Επιβολή χρηματικής ποινής κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ σε διάδικο λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και στρεψόδικης διεξαγωγής δίκης λόγω επαναφοράς ισχυρισμού περί ιδίας κυριότητας ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο προγενέστερης αμετάκλητης αποφάσεως με την οποία κρίθηκε ότι αυτός δεν ασκούσε τη νομή με διάνοια κυρίου επί του επίδικου ακινήτου και ότι δεν απέκτησε δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1944/2021
(2° Τμήμα Δημόσιο)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Φιλόπουλο Εφέτη, Μαρία Σακελλαροπούλου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τον Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 27-10-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του καθ’ ου η κλήση-εκκαλούντος: ., κατοίκου Αθηνών τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Δημήτρης Χριστόπουλος δυνάμει της δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Του καλούντος-εφεσιβλήτου του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ Βαθμού με τη επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Στέλιος Μπεζαντές δυνάμει του με αριθ. ./2-9-2019 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών . και της δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21-12-2017 (αριθ. κατάθ. ./27-12-2017) αγωγή του, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Η συζήτηση της αγωγής ορίστηκε για τη δικάσιμο 15-5-2018, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ. αριθ. 3994/2018 απόφαση, που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης επί της υπ.αριθ. ./2014 αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του Α.Π. καθώς και επί των υπ. αριθ. 135/2017 πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Στη συνέχεια επανήλθε προς συζήτηση με την από 30-11-2018 (αριθ. κατάθ. ./2018) κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο 14-5-2019, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ. αριθ. 2875/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών, άσκησε την από 17-10-2019, αριθ. κατάθ. ./18-10-2019 και ./2019, έφεση του. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε για την δικάσιμο 12-5-2020 κατά την οποία ματαιώθηκε. Με την από 30-7-2020 κλήση του (αριθ. κατάθ. ./31-7-2020), ο εφεσίβλητος Δήμος Αθηναίων επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω έφεση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-7-2020 κλήση του (αριθ. κατάθ. ./31-7-2020), δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο εφεσίβλητος Δήμος Αθηναίων, επαναφέρει προς συζήτηση την από 17-10-2019 (αριθ. κατάθ. Ν (./18-10-2019 και ./2019) έφεση του εκκαλούντος, κατά της υπ. αριθ. 2875/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί αγωγής του ήδη εφεσίβλητου που έγινε εν μέρει δεκτή. Η υπό κρίση έφεση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 18-10-2019, ήτοι πριν από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 20-9-2019, (βλ. την υπ. αριθ. .Γ/20-9-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά .), άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, (αρθρ. 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον για το παραδεκτό της άσκησης της κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ. α’του ΚΠολΔ, παράβολο εφέσεως από τον εκκαλούντα (βλ. σχετ. μνεία στην έκθεση κατάθεσης της ένδικης έφεσης).
Με την από 21-12-2017 (υπ. αριθ. έκθ. κατάθ. ./2017) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων ΟΤΑ και ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι έχει αποκτήσει με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή και μεταγραφή αποδοχής κληρονομιάς), την πλήρη κυριότητα ενός οικοπέδου, επιφανείας 7.251,66 τ. μ. που βρίσκεται στη θέση «Βοτανικός» της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, επί της οδού ., αξίας 820.292,88€, όπως το οικόπεδο ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος χρησιμοποιεί τμήμα του εν λόγω οικοπέδου επιφανείας 1.983,30 τ.μ. ως φυτώριο, όπως αυτό το εδαφικό τμήμα αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητα του ενάγοντος επ’ αυτού. Ότι ο εναγόμενος, έχει ασκήσει εναντίον του την υπ. αριθ. κατάθεσης ./2008 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος κι επί της οποίας έχουν εκδοθεί η υπ. αριθ. 1237/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η υπ. αριθ. 68/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενώ ο εναγόμενος έχει ήδη ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. Με βάση τα ως άνω ζήτησε α) να αναγνωριστεί κύριος αφενός ολοκλήρου του ακινήτου επιφανείας 7.251,66 τ.μ. και αφετέρου του εδαφικού τμήματος επιφανείας 1.983,30 τ.μ. το οποίο αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει το ως άνω εδαφικό τμήμα στον ενάγοντα β) να αναγνωριστεί ότι, με τη μεταγραφή της υπ. αριθ. ./2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών ., κατέστη κύριος του εν λόγω ακινήτου αναδρομικά από της επαγωγής της κληρονομιάς, άλλως από της επομένης της δημοσιεύσεως της διαθήκης του κληρονομημένου γ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής, η οποία έχει εγγραφεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ ( βλ υπ. αριθ. ./17-1-2018 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών), ενώ προσκομίζεται το πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. (άρθρο 54Α ν. 4174/2013 βλ. το από 27-8-2017 πιστοποιητικό της ΑΑΔΕ) και το υπ. αριθ. πρωτ. ./24-11-2008 αποδεικτικό υποβολής κτηματογραφούμενου ακινήτου, εκδόθηκε η με αριθ. 3994/2018 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή ορισμένη και νόμιμη, εκτός α) του αιτήματος αναγνώρισης κυριότητας επί ολοκλήρου του ακινήτου συνολικής επιφανείας 7.251,66τ.μ. που κρίθηκε απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθώς δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του ενάγοντος να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί ολοκλήρου του ακινήτου, εφόσον με την αγωγή δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο η κυριότητα του ενάγοντος επί ολοκλήρου του ακινήτου αλλά μόνο επί εδαφικού τμήματος επιφανείας 1.980,30 τ.μ. και β) του αιτήματος αναγνώρισης ότι με την μεταγραφή της υπ. αριθ. ./2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς κατέστη ο ενάγων κύριος του εν λόγω ακινήτου αναδρομικά από της επαγωγής της κληρονομιάς άλλως από την επομένη της δημοσιεύσεως της διαθήκης του κληρονομουμένου, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, καθώς ο χρόνος κτήσης της κυριότητας επί των κληρονομιαίων ακινήτων μετά την αποδοχή της κληρονομιάς είναι αυτόθροη συνέπεια εκ του νόμου και δεν υφίσταται ανάγκη αναγνώρισης αυτού με δικαστική απόφαση. Τέλος αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της υπ. αριθ. 200/2014 αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΑΠ και των υπ. αριθ. κατάθ. ./2017 πρόσθετων λόγων αναίρεσης.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2875/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, αναγνωρίστηκε ο ενάγων Δήμος Αθηναίων κύριος του επιδίκου ακινήτου επιφανείας 1.983,30 τ.μ., υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποδώσει την νομή του επιδίκου στον ενάγοντα, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, επιβλήθηκε στον εναγόμενο χρηματική ποινή ποσού 1.000 ευρώ, η οποία θα περιέλθει στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, διέταξε την άμεση γνωστοποίηση αντιγράφου της απόφασης στο Υπουργείου Οικονομικών και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατ’ αυτής της αποφάσεως, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, άσκησε την ένδικη έφεση του, με την οποία βάλλει κατ’ αυτής και ζητεί, για λόγους που ανάγονται σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος διά του δευτέρου λόγου εφέσεως περί αοριστίας της υπό κρίση αγωγής, διότι, κατά τον ισχυρισμό του, οι διαστάσεις του επιδίκου, που αναφέρονται στο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, το οποίο εξέδωσε εναντίον του ο εκκαλών Δήμος, δεν ταυτίζονται μ’ αυτές, που αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η συσχέτιση των αναφερομένων στην αγωγή διαστάσεων με έτερο έγγραφο και η διαφοροποίηση αυτών, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, δεδομένου ότι σ’ αυτήν αναφέρονται με σαφήνεια τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, ήτοι οι διαστάσεις και τα λοιπά στοιχεία, που προσδιορίζουν το επίδικο ακίνητο, τα οποία, άλλωστε, προκύπτουν και από το ενσωματωμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα.
Από την επανεκτίμηση των νομίμως με επίκληση προσκομιζομένων δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κάποιο για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, από την υπ. αριθ. ./28-3-2018 ένορκη βεβαίωση του ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, (βλ. την από 22-3-2018 κλήση και γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και την υπ. αριθ. ./23-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών .), των υπ. αριθ. ./29-3-2018 και ./29-3-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …, αντιστοίχως, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του εναγομένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ., κατόπιν νόμιμη και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος ( βλ. την από 20-3-2018 κλήση και γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και την υπ. αριθ. ./22-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών .) , καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : το επίδικο ακίνητο αποτελεί οικόπεδο, το οποίο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, βρίσκεται στο Δήμο Αθηναίων και ειδικότερα στη θέση «Βοτανικός», στο οικοδομικό τετράγωνο με τον αριθμό . του σχεδίου της πόλης των Αθηνών και στη συμβολή της οδού Εδέσσης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου αυτού, στην οποία φέρει τον οικοδομικό αριθμό 30 και ανώνυμης ιδιωτικής οδού. Το οικόπεδο αυτό, είχε αρχική επιφάνεια 2.453,30 τ.μ. αλλά με την ένταξη όμορης με το οικόπεδο αυτό περιοχής του Βοτανικού (Ελαιώνα) στο σχέδιο της πόλης των Αθηνών, που έλαβε χώρα το έτος 1995 με προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. 1049/1995, τεύχος Δ’), τμήμα του οικοπέδου αυτού, επιφανείας 470 τ.μ., ρυμοτομήθηκε, για να δημιουργηθεί η εγκεκριμένη από το σχέδιο πόλης οδός Στρατού και κατ’ αυτόν τον τρόπο, το οικόπεδο έχει πλέον επιφάνεια 1.983,30 τ.μ., όπως τούτο εμφαίνεται στο από μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού . με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Α και συνορεύει, βόρεια σε τεθλασμένη πλευρά Ν-Μ-Λ-Κ, συνολικού μήκους 46,23μ, με ιδιοκτησίες αγνώστων ιδιοκτητών, νότια σε πλευρά Α-Β μήκους 46,65 μέτρων με την οδό ., ανατολικά σε τεθλασμένη πλευρά Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ, συνολικού μήκους 42,43 μέτρων, με ανώνυμη ιδιωτική οδό και δυτικά σε πλευρά Α-Ν μήκους 45,50 μέτρων, με την (υπό διάνοιξη) οδό Στρατού και πέρα από αυτήν με ιδιοκτησία του εφεσίβλητου, που βρίσκεται στην περιοχή του Βοτανικού (Ελαιώνα). Το οικόπεδο αυτό, αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, επιφανείας 7.251,66 τ.μ., η οποία ανήκε κατά κυριότητα στον ., όπως εμφαίνεται η έκταση αυτή με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α, στο από μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών . και η οποία τέμνεται από την (υπό διάνοιξη) οδό Στρατού σε δύο οικόπεδα και συγκεκριμένα, στο επίδικο, το οποίο εμφαίνεται σε αυτό το τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Η’-Η και σε άλλο οικόπεδο, το οποίο εμφαίνεται στο ίδιο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Ε-Ζ-Π-Ρ-Σ-Τ-Α. Ο ., απεβίωσε στην Αθήνα στις 26-1-1998, καταλείποντας την υπ. αριθ. ./21-1-1998 δημόσια διαθήκη, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ., και δημοσιεύθηκε με το υπ. αριθ. ./1998 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με τη διαθήκη αυτή, ο ., όρισε κληρονόμους του, τον ενάγοντα Δήμο Αθηναίων και την Εκκλησία του Αγίου Πολυκάρπου, στους οποίους διένειμε την περιουσία του. Ειδικότερα, στον ενάγοντα κατέλειπε «το εκτός σχεδίου πόλεως αγρόκτημα του, εκτάσεως 4.250.τ.μ. περίπου, κείμενον στην Αθήνα και επί της οδού . – Βοτανικός». Ο ενάγων Δήμος Αθηναίων, πληροφορήθηκε σχετικά με τη ύπαρξη της διαθήκης και συνακόλουθα με την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, το έτος 2005, από τον διαμερισματικό σύμβουλο του Δήμου Αθηναίων, ., ο οποίος, ειδοποίησε τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου και παρέδωσε αντίγραφο της δημοσιευθείσης διαθήκης στον τότε Αναπληρωτή Δήμαρχο …, ο οποίος, με το υπ. αριθ. πρωτοκόλλου ./29-7-2005 έγγραφο, το διαβίβασε στην Διεύθυνση Δημοτικής Περιουσίας και στην Διεύθυνση Νομικής Υπηρεσίας, προκειμένου αυτές να προβούν στις νόμιμες ενέργειες, ούτως ώστε να περιέλθει το ακίνητο στην κυριότητα του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τη επιθυμία του διαθέτη. Ακολούθως, οι υπάλληλοι του ενάγοντος από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας-Τμήμα Τοπογραφικού, μετέβησαν, τον Σεπτέμβριο του 2005, στο εν λόγω ακίνητο και το αποτύπωσαν στο από Σεπτεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα 1:200, που συνέταξαν οι μηχανικοί . και το υπογράφει ο Προϊστάμενος Τοπογραφικού ., στο υπόμνημα του οποίου αναφέρονται τα εξής : 1) το εμβαδόν της ιδιοκτησίας με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α μετρήθηκε επί τόπου και βρέθηκε 7.251,66 τ.μ., 2) το υπό στοιχεία Α-Β-Ζ-Ε-Π’-Ρ-Σ-Τ-Α τμήμα εμβαδού 4.414,30 τ.μ. είναι εντός σχεδίου πόλεως περιοχής Ελαιώνα ΦΕΚ 1049Δ/1995 3) Το υπό στοιχεία Η-Θ-Ι-Κ-Α-Ν’-Η’-Η τμήμα εμβαδού 1.983,30 τ.μ. είναι εντός σχεδίου πόλεως 4) το υπό στοιχεία Η-Η’-Ν-Ν-Ξ-Ο-Π-ΙΓ-Ε-Ζ-Η τμήμα εμβαδού 854,06 τ.μ. ρυμοτομείται από τις οδούς . 5) το απομένον συνολικό ωφέλιμο εμβαδόν μετά τη ρυμοτομία είναι 4.414,30τ.μ. + 1.983,30τ.μ.= 6.397,60 τ.μ. 6) Τα σημεία Ρ,Σ,Τ και Α τοποθετήθηκαν με την υπόδειξη παρόδιων ιδιοκτητών. Συνεπώς, από τα προαναφερθέντα, προκύπτει ότι αφενός ο διαθέτης, ., δεν είχε προβεί σε καταμέτρηση και αποτύπωση της ιδιοκτησίας του, δεδομένου ότι στη διαθήκη του δεν γίνεται καμία αναφορά σε διάγραμμα αποτύπωσης αυτής και αφετέρου, ότι είχε εσφαλμένη εντύπωση ότι το ακίνητο του ήταν εκτός σχεδίου πόλης και ότι η συνολική του επιφάνεια ήταν 4.250 τ.μ., ενώ στην πραγματικότητα ήταν εντός σχεδίου πόλης και, σύμφωνα με καταμέτρηση από τα όργανα του ενάγοντος, είχε έκταση 7.251,66 τ.μ. Εν συνεχεία ο ενάγων, προέβη στην κατάρτιση της υπ. αριθ. ./30-3-2006 πράξης αποδοχής της επαχθείσας σ’ αυτόν κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών, ., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . (βλ. το υπ. αριθ. 2./2-2-2006 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών) . Οι μηχανικοί του Δήμου μετά από πληροφορίες, που έλαβαν από τους περιοίκους της περιοχής, διαπίστωσαν ότι πρόκειται για μία ενιαία και απερίφρακτη εσωτερικά έκταση και περιφραγμένη περιμετρικά, συνολικού εμβαδού 7.251,66τ.μ., αν και ο αποθανών ., στην υπ’ αριθ. ./1998 δημόσια διαθήκη του, άφησε στο Δήμο Αθηναίων το τότε εκτός σχεδίου πόλεως αγρόκτημα του, συνολικής επιφανείας 4.250 τ.μ., χωρίς όμως να αναφέρεται σε διαστάσεις με τα όμορα ακίνητα. Οι μηχανικοί του Δήμου, σύμφωνα και με τις υποδείξεις των ιδιοκτητών των όμορων ακινήτων, τοποθέτησαν τα όρια της εν λόγω ιδιοκτησίας και κατόπιν μετρήσεως το εμβαδόν αυτής υπολογίστηκε στα 7.251,66 τ.μ., γεγονός που μαρτυρά την πλάνη του . σχετικά με τις διαστάσεις και την επιφάνεια της ιδιοκτησίας του. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι μέρος του ακινήτου εκτάσεως 1.983,30 τ., χρησιμοποιείται ως φυτώριο, χωρίς όμως να διαχωρίζεται από το υπόλοιπο ακίνητο με κάποια εσωτερική περίφραξη, δεδομένου ότι η μόνη περίφραξη, την ύπαρξη της οποίας διαπίστωσαν οι μηχανικοί του Δήμου, ήταν περιμετρική. Εν συνεχεία, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας του ενάγοντος, προέβησαν αφενός σε καταχώρηση του εν λόγω ακινήτου στο δημοτικό κτηματολόγιο (βλ. την υπ. αριθ. ./2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος .) και αφετέρου σε καταχώρηση του εναπομείναντος μέρους του ακινήτου, εμβαδού 6.397,60 τ.μ., μετά την αφαίρεση του ρυμοτομηθέντος τμήματος του στο Εθνικό Κτηματολόγιο, στο οποίο έλαβε ΚΑΕΚ . ως ιδιωτική περιουσία του Δήμου (βλ. το από 24-11-2008 αποδεικτικό υποβολής δήλωσης ν. 2308/1995). Στη συνέχεια ο εναγόμενος, όταν πληροφορήθηκε σχετικά με τις ως άνω ενέργειες του Δήμου, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-7-2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2007 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη δυνάμει της υπ’ αριθ. ./2008 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος, άσκησε την από 20-11-2008 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./21-11-2008 αγωγή του, με την οποία ισχυριζόταν ότι ο ., του παραχώρησε άτυπα το επίδικο ακίνητο το έτος 1975 και έκτοτε μέχρι και την 10-1-2008 ασκούσε με διάνοια κυρίου πράξεις νομής, όπως επίβλεψη, περιποίηση, καλλιέργεια, καθώς το χρησιμοποιούσε και ως χώρο αποθήκευσης καυσίμων και συντήρησης αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να καταστεί κύριος αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επίσης, ισχυρίστηκε, ότι πρόθεση του . ήταν να εγκαταστήσει με τη διαθήκη του τον Δήμο Αθηναίων κληρονόμο σε αγρόκτημα εκτάσεως 4.250 τ.μ., το οποίο βρισκόταν στην Αθήνα και επί της οδού . στο Βοτανικό, το οποίο αποτελεί συνεχόμενο τμήμα του επιδίκου ακινήτου, επειδή γνώριζε ότι το επίδικο εκτάσεως 1983,30 τ.μ., το είχε παραχωρήσει άτυπα στον εκεί ενάγοντα και εναγόμενο της υπό κρίση αγωγής. Με την αγωγή αυτή ο εκεί ενάγων και εν προκειμένω εναγόμενος, ., ζητούσε μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του επανέλαβε και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τους ίδιους ισχυρισμούς, θέτοντας υπό δικανική κρίση για δεύτερη φορά το δικαίωμα κυριότητας του επί του επιδίκου ακινήτου. Η προαναφερθείσα αγωγή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1237/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε η από 9-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./13-1-2012 έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη δυνάμει της υπ. αριθ. 68/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης, ο ενάγων (εναγόμενος της υπό κρίση αγωγής), άσκησε την από 19-3-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2014 αίτηση αναίρεσης και το από 18-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 135/2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ. αριθ. 696/2018 απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η υπ. αριθ. 1237/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πλέον κατέστη αμετάκλητη και το απορρέον εξ αυτής δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 332 του ΚΠολΔ), δεσμεύει και την κρίση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της διά έκτακτης χρησικτησίας κτηθείσας κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου ακινήτου, δεδομένου ότι πληρούνται όλες οι κατ’ άρθρο 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ προϋποθέσεις. Ειδικότερα ως προς το θέμα αυτό (της κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου), το οποίο αποτελεί αντικείμενο εξέτασης και κρίσης και από το παρόν Δικαστήριο, το Εφετείο Αθηνών με την υπ. αριθ. 68/2014 απόφαση του έκρινε τα ακόλουθα : «Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το έτος 1975 ο ., ως κύριος του οικοπέδου αυτού, παραχώρησε στον εκκαλούντα την κατοχή του, στο πλαίσιο προφορικής σύμβασης μίσθωσης αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ τους, με μηνιαίο μίσθωμα, που δεν προέκυψε με ακρίβεια από τις αποδείξεις, έκτοτε, δε, ο εκκαλών το καλλιεργούσε, φυτεύοντας σε αυτό διάφορα καλλωπιστικά φυτά, κηπευτικά είδη και οπωροφόρα δέντρα τους καρπούς των οποίων αποκόμιζε, ενώ ένα τμήμα αυτού χρησιμοποιούσε πάντοτε στο πλαίσιο της προαναφερόμενης έννομης σχέσης, που τον συνέδεε με τον ., ως χώρο αποθήκευσης καυσίμων σε δεξαμενές, στάθμευσης και συντήρησης φορτηγών αυτοκινήτων. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και ανεπίδεκτο οποιασδήποτε βάσιμης αμφιβολίας, ότι ο ., κατά τον προαναφερόμενο χρόνο μεταβίβασε στον εκκαλούντα, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομή του οικοπέδου αυτού. Τούτο, δε, διότι δεν αποδεικνύεται ούτε ότι έλαβε χώρα η υλική παράδοση του οικοπέδου, από τον τότε νομέα αυτού … στον εκκαλούντα, δεδομένου ότι ο … καθόλου δεν αποξενώθηκε από τη φυσική εξουσία, την οποία εξακολούθησε να ασκεί σ’ αυτό μέσω άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του εκκαλούντος ως κατόχου αυτού (άρθρο 976 εδ α’ του ΑΚ), ούτε ότι έλαβε χώρα η μεταβίβαση της νομής του οικοπέδου με απλή συμφωνία των προσώπων αυτών (άρθρα 976 εδ β’ και 977 του ΑΚ). Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι ο νομέας, για την επικαλούμενη από τον εκκαλούντα μεταβίβαση στον τελευταίο της νομής του οικοπέδου, έλαβε οποιοδήποτε αντάλλαγμα από τον εκκαλούντα. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών και ο νομέας του οικοπέδου, κατά το χρόνο εκείνο (το έτος 1975) δεν συνδέονταν με καμία συγγενική, οικογενειακή ή και απλή ακόμη φιλική σχέση, ώστε να παρίσταται δικαιολογημένη η χωρίς αντάλλαγμα μεταβίβαση της νομής του οικοπέδου στον εκκαλούντα, αντίθετα, δε, αποδεικνύεται ότι πριν από την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, ο εκκαλών δεν γνώριζε καθόλου τον νομέα του οικοπέδου, .. Η κρίση αυτή, ενισχύεται από το από 2-12-1986 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ του . και του εκκαλούντος και είχε ως αντικείμενο την εκμίσθωση (από τον πρώτο στον δεύτερο) ενός τμήματος του οικοπέδου, επιφανείας 1050 τ.μ. (30μ μήκους της πρόσοψης αυτού του τμήματος προς την οδό . και 35 μέτρων βάθους), προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο μισθωτής ως χώρο στάθμευσης βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφορών υγρών καυσίμων, για χρονικό διάστημα δύο ετών (από την 1-12-1986 έως και τις 30-11-1988), με μηνιαίο μίσθωμα 20.000 δραχμών, το οποίο σταδιακά αναπροσαρμόστηκε μέχρι το ποσό των 50.000 δραχμών, όπως επίσης και από τα αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων του ., τις αναλυτικές καταστάσεις των μισθωμάτων και τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τα οικονομικά έτη από το 1989 μέχρι και το 1997 (δηλαδή τις χρήσεις -τα ημερολογιακά έτη- από το 1988 μέχρι και το 1996 ) που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος, από τα οποία (έγγραφα), προκύπτει, ότι ο . συμπεριελάμβανε στα εισοδήματα που δήλωνε στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία για τη φορολογία αυτού και τα μισθώματα, τα οποία εισέπραττε από την εκκαλούντα για την παραχώρηση σε αυτόν της χρήσης του επιδίκου οικοπέδου, ενώ αποδεικνύεται, ακόμη, ότι ο ., δήλωνε τη μείζονα έκταση που διέθετε στη συγκεκριμένη περιοχή στα έντυπα Ε9 που συνοδεύουν τις φορολογικές του δηλώσεις των οικονομικών ετών 1996 και 1997, ως αγροτεμάχιο συνολικής επιφανείας 5.000 τετραγωνικών μέτρων που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον ίδιο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο .., χρησιμοποιούσε ως κατοικία του, δηλαδή ως τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του (άρθρο 51 εδ. α’ του ΑΚ) μέχρι και το χρόνο του θανάτου του, ο οποίος επήλθε στις 26-1-1998, την πεπαλαιωμένη ισόγεια οικία που βρίσκεται μέσα στο χώρο του επιδίκου οικοπέδου, την οποία νεμόταν και κατείχε καθ’ όλο τον διαδραμόντα χρόνο μετά το έτος 1975 μέχρι και το θάνατο του. Επίσης, με το συμβολαιογραφικό έγγραφο (ειδικό πληρεξούσιο) με τον αριθμό ./7-1-1998 που συντάχθηκε (δεκαεννέα μόλις ημέρες πριν από τον θάνατο του .), από τη Συμβολαιογράφο Πειραιώς . ο ., παρείχε στον εκκαλούντα την ειδική εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να πωλήσει προς οποιονδήποτε, να μεταβιβάσει, παραχωρήσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα, με οποιοδήποτε τίμημα και με όρους και συμφωνίες που αυτός (ο εκκαλών) θα ενέκρινε, το επίδικο οικόπεδο, το οποίο περιγράφεται στο ειδικό πληρεξούσιο ως οικόπεδο με τα κτίσματα που έχουν ανεγερθεί σ’ αυτό, όσης επιφανείας και εάν είναι, το οποίο βρίσκεται στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης των Αθηνών και στην οδό . στο Βοτανικό. Από αυτό το συμβολαιογραφικό έγγραφο, προκύπτει η βούληση του ., ως κυρίου του επιδίκου, για την περαιτέρω διάθεση της ακίνητης περιουσίας του, αναμφίβολα, δε, η κατάρτιση του εγγράφου αυτού καμία ένδειξη δεν παρέχει για την άσκηση νομής στο επίδικο – πολύ περισσότερο, δε, για την κτήση του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας σε αυτό με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με έκτακτη χρησικτησία – από τον εκκαλούντα, στον οποίο – λίγες μόλις ημέρες πριν από το θάνατο του – ο . θα είχε τη δυνατότητα, εάν πραγματικά το επιθυμούσε, να μεταβιβάσει το οικόπεδο κατά κυριότητα, με αιτία της εμπράγματης αυτής σύμβασης είτε ενοχική σύμβαση δωρεάς, είτε εικονική (για την αποφυγή της καταβολής φόρου δωρεάς) σύμβαση πώλησης, η οποία θα υπέκρυπτε σύμβαση δωρεάς με τίμημα που απλώς θα εμφαινόταν προσχηματικά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο που θα καταρτιζόταν για τις συμβάσεις αυτές, ότι έχει καταβληθεί. Έτι περαιτέρω, ο εκκαλών, δεν παρέχει καμία πειστική εξήγηση για το μη κατανοητό λόγο που θα οδηγούσε τον . στην κατάρτιση του ως άνω ειδικού πληρεξουσίου προς τον εκκαλούντα στις 7-1-1998, παρόλο που, κατά τον ισχυρισμό του, ήδη από το έτος 1975, του είχε μεταβιβάσει τη νομή του επιδίκου ακινήτου.
Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι ο ., μεταβίβασε σε αυτόν κατά το έτος 1975 τη νομή του επιδίκου οικοπέδου, στο πλαίσιο σύμβασης για τη μεταβίβαση της κυριότητας του, με αιτία αυτής ενοχική σύμβαση άτυπης δωρεάς, ελέγχεται ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Ομοίως, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν ελέγχεται και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η σύμβαση μίσθωσης, για την οποία είχε καταρτιστεί το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, είναι άκυρη ως εικονική. Τούτο δε, διότι αποδεικνύεται ότι η σύμβαση αυτή δεν καταρτίστηκε κατά το φαινόμενο μόνο – κατ’ επίφαση – μεταξύ των μερών, αλλά καταρτίστηκε πραγματικά, σοβαρά και σπουδαία, με πρόθεση παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι ο . είχε κινητικά προβλήματα, δεν ασκούσε συγκεκριμένο επάγγελμα ή οποιαδήποτε εργασία, το μόνα δε εισοδήματα του, με τα οποία κάλυπτε τις ανάγκες διαβίωσης του, προέρχονταν από τα μισθώματα που εισέπραττε από διάφορους μισθωτές ακινήτων του (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ο εκκαλών) και περιελάμβανε στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις του προς την αρμόδια φορολογική αρχή, με αποτέλεσμα να καταβάλει κάθε χρόνο φόρο εισοδήματος στο Δημόσιο για τα μισθώματα που εισέπραττε. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο εκκαλών δεν παρέχει καμία πειστική εξήγηση για το μη κατανοητό λόγο που θα οδηγούσε τον . να περιλαμβάνει στις φορολογικές του δηλώσεις και εισοδήματα που δεν εισέπραττε από τον εκκαλούντα (δεδομένου ότι, πάντοτε σύμφωνα με τους αβάσιμους ισχυρισμούς του τελευταίου, ήταν εικονική η σύμβαση μίσθωσης που είχε καταρτιστεί μεταξύ των προσώπων αυτών), αφού τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να καταβάλει ο . και φόρο εισοδήματος για μισθώματα που δεν εισέπραττε από τον εκκαλούντα». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι από το χρονικό σημείο, που ο ενάγων Δήμος Αθηναίων προέβη, δυνάμει της υπ. αριθ. ./30-3-2006 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών, ., στην αποδοχή της επαχθείσας σ’ αυτόν κληρονομιάς του ., το επίδικο ακίνητο αποτελεί ιδιωτική περιουσία του ενάγοντος ΟΤΑ και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΝΔ 31/1968, η οποία ορίζει ότι «ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του α.ν. 1539/1938 ( ΦΕΚ 488 Α’)» σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938, η οποία ορίζει ότι «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμία υπόκεινται παραγραφήν», δεν είναι δυνατή η κτήση επ’ αυτού δικαιώματος κυριότητας διά χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) εκ μέρους του εναγομένου ή παντός άλλου προσώπου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι ο εναγόμενος έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ως νεμόμενος αυτό από τον θάνατο του . στις 26-1-1998, όπως έχει κριθεί αμετάκλητα από την υπ. αριθ. 1237/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι το χρόνο σύνταξης των προτάσεων και το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (7-5-2019). Εξάλλου, πέραν των ανωτέρω αναφερθέντων, από το χρόνο που ασκήθηκε η υπό κρίση διεκδικητική αγωγή στις 27-12-2017, θα επερχόταν ούτως ή άλλως η διακοπή της χρησικτησίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος διά του πρώτου λόγου έφεσης περί κτήσης κυριότητας του επί του επιδίκου, ως νομέας και κάτοχος αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από το έτος 1975, σε κάθε περίπτωση δε από το έτος 1998, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως, δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκηση του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΑΠ 16/2017 Δημ. Νόμος). Ο προβαλλόμενος με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρισμός του εκκαλούντος, περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, διότι γνώριζε εξ αρχής ότι δεν είναι κύριος του επιδίκου και ουδέποτε προέβαλε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου παρά μόνο ένα μήνα πριν τη συμπλήρωση 20ετίας από το θάνατο του κληρονομουμένου, ζητώντας να αναγνωριστεί κύριος αν και συνομολογούσε στα μέχρι σήμερα δικόγραφα του ότι ουδέποτε είχε τη νομή και κατοχή του επιδίκου αλλά ότι ο εκκαλών ασκούσε αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, ο εκκαλών Δήμος, από το έτος 2006, προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του … και έκτοτε σε πλήθος νομικών ενεργειών για τη διευθέτηση της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, μη πληρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 281 ΑΚ όπως προαναφέρθηκαν, περί μακροχρόνιας αδράνειας του εφεσίβλητου και ενεργειών του, εκ των οποίων γεννήθηκε η πεποίθηση στον εκκαλούντα περί μη άσκησης των δικαιωμάτων του. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος διά του τετάρτου λόγου έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο, η υπ. αριθ. ./30-3-2006 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών ., κατά το μέρος που μ’ αυτήν έγινε αποδοχή για το επίδικο, είναι άκυρη ως αντιβαίνουσα στα άρθρα 178 ΑΚ και 180 ΑΚ, διότι ο εφεσίβλητος γνώριζε εξ αρχής ότι δεν είναι κύριος του επιδίκου και ουδέποτε προέβαλε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, παρά μόνο ένα μήνα πριν τη συμπλήρωση 20ετίας από το θάνατο του κληρονομουμένου, ζητώντας να αναγνωριστεί κύριος, αν και συνομολογούσε στα μέχρι σήμερα δικόγραφα του ότι ουδέποτε είχε τη νομή και κατοχή του επιδίκου αλλά ότι ο εκκαλών ασκούσε αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα αμέσως ως άνω αναφερθέντα, ο εκκαλών Δήμος, ήδη από το έτος 2006, προέβη στην προαναφερθείσα κατά το νόμο δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του . και έκτοτε σε πλήθος νομικών ενεργειών για τη διευθέτηση της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, μη πληρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 178 και 180 ΑΚ περί αντίθεσης των ενεργειών του στα χρηστά ήθη καθόσον οι ενέργειες του συνιστούν την, κατά το νόμο, άσκηση των δικαιωμάτων του.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’87 με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016) « Ο Δικαστής αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και γνώριζαν : 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με την ως άνω διάταξη, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 του ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική του ευχέρεια, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Δημόσιο Ταμείο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης (ΕφΑΘ 3978/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 641/2015 ΤΝΠ Νόμος). Η παρούσα διάταξη, που αποσκοπεί στον περιορισμό της κατάχρησης των δικονομικών δυνατοτήτων, επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διάρκεια διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι ως απλό δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αληθείας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Ως εκ τούτου η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Πρώτη Έκδοση, τόμος I σελ. 345 ). Εν προκειμένω ο ενάγων Δήμος Αθηναίων, με την προσθήκη – αντίκρουση, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της δικασίμου της 15-5-2018, ζήτησε να επιβληθεί σε βάρος του αντιδίκου του χρηματική ποινή, κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και στρεψόδικης διεξαγωγής της δίκης, επειδή ο ισχυρισμός του περί ιδίας κυριότητας έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο, που απορρέει από την υπ. αριθ. 68/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι ο εναγόμενος δεν ασκούσε τη νομή με διάνοια κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου από το έτος 1975 και ότι δεν απέκτησε δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ο ενάγων δε, με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επανέφερε, κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔ, το προαναφερθέν αίτημα του. Επίσης, ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του, επανέφερε και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τον ως άνω αρνητικό ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας, το περιεχόμενο του οποίου έχει καταστεί πλέον αντικείμενο αμετάκλητης δικαστικής κρίσεως, όπως προαναφέρθηκε. Σημειώνεται ότι, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της υπό κρίση αγωγής και εκδόσεως της υπ. αριθ. 3994/2018 μη οριστικής απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος είχε ασκήσει αναίρεση κατά της υπ. αριθ. 1237/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε επικυρωθεί με την υπ. αριθ. 68/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία ήταν ακόμη εκκρεμής και γι’ αυτό το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της ασκηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον διαδραμόντα χρόνο, μεταξύ της εκδόσεως της υπ. αριθ 3994/2018 μη οριστικής απόφασης και της επαναφοράς προς συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, εκδόθηκε η υπ. αριθ. 696/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση ν αναιρέσεως του εναγομένου και κατέστη αμετάκλητη η υπ. αριθ. 1237/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του εναγομένου και τους ισχυρισμούς του περί ασκήσεως νομής επί του επιδίκου από το έτος 1975. Ως εκ τούτου, ενόψει της αμετάκλητης δικανικής κρίσεως της υπ. αριθ. 1237/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επαναφορά του εν λόγω αρνητικού ισχυρισμού του, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου, συνιστά στρεψόδικη συμπεριφορά εκ μέρους του εναγομένου και παράβαση του καθήκοντος αληθείας, δεδομένου, ότι γνωρίζει ότι ουδέποτε ο … του μεταβίβασε άτυπα το επίδικο ακίνητο αλλά του το εκμίσθωσε, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος, μέχρι το χρόνο θανάτου του πρώτου να ασκεί τη νομή ως αντιπρόσωπος του εκμισθωτή και όχι με διάνοια ιδίου δικαιώματος κυριότητας. Επομένως, λόγω των προαναφερθέντων δεν έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που επέβαλε σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ποσού χιλίων ευρώ (1.000,00), η οποία θα περιέλθει στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο και συνεπώς ο έκτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ο εκκαλών δεν είχε στρεψόδικη συμπεριφορά, διότι οι ισχυρισμοί του, είναι αληθείς πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, διά του πέμπτου λόγου έφεσης, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε καν υπόψη του τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθ. ./29-3-2018 και ./29-3-2018 των μαρτύρων του, καθόσον όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση, συνεκτιμήθηκε το περιεχόμενο τους από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ανωτέρω, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης και η έφεση στο σύνολο της κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Περαιτέρω, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), τα οποία πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1, 3 του Ν. 3693/1957 (που κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 “Κύρωση Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων” εφαρμόζεται και στους Δήμους), όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της Υ.Α. Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 και το άρθρο 281 παρ.2 του Ν.3463/2006, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 17-10-2019 (αριθ. κατάθ. ./18-10-2019 και ./2019 ) έφεση κατά της υπ. αριθ. 2875/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 2875/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00€ ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16-3-2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, 9-4-2021
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπογράφεται
μόνο από τον Πρόεδρο
επειδή ο Γραμματέας συνταξιοδοτήθηκε.
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/efath%201944_2021.htm