Ανεξάρτητα από το εάν τα σχετικά στοιχεία περιήλθαν στη γνώση ή/και στην κατοχή τους, είτε κατόπιν δικών τους ελέγχων, είτε κατόπιν ενημέρωσης ή/και αποστολής από αρμόδιες δημόσιες αρχές (προανακριτικές, εισαγγελικές κ.ο.κ.), είτε κατόπιν καταγγελίας ιδιώτη
Με γνωμοδότησή του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ 154/2021) απάντησε σε ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού να εξετάζει αποδεικτικό υλικό, μέρος του οποίου αποτελεί προϊόν άρσης του απορρήτου και/ή ποινικής δικογραφίας, κατά τη διάρκεια των ερευνών της.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα αφορά στο εάν, υπό το διδόμενο ιστορικό, λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, είναι επιτρεπτή – εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α.), κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων της και προς συναγωγή συμπερασμάτων κατόπιν διενέργειας ελέγχων της – η διατήρηση, επισκόπηση και αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού, μέρος του οποίου αποτελεί προϊόν άρσης του απορρήτου και/ή ποινικής δικογραφίας και περιήλθε στη γνώση ή/και κατοχή της Ε.Α., κατά τη διάρκεια των σχετικών ερευνών της.
Σύμφωνα με την ομόφωνη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, η οποία έχει γίνει αποδεκτή, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την παραβίαση ή μη των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011 ή/και των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, δύνανται να αξιοποιήσουν και να επεξεργασθούν κάθε είδους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και στοιχείων της σχετικής ποινικής δικογραφίας ή/και προϊόντων άρσης απορρήτου επικοινωνιών, ανεξάρτητα από το εάν τα σχετικά στοιχεία περιήλθαν στη γνώση ή/και στην κατοχή τους, είτε κατόπιν δικών τους ελέγχων, είτε κατόπιν ενημέρωσης ή/και αποστολής από αρμόδιες δημόσιες αρχές (προανακριτικές, εισαγγελικές κ.ο.κ.), είτε κατόπιν καταγγελίας ιδιώτη.
Απόσπασμα γνωμοδότησης
Στην κρινόμενη περίπτωση, υπό το διδόμενο από την ερωτώσα υπηρεσία ιστορικό, σε συμφωνία και με την εθνική νομολογία (ΑΠ 1518/2018), εκτιμάται ότι το ποινικό δικαστήριο που θα εκδικάσει τα πλημμελήματα του άρθρου 44 παράγραφοι 1 εδάφια α’ και γ’ και 2 του ν. 3959/2011, θα πρέπει να δεχθεί ότι αυτά εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο ενός συνεκτικού ιστού εγκληματικών συμπεριφορών και εντός της δράσης της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης για τη διακρίβωση των οποίων, νομίμως, έχει αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών. Συνακόλουθα, θ’ αξιοποιήσει πλήρως το αποδεικτικό υλικό της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε προς διακρίβωση του ιστού των εγκληματικών συμπεριφορών αυτής της εγκληματικής οργάνωσης.
Επισημαίνεται ότι το ποινικό δικαστήριο θα επιληφθεί της υπόψη εκδίκασης όταν, ενόψει του άρθρου 44 παράγραφος 5 του ν. 3959/2011, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα έχει εκφέρει κρίση επί των αντίστοιχων διοικητικών παραβάσεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011. Τονίζεται ότι, κατά το ιστορικό του ερωτήματος, τα πλημμελήματα του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 δεν είναι, απλώς, αδικήματα «συναφή» εκείνων που εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο ενός συνεκτικού ιστού εγκληματικών συμπεριφορών της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης, ως συμβαίνει με το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας του ιστορικού της Α.Π. 1518/2018, αλλ’ είναι αδικήματα «σκοπού».
Τούτο διότι η δράση της εγκληματικής οργάνωσης του συντρέχοντος ιστορικού απέβλεψε, μέσω της ανάπτυξης ενός συνεκτικού ιστού εγκληματικών συμπεριφορών, στην παρεμπόδιση, στον περιορισμό ή στη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια και στην Εσωτερική Αγορά στην αγορά παροχής υπηρεσιών ρυμούλκησης πλοίων.
Η παραδοχή ότι το ποινικό δικαστήριο των πλημμελημάτων του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 δύναται ν’ αξιοποιήσει τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για τη διακρίβωση του ιστού εγκληματικών συμπεριφορών που ανέπτυξε η εγκληματική οργάνωση, οδηγεί στην περαιτέρω παραδοχή ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη διακρίβωση των αντίστοιχων, προς τα υπόψη πλημμελήματα, διοικητικών παραβάσεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011, επίσης, δύναται ν’ αξιοποιήσει τα αυτά αποδεικτικά μέσα. Τούτο δε, διότι η δίκη προς κολασμό των υπόψη πλημμελημάτων δεν είναι «άλλη», κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 10 του ν. 2225/1994, προς τη διοικητική διαδικασία διακρίβωσης και κύρωσης των διοικητικών παραβάσεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011, επειδή οι δύο διαδικασίες στενώς συνέχονται με ουσιαστικό και διαδικαστικό δεσμό.
Περαιτέρω δε, διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού θ’ αξιοποιήσει τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δικογραφίας για να διακριβώσει αν, πράγματι, επετεύχθη η σκοπούμενη από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παρεμπόδιση ή περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού οι οποίες, προς τούτο, φέρεται ότι, αποφάσισαν να δράσουν ως εγκληματική οργάνωση και ν’ αναπτύξουν ένα συνεκτικό ιστό ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών για τη διακρίβωση των οποίων κρίθηκε αναγκαία, από το συμβούλιο πλημμελειοδικών, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επειδή, άλλως, η διερεύνησή τους θα ήταν αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής. Επισημαίνεται ότι την ίδια δυνατότητα θα είχε η Επιτροπή Ανταγωνισμού κι αν η ποινική δίωξη δεν διαλάμβανε το πλημμέλημα του άρθρου 44 του ν. 3959/2011.
Τούτο διότι και στην περίπτωση αυτή η δίκη προς κολασμό των λοιπών εγκληματικών συμπεριφορών της εγκληματικής οργάνωσης δεν είναι «άλλη», κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 10 του ν. 2225/1994, προς τη διαδικασία διακρίβωσης και κύρωσης των διοικητικών παραβάσεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011, επειδή οι δύο διαδικασίες στενώς συνέχονται ουσιαστικώς διότι οι εκδηλωθείσες εγκληματικές συμπεριφορές απέβλεψαν στην παρεμπόδιση ή στον περιορισμό ή στη νόθευση του ανταγωνισμού και διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού θ’ αξιοποιήσει τα αποδεικτικά μέσα της ποινικής δικογραφίας για να διακριβώσει αν, πράγματι, επετεύχθη η σκοπούμενη από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παρεμπόδιση ή περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού οι οποίες, προς τούτο, φέρεται ότι, αποφάσισαν να δράσουν ως εγκληματική οργάνωση και ν’ αναπτύξουν έναν συνεκτικό ιστό ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών για τη διακρίβωση των οποίων κρίθηκε, από δικαστικό σχηματισμό, αναγκαία η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση στο nsk.gr