Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 17,2% και στους άνδρες σε 9,6% το γ’ τρίμηνο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ
Στο 13% μειώθηκε το ποσοστό ανεργίας στη χώρα το γ’ τρίμηνο εφέτος, ωστόσο οι μακροχρόνια άνεργοι ανέρχονται στο 66,4% του αριθμού των ανέργων ή σε περίπου 409.000 άτομα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας το γ’ τρίμηνο 2021 ανήλθε σε 13%, από 15,8% το β’ τρίμηνο εφέτος και 16,2% το γ’ τρίμηνο του 2020. Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 615.390 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση 16% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 18,6%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 17,2% και στους άνδρες σε 9,6%.
Ανά ηλικιακή ομάδα, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ηλικίες 15- 19 ετών (36,5%) και 20- 24 ετών (28,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (22,3%), 30- 44 ετών (13,2%), 45- 64 ετών (9,5%) και 65 ετών και άνω (5,8%).
Πρώτη σε ανεργία η Δυτική Μακεδονία
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (19,8%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (17,5%) και η Δυτική Ελλάδα (17,4%). Ακολουθούν, η Θεσσαλία (16,2%), η Κεντρική Μακεδονία (14,7%), η Ήπειρος (14,7%), η Στερεά Ελλάδα (13,1%), η Πελοπόννησος (11,3%), η Αττική (11,2%), η Κρήτη (10,3%), το Νότιο Αιγαίο (10,1%), το Βόρειο Αιγαίο (9,2%) και οι Ιόνιοι Νήσοι (7,6%).
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (31,7%) είτε διότι απολύθηκαν (17,2%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 21,1%. Η πλειονότητα των ανέργων (66,4%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Επίσης, η πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση (57,3%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 18,5%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 11,5%.
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 4.118.332 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση 5,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 4,9%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, λόγω της πανδημίας, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,7%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,2%). Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 8,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 8%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη (6,1%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (5,8%). Η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί τόσο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (20,4%), όσο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (17,5%).
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23,2%) και οι επαγγελματίες (19,9%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο παρατηρείται αύξηση στους απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές καθώς και στους υπαλλήλους γραφείου (11,7% και 8,3%, αντίστοιχα), ενώ μείωση παρατηρείται στους επαγγελματίες (1,2%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς και στους ειδικευμένους τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (11,5% και 8,7%, αντίστοιχα), ενώ μείωση παρατηρείται στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (4,5%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (47,4%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (24,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (80,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 9,7% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 3,9% είναι απασχολούμενοι μερικής απασχόλησης οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,8% έχει παραπάνω από μία εργασία.
Σε σχέση με το γ’ τρίμηνο 2020 οι απουσίες από την εργασία αυξήθηκαν ενώ αντίστοιχα μειώθηκαν οι ώρες εργασίας ανά εβδομάδα. Η απουσία από την εργασία αυξήθηκε σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας εκτός από τον κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας. Τα υψηλότερα επίπεδα απουσίας παρατηρούνται στους τομείς των άλλων υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2020, οι ώρες εργασίας παρουσίασαν σημαντική μείωση στους κλάδους της βιομηχανίας και ενέργειας, των κατασκευών και των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των άλλων υπηρεσιών. Στους ίδιους κλάδους παρατηρείται επίσης μείωση των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα.
Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού» (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία) ανήλθαν σε 4.329.768 άτομα. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών ανήλθαν σε 3.130.103 άτομα. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 2,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2,5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Η πλειονότητα των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού ηλικίας 15- 74 ετών είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (46,6%) ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (30,4%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (60,8%), ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (11,3%). Το 92,1% των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού δηλώνει ότι δεν θα ήθελαν να εργάζονται, ενώ το 0,3% δηλώνει ότι αναζητεί εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι να την αναλάβουν και το 4,6% δηλώνει ότι είναι διαθέσιμοι για να αναλάβουν εργασία άμεσα αλλά δεν αναζητούν.