογή της, ουδόλως απαιτείται να αποδειχθεί ότι η δεσπόζουσα επιχείρηση είχε πρόθεση αντίθετη προς τον ανταγωνισμό.
Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο ΔΕΕ.