ΑΠΟΦΑΣΗ
Kuzminas κατά Ρωσίας της 21.12.2021 (αριθ. προσφ. 69810/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έρευνα σε κατοικία, διαδικαστικές εγγυήσεις και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος. Δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας.
Στην οικία του προσφεύγοντος διενεργήθηκε αστυνομική έρευνα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας χωρίς όμως να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, που όριζαν γνωστοποίηση της εισαγγελικής παραγγελίας εντός τριών ημερών από την έκδοση της. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες για συμμετοχή του προσφεύγοντος σε διακίνηση ναρκωτικών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προθεσμίες και τα εγχώρια δικαστήρια δεν απάντησαν επί του θέματος αυτού, οπότε έκρινε ότι η παρέμβαση δεν ήταν σύμφωνη με το νόμο. Όσον αφορά την αναλογικότητα της παρέμβασης το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εισαγγελική παραγγελία δεν καθόριζε τις πιεστικές περιστάσεις που φέρεται να απαιτούσαν επείγουσα έρευνα χωρίς να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα, ούτε υποβλήθηκαν έγγραφα στο δικαστή που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα της παρέμβασης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος δεν ήταν σύμφωνη με το νόμο και δεν συνοδεύονταν από κατάλληλες και επαρκείς εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 13,
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Denis Gennadyevich Kuzminas, είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1978 και κρατείται σε κατάστημα κράτησης στη Slavyanovka (περιφέρεια Καλίνινγκραντ, Ρωσία). Η υπόθεση αφορούσε έρευνα στο διαμέρισμα του προσφεύγοντος που πραγματοποιήθηκε από την αστυνομία το 2011 σύμφωνα με εισαγγελική παραγγελία. Αναζητήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με διακίνηση ναρκωτικών.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή), στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η έρευνα στο διαμέρισμά του ήταν παράνομη και δεν υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο και ότι δεν είχε ένδικα μέσα για αυτήν την καταγγελία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έκφραση «σύμφωνα με το νόμο» στο άρθρο 8 § 2 της ΕΣΔΑ παραπέμπει ουσιαστικά στο εθνικό δίκαιο και δηλώνει την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες του. Ωστόσο, εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο, εκτός εάν υπάρχει ένδειξη ότι οι εθνικές αρχές εφάρμοσαν το νόμο με αυθαίρετο τρόπο.
Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ο εισαγγελέας δεν είχε ενημερώσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την επείγουσα έρευνα εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας των τριών ημερών. Πράγματι, η έρευνα είχε διεξαχθεί στις 3 Φεβρουαρίου 2011, ενώ το Επαρχιακό Δικαστήριο έλαβε την κοινοποίηση από τον εισαγγελέα στις 9 Φεβρουαρίου 2011, δηλαδή έξι ημέρες μετά την έρευνα, αντί για τρεις ημέρες. Επομένως, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι υπήρξε σαφής παραβίαση της προβλεπόμενης στο νόμο προθεσμίας φαίνεται αρκετά εύλογος ώστε να απαιτήσει απάντηση από τα εθνικά δικαστήρια.
Ωστόσο, όταν ο προσφεύγων έθεσε αυτό το ζήτημα ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου, δεν έλαβε απάντηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να λεχθεί ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια ήταν τεκμηριωμένη και λογική.
Το Δικαστήριο κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8, παρ. 2, της ΕΣΔΑ.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η έρευνα εξυπηρετούσε έναν νόμιμο στόχο, δηλαδή την πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.
Όσον αφορά την αναλογικότητα της επίμαχης παρέμβασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εισαγγελική παραγγελία δεν καθόριζε τις πιεστικές περιστάσεις που φέρεται να απαιτούσαν επείγουσα έρευνα χωρίς προηγούμενο δικαστικό ένταλμα. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να επικύρωνε την απόφαση του εισαγγελέα ότι η έλλειψη επείγουσας έρευνας «θα μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια υλικού σχετικού με την ποινική έρευνα». Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υποβλήθηκαν άλλα έγγραφα από τον φάκελο της ποινικής υπόθεσης στο δικαστή που εξέταζε την υπόθεση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ελλείψει τέτοιων εγγράφων, ο δικαστής δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει ούτε τον βαθμό εύλογης υποψίας που είχαν οι αρχές εναντίον του προσφεύγοντα πριν ερευνήσουν το διαμέρισμά του ούτε την επείγουσα και αναγκαιότητα διενέργειας έρευνας χωρίς να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα στο διαμέρισμα του προσφεύγοντος δεν ήταν σύμφωνη με το νόμο και δεν συνοδεύονταν από κατάλληλες και επαρκείς εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.
Ως εκ τούτου, διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας (άρθρο 8 της Σύμβασης).
Δεδομένων των πορισμάτων σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου στην παρούσα υπόθεση , το Δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητο να εξετάσει εάν υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης.
Τέλος, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η έρευνα στην κατοικία του και η επακόλουθη δικαστική εξέταση της προσφυγής του, είχαν παραβιάσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη όλο το υλικό που είχε στην κατοχή του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι παραπάνω καταγγελίες δεν θεμελίωναν καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκολλά της. Επομένως, απέρριψε αυτό το μέρος της καταγγελίας ως προδήλως αβάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).