η Έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη εισοδηματικής στήριξης των μονογονεϊκών νοικοκυριών (π.χ. mέσω μέτρων φορο-ελαφρύνσεων ή/και επιδομάτων εργαζομένων)
Σε σχετικά υψηλά επίπεδα εκτιμάται ότι βρίσκονται οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την πέμπτη Ανάλυση Επικαιρότητας για το 2021 με τίτλο «Πρόσφατες εμπειρίες και εξελίξεις για την εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα», την οποία δημοσίευσε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Μάλιστα στα συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνεται ότι η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ εκείνων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που η ανισότητά της συγκρίνεται με χώρες που ανήκουν στην κατηγορία των Νέων μελών.
Το χρόνιο αυτό ζήτημα ήταν σίγουρα πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της μακράς ύφεσης (2009-2016), κατά την οποία οι μεταβολές στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια παρατηρείται ότι είναι δυσανάλογες των αντίστοιχων μέσων και υψηλότερων. Συνεπώς, η εσωτερική διάρθρωση της ανισότητας διαφοροποιήθηκε με τρόπο ώστε η αναδιάταξη των δαπανών προστασίας, που προωθήθηκε με την αναθεώρηση του συστήματος κοινωνικών παροχών, να στοχεύει στην εύρεση εκείνων των νοικοκυριών που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση.
Οι συντάξεις
Στο παραπάνω, πρέπει επίσης να επισημανθεί και η διαχρονικά χαμηλή επίδραση των μεταβιβάσεων εκτός συντάξεων. Όπως υπογραμμίζεται σε πολλά σημεία της Έκθεσης, η άμβλυνση του επιπέδου ανισότητας στηρίζεται κυρίως στην καταβολή συντάξεων. Επιπλέον, καθώς τα εισοδήματα από άλλες πηγές υπέστησαν άλλοτε σημαντική συρρίκνωση και άλλοτε ήπια προσαρμογή, οι συντάξεις διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών και φαίνεται να προσδίδουν μια αίσθηση εξασφάλισης, δηλαδή μιας σταθερής ροής μηνιαίου εισοδήματος στα μέλη τους. Ως εκ τούτου, ο ποσοστιαίος ρόλος τους στην άμβλυνση του ποσοστού φτώχειας εντάθηκε.
Μεταξύ των ευρημάτων, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν τα αποτελέσματα ποσοστών φτώχειας με κριτήριο τον τύπο του νοικοκυριού. Τα εξαρτώμενα μέλη επιβαρύνουν αρκετά τα εισοδήματα σε όλες τις χώρες της ΕΕ, καθώς επίσης και οι ηλικίες των ενήλικων μελών. Νοικοκυριά που απαρτίζονται από μέλη ηλικίας 65 και άνω έχουν χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις είναι χαμηλού επιπέδου αλλά συγκριτικά υψηλότερες των υπολοίπων χωρών της ΕΕ. Ιδιαίτερη μέριμνα απαιτείται για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, ενώ το ζήτημα της υψηλής συνεισφοράς στη φτώχεια που καταγράφεται για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικα άτομα και δύο εξαρτώμενα τέκνα, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της επιδοματικής πολιτικής.
Μερική απασχόληση
Μεταξύ των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων, η επαγγελματική κατάσταση των υπευθύνων και των ατόμων φαίνεται ότι λαμβάνει σημαντικό προβάδισμα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Υψηλό ποσοστό φτώχειας υπολογίζεται για τους υπευθύνους μερικής απασχόλησης, γεγονός που συνάδει με το επίσης υψηλότατο ποσοστό μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, ειδικά για την Ελλάδα, η ποσοστιαία συνεισφορά στη φτώχεια είναι αρκετά χαμηλή. Επιπλέον, η αυτοαπασχόληση φαίνεται ότι επλήγη σημαντικά κατά την περίοδο μετά το 2009, με τρόπο ώστε τα ποσοστά φτώχειας να εμφανίζονται επίσης αυξημένα τόσο για τους αυτοαπασχολούμενους μερικής όσο και για τους πλήρους απασχόλησης. Τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανεργία.
Από την άλλη πλευρά, νοικοκυριά των οποίων τα μέλη είναι συνταξιούχοι κατορθώνουν να αντισταθμίσουν τους κινδύνους εισοδηματικής φτώχειας, ενώ το εκπαιδευτικό επίπεδο αντισταθμίζει επίσης πολλούς από τους παράγοντες που επιδρούν στη μείωση του εισοδήματος. Η εκπαίδευση λειτουργεί θετικά και ο ορίζοντάς της είναι μακροχρόνιος, με την έννοια ότι η συμβολή της δύναται να επισωρευτεί, βελτιώνοντας τις προοπτικές του εισοδήματος καθώς και τους βαθμούς ελευθερίας σε περίπτωση όπου κάποιοι περιέλθουν σε καθεστώς ανεργίας.
Μέτρα πολιτικής
Πέραν των επιπέδων των ποσοστών φτώχειας και συνεισφοράς, ένα σημαντικό εύρημα που αφορά το ελληνικό σύστημα προστασίας, έχει να κάνει με το μερίδιο των φτωχών που λαμβάνουν σημαντικό τμήμα κοινωνικών παροχών στο εισόδημά τους, έναντι εκείνων που, παρότι λογίζονται ως «φτωχοί», εμφανίζονται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις μεταβιβαστικές πληρωμές. Σύμφωνα με τα δεδομένα, το ελληνικό σύστημα προστασίας χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό περιθώριο βελτίωσης. Ο επανασχεδιασμός του μηχανισμού απόδοσης των παροχών και των επιδομάτων δύναται να μεταβάλει το επίπεδο διαβίωσης των πιο ευάλωτων εισοδηματικών κλιμακίων και να τονώσει την εσωτερική ζήτηση -υπό την βάσιμη προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εισοδηματικές κατηγορίες χαρακτηρίζονται από υψηλή ροπή προς κατανάλωση.
Παράλληλα, η διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων μπορεί να γίνει και έμμεσα, από την αναδιάταξη του επιπέδου ΦΠΑ στις διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, καθώς μεταβαίνουμε από την πλευρά του εισοδήματος σε εκείνη της κατανάλωσης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι νέοι έμμεσοι φόροι επιβλήθηκαν με τρόπο που ενέτεινε την ανισότητα. Σύμφωνα με τη μέθοδο της Έκθεσης, η κατανομή του αυξημένου ΦΠΑ, κατά μέσο όρο, επιβάρυνε δυσανάλογα τα χαμηλά κλιμάκια του πληθυσμού. Μια επανεκτίμηση των ποσοστών και των ειδών κατανάλωσης που περιλαμβάνονται σε καθεμία εκ των κατηγοριών που εμπεριέχονται στο «καλάθι» των τριών πρώτων εισοδηματικών δεκατημορίων, θα μπορούσε να συμβάλει στην τόνωση της αγοραστικής τους δύναμης. Κατ’ επέκταση, γίνεται κατανοητό ότι τα όρια μεταξύ κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής είναι ορισμένες φορές δυσδιάκριτα και ότι αυτοί οι δύο χώροι παρέμβασης θα πρέπει να βρίσκονται σε στενή συνεργασία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η Έκθεση καταλήγει σε ορισμένες παρεμβάσεις άμεσης προτεραιότητας, η εφαρμογή των οποίων θα ήταν δυνατόν να συμβάλει στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της ασκούμενης πολιτικής και στην καλύτερη καταγραφή των αναγκών του πληθυσμού στον οποίο αναφέρεται. Πρωτίστως, η Έκθεση εγείρει την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων (εκτός συντάξεων) για την άμβλυνση του γενικού ποσοστού φτώχειας. Το μέσο επίπεδο επίδρασης των λοιπών μεταβιβάσεων στις χώρες που απαρτίζου την Ε.Ε. είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στην Ελλάδα και, συνεπώς, το περιθώριο που δίδεται είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά
Επιπλέον, η Έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη εισοδηματικής στήριξης των μονογονεϊκών νοικοκυριών (π.χ. mέσω μέτρων φορο-ελαφρύνσεων ή/και επιδομάτων εργαζομένων). Αν και η επίλυση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση που αντανακλά τη σύνθετη ευρωπαϊκή εμπειρία, η στήριξη των μονογονεϊκών νοικοκυριών αποτελεί μία κρίσιμη όψη των σύγχρονων εξελίξεων. Ο αποτελεσματικός εντοπισμός και η σύνταξη εύστοχων κριτηρίων που θα ανοίγει διαύλους μεταξύ του κοινωνικού προϋπολογισμού και των δικαιούχων είναι απαραίτητα. Η στήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια χρήζει ειδικής μέριμνας.
Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα παροχής ενισχύσεων και μέριμνας προς μισθωτούς μερικής απασχόλησης. Τα δεδομένα αναδεικνύουν ότι το συντριπτικό ποσοστό (εξαιρετικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) των εργαζόμενων-μισθωτών μερικής απασχόλησης θα επιθυμούσε την εύρεση μισθωτής εργασίας με πλήρες ωράριο.
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη ομάδα, το ποσοστό φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παραμένει υπερβολικά υψηλό. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε εργαζόμενους-μισθωτούς μερικής απασχόλησης που λογίζονται ως «υπεύθυνοι του νοικοκυριού».
Η εκπαίδευση
Σχετικά σημαντικό παραμένει το επίπεδο φτώχειας των υπευθύνων χαμηλής εκπαίδευσης (απόφοιτοι γυμνασίου), ενώ το ζήτημα ενίσχυσης των ανέργων απαιτεί την ενδεχόμενη αναδιαμόρφωση της πολιτικής απόδοσης επιδόματος ανεργίας. Στο ίδιο πλαίσιο, τίθεται και η θέσπιση μιας διαρκούς εξέτασης εύρεσης θεσμικών κενών κατά τη χορήγηση επιδομάτων και παροχών. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού διαθέτει ατομικό εισόδημα χαμηλότερο του ορίου φτώχειας, αλλά το ποσοστιαίο μερίδιο των μεταβιβάσεων στο συνολικό του εισόδημα είναι εξαιρετικά μικρό έως και μηδενικό. Το τεκμαρτό εισόδημα μπορεί να παραμένει για φορολογικούς λόγους, αλλά θα ήταν ίσως θεμιτό να εξεταστεί η αφαίρεσή του από τον σχεδιασμό του συστήματος παροχής επιδομάτων στη βάση ελέγχου πόρων των δικαιούχων.
Καταλήγοντας, η Έκθεση προτρέπει σε έναν επανασχεδιασμό των συντελεστών ΦΠΑ των αγαθών και υπηρεσιών, με τρόπο ώστε το κόστος του καλαθιού των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα να επιμεριστεί περισσότερο αναλογικά. Η εξέταση του καταναλωτικού προφίλ των τριών χαμηλότερων δεκατημορίων απαιτεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση, που πρέπει να επαναξιολογείται τακτικά, ώστε οι πρωτοβουλίες εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής να μην εντείνουν την ανισότητα.
Έμφαση
Στην Έκθεση αποτυπώνεται η κατάσταση της ανισότητας και της φτώχειας του πληθυσμού, με την έμφαση να δίνεται στην επίδραση του υπάρχοντος συστήματος προστασίας. Βεβαίως, το εν λόγω ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ, όμως η Έκθεση αποτυπώνει τις πιο σημαντικές όψεις και κρίσιμες προκλήσεις του. Από την ανάδειξη των δεδομένων και την επεξεργασία των στοιχείων γίνεται κατανοητό ότι η χώρα μας, κατά την περίοδο της μακροχρόνιας και πρωτοφανούς ύφεσης, έχει υποστεί μια σημαντική αλλαγή της φυσιογνωμίας του πλαισίου πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, τα περιεχόμενα της Έκθεσης συνδράμουν στον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων και στη σύνταξη ενός περιγράμματος κατάλληλων προτάσεων πολιτικής με στόχο την άμβλυνση του φαινομένου της ανισότητας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού.