Αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και κράτος δικαίου και δικαστική ανεξαρτησία στη Ρουμανία
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 21-12-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι, βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να μην εφαρμόζουν απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο χωρίς πειθαρχικές κυρώσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας, στο μέτρο που αυτή, σε συνδυασμό με τις εθνικές διατάξεις για την παραγραφή, δημιουργεί συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας.
Ιστορικό των υποθέσεων
Οι συγκεκριμένες υποθέσεις αποτελούν επακόλουθο της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ρουμανία, που έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου (βλ. την απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19). Αυτή η μεταρρύθμιση παρακολουθείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2007, δυνάμει του μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο που θεσπίστηκε με την απόφαση της Επιτροπής 2006/928/ΕΚ με την ευκαιρία της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση.
Στο πλαίσιο αυτών των υποθέσεων τίθεται το ζήτημα εάν η εφαρμογή της νομολογίας, που απορρέει από διάφορες αποφάσεις του ρουμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τους κανόνες της ποινικής διαδικασίας που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις απάτης και διαφθοράς, μπορεί να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως τις διατάξεις του που αποσκοπούν στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στην εγγύηση της ανεξαρτησίας των δικαστών και της αξίας του κράτους δικαίου καθώς και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.
Εν προκειμένω, στις υποθέσεις C‑357/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Ρουμανία) είχε καταδικάσει πολλά άτομα, συμπεριλαμβανομένων πρώην βουλευτών και υπουργών, για αδικήματα απάτης σχετικά με τον ΦΠΑ, διαφθοράς και αθέμιτης άσκησης επιρροής, ιδίως σε σχέση με τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε αυτές τις αποφάσεις λόγω πλημμελούς συνθέσεως, με την αιτιολογία, αφενός, ότι οι υποθέσεις για τις οποίες είχε αποφανθεί πρωτοδίκως το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχαν εκδικαστεί από δικαστικό σχηματισμό εξειδικευμένο στην εκδίκαση αδικημάτων διαφθοράς και, αφετέρου, για τις υποθέσεις που είχε αποφανθεί το δικαστήριο αυτό κατ’ έφεση οι δικαστικοί σχηματισμοί θα έπρεπε να οριστούν με κλήρωση.
Στην υπόθεση C‑379/19, ποινικές διώξεις ασκήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Bihor (Ρουμανία) κατά περισσότερων προσώπων που κατηγορήθηκαν για αδικήματα διαφθοράς και αθέμιτης άσκησης επιρροής. Στο πλαίσιο αιτήματος για αποκλεισμό αποδεικτικών στοιχείων, το τελευταίο δικαστήριο είναι αντιμέτωπο με την εφαρμογή νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο κήρυξε αντισυνταγματική την συλλογή αποδεικτικού υλικού σε ποινικές υποθέσεις η οποία πραγματοποιήθηκε με την συμμετοχή της ρουμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, προκαλώντας τον αναδρομικό αποκλεισμό των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων από την ποινική διαδικασία.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Bihor έθεσαν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με το συμβατό αυτών των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου με το δίκαιο της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας που οδηγεί στην ακύρωση αποφάσεων που εκδόθηκαν από δικαστικό σχηματισμό με πλημμελή σύνθεση, στο μέτρο που αυτή, σε συνδυασμό με τις εθνικές διατάξεις για την παραγραφή, δημιουργεί συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για πράξεις που συνιστούν σοβαρά αδικήματα διαφθοράς ή απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης απαιτεί τα εθνικά δικαστήρια να έχουν την εξουσία να αφήνουν ανεφάρμοστη απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς κίνδυνο να προκύψει πειθαρχική τους ευθύνη.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά και στα γερμανικά στην ιστοσελίδα CURIA