Η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης για την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εμποδίζει, όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και της νομής, και ο ιδιοκτήτης διατηρεί πλήρη δικαιώματα στο ακίνητο, καθιστάμενης παράνομης κάθε ενέργειας προσβολής των δικαιωμάτων αυτών
Δεκτή έγινε από το Εφετείο Αθηνών, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αγωγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά του Δήμου Αθηναίων , περί αποζημίωσης χρήσης λόγω παράνομης δέσμευσης (κατάληψης) από τον Δήμο Αθηναίων του επιδίκου ακινήτου, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, κατόπιν μη συντελεσθείσας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (ΤρΕφΑθ 4131/2021).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ιδιοκτήτης ακινήτου, που έχει ρυμοτομηθεί κατ’ εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου. Εάν η Διοίκηση αρνηθεί να προβεί στη νόμιμη οφειλόμενη αυτή ενέργειά της, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης. Το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, κάνει δεκτή την αίτηση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεσμεύσει εκ νέου το ακίνητο, είτε τέλος να θεωρήσει για κάποιο νόμιμο λόγο ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Συνεπώς, με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης, μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο δέχθηκε ότι το εκκαλούν προέβη, πριν από οποιαδήποτε συντέλεση της επιβληθείσας απαλλοτρίωσης επί του επίδικου ακινήτου, σε παράνομη κατάληψη αυτού και στη συνέχεια διαμόρφωσε τον χώρο με δενδροφύτευση, τοποθέτηση πάγκων και κατασκευή παιδικής χαράς, με αποτέλεσμα να αποβάλει την ενάγουσα από τη νομή του ακινήτου. Κατόπιν άσκησης αγωγής της Τράπεζας, η τελευταία αναγνωρίστηκε ως νομέας του επιδίκου ακινήτου, και παράλληλα διατάχθηκε η απόδοση του από το εκκαλούν. Περαιτέρω, καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης, πλην όμως, το εκκαλούν ουδόλως προέβη, εντός της προβλεπόμενης στα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη άρθρου 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων «Κ.Α.Α.Α. – ν. 2882/2001) δεκαοκτάμηνης προθεσμίας σε καταβολή της καθορισθείσας αποζημίωσης, ούτε δημοσιεύτηκε αντιστοίχως εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας γνωστοποίηση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για την παρακατάθεσή της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Έγινε, λοιπόν, δεκτό πως για το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται η αποζημίωση χρήσης από την ενάγουσα τράπεζα, λόγω παράνομης κατάληψης του ακινήτου της, ουδόλως υφίστατο καθεστώς συντελεσμένης απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου. Και τούτο, διότι η αρχικώς επιβληθείσα είχε αρθεί και είχε επανεπιβληθεί νέα απαλλοτρίωση, κανένας δε από τους διαδίκους δεν ισχυρίστηκε ούτε προέκυψε ότι η μεταγενέστερα επανεπιβληθείσα απαλλοτρίωση τελικά συντελέστηκε, καθώς ουδόλως προέκυψε να έχουν ολοκληρωθεί ή εκκινήσει έστω διαδικασίες προσδιορισμού αποζημίωσης για την εν λόγω νεότερη απαλλοτρίωση, ούτε να έχει λάβει καταβολή ή παρακατάθεση του τυχόν καθορισθέντος ποσού της απαλλοτρίωσης αυτής. Επομένως, εφόσον η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης για την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας αλλά και της νομής στο εναγόμενο, η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια αυτής, διατηρεί πλήρη δικαιώματα στο ακίνητο, καθιστάμενης παράνομης κάθε ενέργειας προσβολής των δικαιωμάτων αυτών.
Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε πως καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο Δήμος παρανόμως και υπαιτίως κατέχει το ακίνητο της εφεσίβλητης, έχοντας προβεί σε κατάληψή του, αποστερώντας με τον τρόπο αυτόν από την ενάγουσα την χρήση και κάρπωσή του. Έτσι, κρίθηκε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, αποζημίωση χρήσης, διότι θα μπορούσε το επίδικο ακίνητο να εκμισθωθεί σε τρίτους, ως υπαίθριος χώρος στάθμευσης. Εκ του αποτελέσματος δε ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει το επίδικο ακίνητο μετατρέποντάς το σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, καθόσον το εκκαλούν με σειρά παραλείψεων του, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη της κατάληψης του επίδικου ακινήτου και με τη ζημία που προκλήθηκε, εξακολουθούσε να το διατηρεί παρανόμως στην κατοχή του και αρνείτο αδικαιολόγητα να στέρξει εκουσίως στην άρση της παράνομης κατάστασης που αυτό το ίδιο είχε δημιουργήσει, παραλείποντας να το αποδώσει στην αληθή νομέα και κυρία αυτού.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, για την ανωτέρω κηρυχθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση συνέτρεχε λόγος άρσης της ήδη από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000. Για το λόγο αυτόν, η εφεσίβλητη υπέβαλε προς το εκκαλούν καθώς και προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών Πειραιώς και το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. την από 8.10.2002 αίτηση της ζητώντας την άρση της απαλλοτρίωσης, λόγω άπρακτης παρέλευσης δεκαοχτάμηνου από τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού αποζημίωσης, πλην όμως η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παρέλευση άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατόπιν αυτού, η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών σχετική αίτηση, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ως άνω σιωπηρής απορριπτικής απάντησης της Διοίκησης και την αναγνώριση της αυτοδίκαιης άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η 5.019/2005 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας αφενός ακυρώθηκε η προαναφερθείσα σιωπηρή αρνητική απάντηση της Διοίκησης επί της από 8.10.2002 αίτησης της εφεσίβλητης και αφετέρου αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να προβεί σε βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση και κατόπιν της σχετικής από 20.2.2006 εισήγησης της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως, το Δημοτικό Συμβούλιο του εκκαλούντος με την υπ’ αρ. ./20.3.2006 πράξη του, αποφάσισε την έγκριση της ανωτέρω εισήγησης περί τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών με άρση και επανεπιβολή νέας απαλλοτρίωσης. Ακολούθως δε, με την υπ’ αρ.././21.7.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. ./7.9.2006 Φ.Ε.Κ. (τ.4° Απαλλοτριώσεων), αποφασίστηκε η άρση και η επανεπιβολή νέας απαλλοτρίωσης του χώρου στο Ο.Τ. . περ. . επί των οδών … (εντός του οποίου περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο) για κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, η έναρξη δε ισχύος της ως άνω απόφασης έλαβε χώρα από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, προκύπτει ότι, αναφορικά με το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται με την υπό κρίση αγωγή αποζημίωση χρήσης από την ενάγουσα, λόγω παράνομης κατάληψης του ακινήτου της, ήτοι για τη χρονική περίοδο από 1.6.2006 έως 31.12.2008, ουδόλως υφίστατο καθεστώς συντελεσμένης απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου, καθώς η αρχικώς επιβληθείσα με το από 14-9-1981 Π.Δ. είχε αρθεί και επανεπιβληθεί νέα απαλλοτρίωση, με την υπ’ αρ. ././21.7.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Φ.Ε.Κ. ./7.9.2006, τ.4° Απαλλοτριώσεων), ενώ κανένας από τους διαδίκους δεν ισχυρίστηκε ούτε προέκυψε ότι η μεταγενέστερα επανεπιβληθείσα απαλλοτρίωση τελικά συντελέστηκε, καθώς από κανένα από τα προσκομιζόμενα από τους διάδικους αποδεικτικά μέσα δε συνάγεται αν έχουν ολοκληρωθεί ή εκκινήσει έστω διαδικασίες προσδιορισμού αποζημίωσης για την εν λόγω νεότερη απαλλοτρίωση, ούτε αν έχει λάβει καταβολή ή παρακατάθεση του τυχόν καθορισθέντος ποσού της απαλλοτρίωσης αυτής. Επομένως, εφόσον η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης για την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας αλλά και της νομής στο εναγόμενο, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια αυτής, διατηρεί πλήρη δικαιώματα στο ακίνητο, καθιστάμενης παράνομης κάθε ενέργειας προσβολής των δικαιωμάτων αυτών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υπ’αρ../28-2-2019 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγόμενου Δήμου, εγκρίθηκε η απευθείας εξαγορά του επίδικου ακινήτου στην τιμή του 1.326.500 ευρώ, κατόπιν πρόβλεψης σχετικού κωδικού στον προϋπολογισμό του εναγόμενου Δήμου, ενώ με την υπ’ αρ. ./14.12.2020 απόφαση του ίδιου Δημοτικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η καταβολή αποζημίωσης ύψους 1.326.500 ευρώ, για την αγορά του επίδικου ακινήτου. Επομένως, δεν υφίσταται βούληση του εναγόμενου να καταβάλει αποζημίωση για τη συντέλεση της εν λόγω απαλλοτρίωσης, καθόσον επιδιώκει την απευθείας αγορά του επίδικου ακινήτου, χωρίς όμως παράλληλα να έχει άρει προηγουμένως το ρυμοτομικό βάρος που επέβαλε στο ακίνητο. Από τα ανωτέρω συνάγεται, άρα, ότι καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα το εκκαλούν παρανόμως και υπαιτίως κατέχει το προπεριγραφέν ακίνητο της εφεσίβλητης, έχοντας προβεί σε κατάληψη του και μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, χωρίς ουδέποτε να έχει προβεί από τον μήνα Ιούλιο του έτους 1982 και εντεύθεν σε απόδοση του προς την εφεσίβλητη, αποστερώντας με τον τρόπο αυτόν από την τελευταία την χρήση και κάρπωσή του.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.