Το υπουργείο Δικαιοσύνης σχεδιάζει μέτρα- μεταρρυθμίσεις για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και κυρίως του Ανώτατου βαθμού, εισάγοντας φίλτρα (πιθανόν ύψους οικονομικού αντικειμένου) που θα καθορίζουν τις υποθέσεις που θα εκδικάζει.
Άρειος Πάγος: Κόφτης στα πρότυπα που ισχύουν στο ΣτΕ θα μπει στις υποθέσεις της Πολιτικής Δικαιοσύνης που θα φτάνουν στον Άρειο Πάγο για την ουσιαστική αποσυμφόρηση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες η μεταρρύθμιση αυτή έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα για το Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου να αποδεσμευθούν οι πόροι για την ενίσχυση της Ελληνικής Οικονομίας, και αφορά «ήσσονος» ή μικρότερης σημασίας υποθέσεις που θα κρίνονται μέχρι τα Πρωτοδικεία και δεν θα φτάνουν – κάποιες φορές- ούτε στο Εφετείο ούτε στον Άρειο Πάγο.
«Φίλτρα»
Την αλλαγή περιέγραψε σε γενικές γραμμές ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας (Καθημερινή- Ι. Μάνδρου) αναφέροντας πως «…στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το υπουργείο επεξεργάζεται τη δυνατότητα να εισαχθούν «φίλτρα» για τον περιορισμό των υποθέσεων που εκδικάζονται τόσο σε δεύτερο βαθμό όσο και στον Άρειο Πάγο, αντίστοιχα με αυτά που ισχύουν στη Διοικητική Δικαιοσύνη».
Ποιες υποθέσεις
Το ερώτημα είναι ποιες υποθέσεις αφορά. Σύμφωνα με πληροφορίες θα αφορά αυτές που το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς, δεν υπερβαίνει ένα χρηματικό π.χ 40.000 ευρώ.
Οι λεπτομέρειες δεν έχουν καθοριστεί, αλλά εκτιμάται ότι μπορεί να ακολουθηθεί, σε αδρές γραμμές το μοντέλο που ακολουθείτε στη Διοικητική Δικαιοσύνη (στο ΣτΕ) και είχε ψηφιστεί με τον νόμο 3772/2009 και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η/1/2011:
Αναφέρει:
“-Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
-Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κλπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.
-Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς.
– Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον διάδικο, διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενο τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως.”
-Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.”
Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφερόταν:
«Το Συμβούλιο της Επικρατείας και η διοικητική δικαιοσύνη στο σύνολό της υπάρχουν για να προστατεύουν τον πολίτη από την παράνομη διοικητική δράση. Την αποτελεσµατικότητα της προστασίας αυτής υπονομεύει όμως ο συντριπτικός όγκος των εκκρεμών υποθέσεων και οι συνακόλουθες καθυστερήσεις που ταλαιπωρούν τους πολίτες και έχουν δυσμενέστατες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας.
Ο τεράστιος αυτός όγκος οφείλεται:
α) στην κακοδιοίκηση, η οποία, σε συνδυασμό µε την δαιδαλώδη πολυνοµία, αποτελεί πραγµατική «µηχανή παραγωγής» διαφορών,
β) στην έλλειψη ρυθµίσεων που θα απεθάρρυναν την άσκηση «προπετών» ενδίκων βοηθηµάτων και µέσων ή ενδίκων βοηθηµάτων και µέσων µε ασήµαντο αντικείµενο ή προδήλως αβασίµων,
γ) στην αλόγιστη άσκηση ενδίκων βοηθηµάτων και µέσων από το ίδιο το ∆ηµόσιο και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Πρέπει, συνεπώς, να ληφθούν δραστικά µέτρα, για την αντιµετώπιση του προβλήµατος, όπως άλλωστε, τονίσθηκε και από όλους τους συµµετέχοντες στην ανοιχτή συνεδρίαση του Υπουργικού Συµβουλίου της 1ης Μαρτίου 2010 µε την ηγεσία της δικαιοσύνης».