ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΗλείας 44/2021
Αναγνώριση ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκη. Παραπεμπιπτική απόφαση. Εισαγωγή υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο με κλήση ενός εκ των συγκληρονόμων της μετά την άσκηση της αγωγής αρχικώς δεύτερης ενάγουσας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 44/2021
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής ΜΤ./22.11.2018)
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης ΠΤ./02.9.2020)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Τσουρούτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Λάμπρο Φλεβάρη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Σοφία Καφήρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, τη 17η Μαρτίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του καλούντος-ενάγοντος : ., κατοίκου Ελευσίνας Αττικής, οδού ., κατόχου του με αριθμό . φορολογικού μητρώου, ως πρώτου αρχικώς ενάγοντος και καθολικού διαδόχου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ., ο οποίος κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως προτάσεις κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Αλεξάνδρας Κβάσνιουκ (Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, ΑΜ 001688, η οποία προσκόμισε την από 09ης Δεκεμβρίου 2020 έγγραφη εξουσιοδότηση με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως και το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ. Πατρών Νο: ./16.11.2021), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της καθ’ ης η κλήση-εναγομένης : ., κατοίκου Ελευσίνας Αττικής, οδού ., και Φλόκα Ηλείας, κατόχου του με αριθμό . φορολογικού μητρώου, η οποία κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως προτάσεις κατά το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Δήμητρας Κοκκινιώτη (Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ΑΜ 027145, η οποία προσκόμισε την από 10ης Δεκεμβρίου 2020 έγγραφη εξουσιοδότηση με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως και το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ. Αθηνών Νο: Π./10.12.2020), και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Αριστείδη Παναγιωτόπουλου (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000173, ο οποίος προσκόμισε την από 10ης Δεκεμβρίου 2020 έγγραφη εξουσιοδότηση με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως και το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ. Ηλείας Νο: Η041702/10.11.2021).
Ο (πρώτος) ενάγων και η ήδη αποβιώσασα δεύτερη (2η) ενάγουσα, ., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 11ης Νοεμβρίου 2018 και με αριθμό έκθεσης ΜΤ./22.11.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 292/28.8.2020 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, που κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο. Ήδη με την από 01ης Σεπτεμβρίου 2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Π./02.9.2020 κλήση του ενάγοντος η ανωτέρω (με αριθμό εκθ. καταθ. ΜΤ./2018) αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όπως αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.4α ΚΠολΔ, ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. ./27.01.2021 Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ηλείας Προέδρου Πρωτοδικών. Με την ίδια κλήση ο ενάγων ανακοίνωσε τον επισυμβάντα τη 15η Απριλίου 2020 θάνατο της δεύτερης ενάγουσας . και δήλωσε ότι και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής εισάγει την αγωγή, για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, όταν αυτή εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο με αριθμό (2), οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από το οικείο πινάκιο, ο ενάγων δεν παραστάθηκε (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Πλην, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 Ν.4335/2012, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε ως γενικό κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εφεξής και συνεπώς, για αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που στην προκείμενη περίπτωση έχουν τηρήσει αμφότερες οι πλευρές. Συγκεκριμένα, αμφότεροι οι διάδικοι, ο μεν ενάγων την 9η Δεκεμβρίου 2020, η δε εναγομένη την 11η Δεκεμβρίου 2020, κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της από 01ης Σεπτεμβρίου 2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ΠΤ 19/02.9.2020) κλήσης, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, η οποία συμπληρώθηκε την 11η Δεκεμβρίου 2020, ημέρα Παρασκευή, δεδομένου ότι οι Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.76629/28.11.20 (ΦΕΚ/Β/5255/28.11.2020) και Δ1α/ΓΠ.οικ.78363/5.12.20 (ΦΕΚ/Β/5350/5.12.2020), που ίσχυσαν για το χρονικό διάστημα από 30ης Νοεμβρίου 2020 έως 06η Δεκεμβρίου 2020 και από 07ης Δεκεμβρίου έως 11η Δεκεμβρίου 2020, αντίστοιχα, δεν προέβλεπαν αναστολή της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ.
(α) Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α, 287, 289, 290, 291 και 292 ΚΠολΔ, η δίκη διακόπτεται με τον θάνατο κάποιου από τους διαδίκους, επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής προς τον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί, και χωρίς να έχει προηγηθεί η γνωστοποίηση σ’ αυτόν του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενος την έλλειψη της γνωστοποίησης και θεωρώντας τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 291 ΚΠολΔ, δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο για επανάληψη της δίκης στον διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος, στην περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου του διαδίκου, είναι μόνον ο καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος διαδίκου (κληρονόμος του). Η γνωστοποίηση του λόγου διακοπής γίνεται με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 ΚΠολΔ προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, καθώς θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (ΟλΑΠ 22/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 882/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1314/2010, ηλεκτρονική έκδοση Νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 68/2021, ηλεκτρονική έκδοση Νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 96/2018, ηλεκτρονική έκδοση Νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΑθ 3119/1987, ΕλλΔνη 1988. 1607). Για τη συνέχιση της δίκης με δήλωση του κληρονόμου δεν είναι αναγκαίο να προηγηθεί δήλωση φόρου κληρονομίας (ΑΠ12/1996, ΕλλΔνη 37.1321, ΕφΠειρ 940/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) ή να παρέλθει η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, αφού η δήλωση επαναλήψεως της δίκης ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας του θανόντος διαδίκου (ΕφΑθ 9722/1991, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 01ης Σεπτεμβρίου 2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΠΤ./02.9.2020 κλήση, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, ο (αρχικώς πρώτος) ενάγων, ., νομίμως εισάγει προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο την από 11ης Νοεμβρίου 2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./22.11.2018 αγωγή, κατόπιν έκδοσης επί αυτής της υπ’ αριθμ. 292/28.8.2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας (τακτική διαδικασία), που έκρινε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και την παρέπεμψε για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου. Σημειώνεται ότι κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, το παρόν Δικαστήριο δεν κωλύεται να δικάσει επί της ένδικης αγωγής, μολονότι αυτή εισάγεται ενώπιόν του πριν την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης (η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δημοσιεύθηκε την 28η Αυγούστου 2020 και από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσή της), λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η έκδοση της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης έλαβε χώρα κατόπιν υποβολής σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, η οποία παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και δεν αντέλεξε στην πρόοδο της δίκης [Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (- Νίκας), ΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρ. 46, αρ. 11 και 12, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία]. Με την ίδια κλήση ο ενάγων γνωστοποίησε ότι η αρχικώς δεύτερη (2η) αρχικώς ενάγουσα, ., απεβίωσε τη 15η Απριλίου 2020 και ότι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής εισάγει την υπόθεση προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και συνεχίζει τη διακοπείσα δίκη. Ωστόσο, στο παρόν δικονομικό στάδιο δεν δύναται να επέλθει διακοπή δίκης, καθώς το διακοπτικό γεγονός του θανάτου της δεύτερης ενάγουσας δεν επήλθε έως το πέρας της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατά τη δικάσιμο της 13ης Νοεμβρίου 2019, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 292/28.8.2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έγκυρα εκδόθηκε στο όνομα και της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, αλλά μετά από αυτή (ΑΠ 1103/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ I (2000), αρθρ. 286, § 9, 578). Σημειωτέον ότι σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας απόφασης, όπως εν προκειμένω, η εκκρεμοδικία δεν παύει, αλλά αντίθετα διατηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, παρόλο που η περί παραπομπής απόφαση είναι οριστική, η διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο δικαστήριο της παραπομπής, δηλαδή η εκκρεμοδικία μετατίθεται αυτοδικαίως από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διατηρούνται και μετά την παραπομπή οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες από την άσκηση της αγωγής (ΕφΠατρ 43/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · Μακρίδου, ό.π., άρθρ. 222, αρ. 4).
Προς απόδειξη της νομιμοποίησής του στην παρούσα δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης (2ης) ενάγουσας, ο καλών – ενάγων επικαλείται το προσκομιζόμενο από την εναγομένη υπ’ αριθμ. πρωτ. ./13.7.2020 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Γραφείου Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, χωρίς να προσκομίζει κάποιο άλλο έγγραφο, όπως πιστοποιητικό του οικείου Πρωτοδικείου περί μη δημοσίευσης διαθήκης της δεύτερης ενάγουσας και περί μη αποποίησης της κληρονομίας αυτής από τον καλούντα. Πλην, όμως, λαμβανομένης υπόψη της μη αμφισβήτησης από την εναγομένη της ιδιότητας του καλούντος-ενάγοντος ως καθολικού διαδόχου της αρχικής διαδίκου, του λόγου της επαγωγής και του κληρονομικού του μεριδίου, δεν δημιουργούνται αμφιβολίες στο Δικαστήριο σε σχέση με τη νομιμοποίησή του και συνεπώς, χάριν οικονομίας της δίκης, παρέλκει η κατά το άρθρο 254 ΑΚ επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστούν τα ανωτέρω δημόσια έγγραφα.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./13.7.2020 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Γραφείου Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, προκύπτει ότι η ανωτέρω αποβιώσασα αρχικώς δεύτερη (2η) ενάγουσα, ., κατέλειπε κατά τον χρόνο θανάτου της μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς, εκτός από τον ενάγοντα, και έτερο τέκνο, τη ., γεννηθείσα τη 18η Οκτωβρίου 1965. Επειδή δε η ένδικη υπόθεση δεν εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο με κλήση αμφοτέρων των εξ αδιαθέτων κληρονόμων της αρχικώς πρώτης ενάγουσας, ., η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω ο ενάγων δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να συνεχίσει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος της δεύτερης ενάγουσας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι : Η απλή ομοδικία συνιστά εκδίκαση κατά κοινή διαδικασία πλειόνων εννόμων σχέσεων δίκης που συνδέουν διάφορα πρόσωπα, η οποία είναι αρχική, λαμβάνουσα χώρα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 74 ΚΠολΔ, ή επιγενόμενη κατόπιν είτε κληρονομικής διαδοχής από περισσότερους κληρονόμους του αρχικού διαδίκου είτε κατόπιν διαταγής του δικαστηρίου, οσάκις τούτο κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Αντίστοιχα, κατά μία άποψη, επίσης, αναγκαστική ομοδικία συνιστά εκδίκαση κατά κοινή διαδικασία πλειόνων εννόμων σχέσεων δίκης που αφορά διάφορα πρόσωπα (Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία στην πολιτική δίκη, εκδ.1998, § 3, σελ.20 επ.) ενώ κατά άλλη άποψη, αναγκαστική ομοδικία συνιστά μια έννομη σχέση δίκης κατά κοινή διαδικασία με πλείονα πρόσωπα (Κ. Μπέης, Περί της απλής και αναγκαστικής ομοδικίας Δ 3, 660, μελέτη δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Κέντρου Δικανικών Μελετών www.kostasbeys.gr). Περαιτέρω με τον θάνατο τινός εκ των διαδίκων και εφόσον υπάρχουν περισσότεροι του ενός κληρονόμοι δημιουργείται επιγενόμενη ομοδικία στις εκκρεμείς δίκες αυτού, η οποία προκύπτει το πρώτον αφού επαναληφθεί η δίκη από αυτούς ή κατά αυτών. Ζήτημα δημιουργείται για το εάν για την επανάληψη της δίκης είναι αναγκαία η σύμπραξη όλων των κληρονόμων του αρχικού διαδίκου ή αρκεί ενέργεια ενός εξ αυτών. Σε περίπτωση που ο αποβιώσας κληρονομήθηκε από περισσοτέρους, οι οποίοι καταρχήν συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της απλής ομοδικίας, καθένας από τους κληρονόμους μπορεί να επαναλάβει τη δίκη σε σχέση με το μερίδιό του, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη όλων των κληρονόμων για την επανάληψη της δίκης, η δε δήλωση του ενός δεν ενεργεί έναντι των λοιπών, αλλά η δίκη συνεχίζεται ως προς τη μερίδα του κληρονόμου που προέβη στη δήλωση επανάληψης, χωρίς από αυτό να δημιουργείται απαράδεκτο της επανάληψης από τη μη σύμπραξη όλων των ομοδίκων, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, οπότε κατά τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 ΚΠολΔ διατάσσει τον διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να καλέσει και τους ομόδικους που δεν κάλεσε (ΟλΑΠ 902/1982, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 151/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 209/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 290, § 5, σελ. 302 – 303, Παϊσίδου, Διακοπή και Επανάληψη της Δίκης, εκδ. 2001, σελ. 280, Οικονόμου, Ομοδικία και Συμμετοχή Τρίτων στην Πολιτική Δίκη (- Α.Δανηλάτου), εκδ. 2008, §§§ 41, 42, 43 σελ. 21 -22, Γέσιου – Φαλτσή, Η ομοδικία στην πολιτική δίκη, εκδ.1998, § 28, σελ. 145-146, κατά την οποία, χωρίς διάκριση στο είδος της ομοδικίας, έκαστος από τους πλείονες καθολικούς διαδόχους δύναται και μόνος του να προβεί σε επανάληψη της δίκης ως προς την προσήκουσα σ’ αυτόν κληρονομική μερίδα, θα πρέπει όμως να τύχει ανάλογης εφαρμογής το άρθρο 75 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εάν δε οι κληρονόμοι συνδέονται με αναγκαστική ομοδικία, όπως όταν λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων είναι αδύνατο να εκδοθούν αντιφατικές μεταξύ τους αποφάσεις, η γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος από τον ομόδικο, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε, επάγεται αποτελέσματα και ως προς τους υπολοίπους, για την εκούσια δε επανάληψη απαιτείται είτε ρητή ή σιωπηρή δήλωση όλων των ομοδίκων είτε ο αναγκαίος ομόδικος που επαναλαμβάνει τη δίκη να προσκαλεί τους ομοδίκους του (Παϊσίδου, ο.π. σελ. 280-281, Οικονόμου, ο.π. σελ. 83, Γέσιου – Φαλτσή ο.π. § 28, σελ. 146, Βαθρακοκοίλης, ο.π. § 5, σελ. 302 – 303, κατά τον οποίο, αν οι κληρονόμοι συνδέονται με σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, πρέπει να γίνει ρητή ή σιωπηρή δήλωση επανάληψης όλων, η οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι κοινή ή ταυτόχρονη). Κατά άλλη άποψη, στην περίπτωση του άρθρου 76 § 1 ΚΠολΔ υφίσταται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας και δη εκ του λόγου ότι περιστάσεις δεν δύναται να υπάρξουν αντίθετες έναντι των ομοδίκων αποφάσεις, μεταξύ πλειόνων εκ δημοσίας διαθήκης κληρονόμων σε περίπτωση άσκησης κοινής αγωγής κατά αυτών από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας διαθήκης, διότι στην περίπτωση αυτή υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου της δίκης σε σχέση προς άπαντες τους ομοδίκους, η τυχόν δε αναγνώριση ότι η διαθήκη τυγχάνει έγκυρη ως προς κάποιους εκ των ομοδίκων, άκυρη δε ως προς τους λοιπούς, καίτοι πρόκειται περί διαφοράς με το αυτό αντικείμενο, θα δημιουργούσε δύο έννομες καταστάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Δοθέντος ότι η περίπτωση αυτή δεν καθιδρύει κοινή νομιμοποίηση, ενδέχεται να ασκηθούν περισσότερες από μια αγωγές και δη τόσες όσοι και οι ομόδικοι επί των οποίων ενδέχεται να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 902/1982, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Όταν ο νόμος ορίζει ότι «δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις», δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, αλλά εννοεί ότι η έκδοση ετέρας αποφάσεως, αντίθετης με προεκδοθείσα, δεν επηρεάζει τη με βάση την τελευταία δημιουργηθείσα νομική κατάσταση. Ο λόγος για τον οποίο ο νόμος δεν επιβάλλει στην περίπτωση αυτή κοινή νομιμοποίηση ερείδεται στο ότι ο τρίτος, ο οποίος δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ άλλων, δύναται να ασκήσει κατά αυτής τριτανακοπή. Από τη στιγμή όμως που θα συμπράξουν τα εν λόγω πρόσωπα στην αυτή διαδικασία και δη είτε από την αρχή είτε κατόπιν παρεμβάσεως καθιδρύεται αναγκαστική ομοδικία και επί του ενιαίου αντικειμένου θα εκδοθεί μια απόφαση (Κ. Μπέης ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, τυχόν άσκηση της κλήσης από αμφότερους τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της αποβιώσασας αρχικής διαδίκου . θα δημιουργούσε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας κατά την περ. δ της § 1 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι τυχόν αναγνώριση της ιδιόγραφης διαθήκης για τον ένα εξ αυτών ως έγκυρης, ως προς τον άλλο δε ως άκυρης, θα ενείχε σοβαρή αντίφαση. Ωστόσο, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του ότι, αν και σκόπιμο, δεν είναι υποχρεωτικό το δικόγραφο της κρινόμενης κλήσης να προέρχεται από όλους τους κληρονόμους της αρχικώς ενάγουσας, καθώς ο νόμος δεν επιτάσσει επί ποινή απαραδέκτου την κοινή νομιμοποίηση απάντων των αναγκαίων ομοδίκων για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής αναγνώρισης ακυρότητας διαθήκης ελλείψει τυπικού κύρους αυτής, δεν κρίνει ότι πρέπει να προκληθεί επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία δια της προσεπικλήσεως της μη μετέχουσας στην εκκρεμή διαδικασία έτερης κληρονόμου, για την οποία άλλωστε δεν προέκυψε εάν έχει αποδεχθεί ή μη την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομία. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης περί απαραδέκτου είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
(β) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ.1 εδ. α’ και β’ ΑΚ « Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος». Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης ρητά ρυθμίζει το θέμα, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά αλλά καθορίζοντας αυτή ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από τον συνδυασμό της ως άνω διατάξεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης, της αληθούς βουλήσεώς του και των τυχόν ελαττωμάτων της, για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 του ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι «Διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ εαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς τη χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης. Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη σκοπίμως ή εκ πλάνης του διαθέτη, μόνο δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης» και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως που συγκαλύπτεται. Οι δύο ως άνω περιπτώσεις δεν είναι όμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους, προβλέπονται από ξεχωριστές διατάξεις και η μεν πρώτη (άρθρο 1721 παρ. 1 ΑΚ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (άρθρο 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης. ʼλλωστε, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί λόγω της μυστικότητας, με την οποία συντάσσεται. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αληθείας αλλά διαφορετική. Επομένως, ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ.1 του ίδιου άρθρου. Για καθεμία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση. Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (άρθρο 1721 παρ. 1 ΑΚ), το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει με κατ’ αναλογία εφαρμογή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού, αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα, καθόσον προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεως προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις. Εάν όμως υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων (ΟλΑΠ 7/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 489/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · ΑΠ 1051/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 225/2018, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Εξάλλου, την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, και τέτοιο έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, αφού αποκτούν αμέσως την περιουσία του διαθέτη. Περαιτέρω από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης. Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΕφΠειρ 226/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
(γ) Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ”καλή πίστη” θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των ”χρηστών ηθών” χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, δεν αρκεί, καταρχήν, μόνο η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, ούτε, κατ` ανάγκην, από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. (ΟλΑΠ 6/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 5/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 489/2020, ό.π., ΑΠ 848/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι τη 16η Απριλίου 1977 απεβίωσε ο ., κάτοικος όσο ζούσε Τοπικής Κοινότητας Καμένης της Δημοτικής Ενότητας Αρχαίας Ολυμπίας του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, ο οποίος ήταν πατέρας του . και της εναγομένης. Ότι ο μετέπειτα αποβιώσας Νικόλαος Λεβεντούρης του Θεόδωρου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. .04.4.1997 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πύργου ., μεταβίβασε στο τέκνο του και ήδη ενάγοντα, αιτία γονικής παροχής, με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του ίδιου και της αρχικώς δεύτερης (2ης) ενάγουσας συζύγου του, ένα οικόπεδο μετά της εντός αυτού οικίας, κείμενου εντός της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, ένα οικόπεδο μετά της εντός αυτού ισόγειας αποθήκης, κείμενου εντός της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, ένα αγροτεμάχιο έκτασης δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα τετραγωνικών εκατοστών (2.363,80 τ.μ.) κείμενο στη θέση «ΣΠΑΣΟΚΙΛΙ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, ένα αγροτεμάχιο έκτασης χιλίων πεντακοσίων πενήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και σαράντα τετραγωνικών εκατοστών (1.553,40 τ.μ.) κείμενο στη θέση «ΣΠΑΣΟΚΙΛΙ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας και ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «ΤΣΕΛΙΚΑ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας. Ότι τριάντα τρία (33) έτη μετά τον θάνατο του ., κατόπιν αιτήσεως της εναγομένης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./21.4.2010 πρακτικού συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, δημοσιεύθηκε ιδιόγραφη διαθήκη αυτού, με την οποία κατέλιπε στην εναγομένη, μεταξύ άλλων, και τα προαναφερόμενα δύο αγροτεμάχια στη θέση «ΣΠΑΣΟΚΙΛΙ», επιφανείας δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα τετραγωνικών εκατοστών (2.363,80 τ.μ.) και χιλίων πεντακοσίων πενήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και σαράντα τετραγωνικών εκατοστών (1.553,40 τ.μ.), αντίστοιχα, τα οποία φέρονται στη διαθήκη ως ένα ενιαίο αγροτεμάχιο. Ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη τυγχάνει άκυρη, διότι δεν φέρει την ημεροχρονολογία συντάξεως της και το ελλείπον αυτό στοιχείο δεν δύναται να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ εαυτό ή τα λοιπά εκτός αυτού στοιχεία. Ότι η εναγομένη προβάλλει δικαιώματα στην κληρονομία του πατέρα της . ως εγκατάστατη σ’ αυτήν με την προαναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι συντρέχει στο πρόσωπό του έννομο συμφέρον προς τούτο, ζητά να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω ιδιόγραφης του . και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, ακριβές αντίγραφο της οποίας νομότυπα επιδόθηκε στην εναγομένη εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. ./17.11.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ., και ως προς την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της από 01ης Σεπτεμβρίου 2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./02.9.2020) κλήσης βλ. την υπ’αριθμ../01.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18, 30 παρ.1 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε επαρκώς ορισμένη, καθώς στο δικόγραφο αυτής γίνεται αναφορά στην έλλειψη κάποιου από τα στοιχεία του κύρους της ( ΑΠ 781/2015, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, www.areiopagos.gr), και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1716, 1718, 1721 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί περεταίρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η εναγομένη με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι καταχρηστικά ο ενάγων ζητά να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης του . δέκα (10) έτη μετά την αποδοχή από αυτήν της κληρονομίας αυτού και πενήντα (50) έτη μετά την αποκλειστική άσκηση από την ίδια πράξεων νομής με διάνοια κυρίου στα ακίνητα που της κατέλιπε ο ανωτέρω αποβιώσας. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο η εναγομένη επιχειρεί να προτείνει την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η εναγομένη δεν επικαλείται περιστατικά συγκεκριμένης συμπεριφοράς του ενάγοντος και της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, η οποία να της δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν το δικαίωμα προσβολής της διαθήκης ως άκυρης.
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, και συγκεκριμένα από την υπ’ αριθμ. ./15.3.2019 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ολυμπίων, που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. ./12.3.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., σε συνδυασμό με την από 07ης Μαρτίου 2019 κλήση προς γνωστοποίηση μαρτύρων, την υπ’ αριθμ. ./28.02.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ολυμπίων ., που δόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. .Γ/25.02.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., σε συνδυασμό με την από 25ης Φεβρουαρίου 2019 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση σε ένορκη βεβαίωση, και την υπ’ αριθμ. ./25.02.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., σε συνδυασμό με την από 25ης Φεβρουαρίου 2019 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση σε ένορκη βεβαίωση, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, τα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη και τα λοιπά για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων η υπ’ αριθμ. ./14.01.2020 ένορκη βεβαίωση μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ολυμπίων Ηλείας, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων και λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα δίκη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του ΚΠολΔ, ΑΠ 187/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOΣ, ΑΠ 2004/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOΣ, ΑΠ 1622/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOΣ, ΑΠ 722/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOΣ), τις φωτογραφίες, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τους αντιδίκους τους (άρθρα 444 αρ.3, 448 §2 και 457§4 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Τη 16η Απριλίου 1977 απεβίωσε στην Τοπική Κοινότητα Καμένης του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας Νομού Ηλείας ο ., κάτοικος όσο ζούσε Καμένης, για τον θάνατο του οποίου συνετάγη η υπ’ αριθμ. ./17.4.1977 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου της Τοπικής Κοινότητας Καμένης. Με ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος, που δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθμ. 175/2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2010, ο ανωτέρω εγκατέστησε κληρονόμο του την εναγομένη, η οποία είναι τέκνο του. Ειδικότερα ο ως άνω διαθέτης κατέλιπε στην εναγομένη, ένα ξηρικό αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «ΣΠΑΣΟΚΙΛΗ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, εμβαδού, κατά την υπ’ αριθμ. ./26.5.2010 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Ολυμπίων ., περίπου τεσσάρων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων (4.000 τ.μ.), ένα ξηρικό αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «ΑΗ-ΛΙΑΣ» ή κατά άλλη αυτού ονομασία «ΠΑΛΙΟΚΚΛΗΣΙ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, εμβαδού κατά την ως άνω πράξη περίπου τριών χιλιάδων πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (3.500 τ.μ.), ένα ξηρικό αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «ΧΕΡΩΜΑ» της Τοπικής Κοινότητας Καμένης Ηλείας, εμβαδού κατά την ως άνω πράξη περίπου τριών χιλιάδων πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (3.500 τ.μ.), και έναν κήπο κείμενο εντός του οικισμού της τοπικής κοινότητας Καμένης Ηλείας, εμβαδού κατά την ως άνω πράξη περίπου τριακοσίων πενήντα τετραγωνικών μέτρων (350 τ.μ.). Με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. ./2010 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Ολυμπίων ., συζύγου ., η εναγομένη αποδέχθηκε πλήρως, ρητώς και ανεπιφύλακτα την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός της .. Η πράξη δε αυτή μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ολυμπίων στις 02 Ιουνίου 2010, στον τόμο . και με αριθμό .. Η προαναφερόμενη διαθήκη, ωστόσο, δεν έχει καμία απολύτως χρονολογία σύνταξης, καθώς δεν αναγράφεται σ’ αυτήν η ημέρα, ο μήνας και το έτος συντάξεώς της, όπως άλλωστε συνομολογεί η εναγομένη, και ως εκ τούτου είναι ελλιπής ως προς τη χρονολογία συντάξεώς της. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (β) νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να ερευνηθεί, αν το ελλείπον αυτό στοιχείο της ημεροχρονολογίας σύνταξης της διαθήκης μπορεί να αναπληρωθεί από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθ’ εαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, άλλως η διαθήκη είναι άκυρη. Τα μοναδικά στοιχεία που αναγράφονται στη διαθήκη, εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί η ημερομηνία συντάξεως της, είναι τα κάτωθι : «Τώρα που τα χρόνια φεύγουν και πλησιάζω και εγώ προς το τέλος της ζωής μου, θέλω να σημειοσω σ’αυτό τό χαρτί αυτά που σιζιτούσα καί με τήν μανα σας όταν σούσε ….. τώρα μας μένη η . που είναι αμά έλευθερη να την βοιθήσει ο Θεός να βρή έναν άνθρωπο και αυτή». Από τα ανωτέρω στοιχεία η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη συντάχθηκε το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του θανάτου της συζύγου του διαθέτη και μητέρας της ίδιας, ., που συνέβη τη 16η Σεπτεμβρίου 1967, και του γάμου της με τον σύζυγό της, ., που τελέστηκε την 29η Οκτωβρίου 1967. Ωστόσο, ο γάμος της εναγομένης δεν συνιστά ασφαλές γεγονός εκ του οποίου να μπορεί να αναπληρωθεί η έλλειψη της χρονολογίας συντάξεως της διαθήκης. Ειδικότερα ο θάνατος της συζύγου του διαθέτη ρητά αναφέρεται στο κείμενο της διαθήκης και συνεπώς, μετά βεβαιότητας συνάγεται ότι αυτή συντάχθηκε μετά τη 16η Σεπτεμβρίου 1967. Αντιθέτως, στο κείμενο της διαθήκης δεν γίνεται αναφορά σε γάμο της εναγομένης, ώστε αυτός να αποτελέσει καταληκτικό γεγονός του χρονικού διαστήματος, εντός του οποίου πρέπει να συντάχθηκε η διαθήκη. Από το κείμενο της διαθήκης προκύπτει ότι κατά τον χρόνο συντάξεως αυτής η εναγομένη δεν είχε τελέσει γάμο ούτε επίκειτο τέτοιος. Κατά τα αναφερόμενα στη διαθήκη η εναγομένη δεν είχε συνάψει σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της ούτε διατηρούσε κάποιο άλλο δεσμό αλλά αντιθέτως εμφανίζεται να ήταν ελεύθερη. ʼλλωστε η εναγομένη δεν ισχυρίζεται ούτε και αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης αγνοούσε ζητήματα της προσωπικής της ζωής και ιδίως ότι είχε συνάψει σχέση και επρόκειτο να τελέσει γάμο, ούτε εκθέτει πότε γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, ποια η διάρκεια της σχέσης τους έως τον γάμο και εάν αυτή ήταν γνωστή στο οικογενειακό της περιβάλλον και ιδίως στον πατέρα της. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι απίθανο η εναγομένη εντός του χρονικού διαστήματος των σαράντα τριών (43) ημερών, που μεσολάβησαν από τη 16η Σεπτεμβρίου 1967 έως την 29η Οκτωβρίου 1967, να γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της και να τέλεσε γάμο μαζί του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι η σύνταξη της διαθήκης έλαβε χώρα το χρονικό διάστημα από τις 16 Σεπτεμβρίου 1967 έως τις 26 Οκτωβρίου 1967, και πάλι προκύπτει το έτος (1967) όχι όμως ο μήνας και η ημέρα που αυτή συντάχθηκε. Εφόσον λοιπόν λείπει παντελώς η χρονολογία συντάξεως της διαθήκης, η οποία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από κάποιο προσδιοριστικό στοιχείο αυτής, είτε βάσει του περιεχομένου της είτε έξω από αυτό, η διαθήκη είναι άκυρη. Αρκεί δε η έλλειψη χρονολογίας της διαθήκης, για να επιφέρει την απόλυτη ακυρότητά της, χωρίς την έρευνα και διαπίστωση άλλου καλυπτόμενου ελαττώματος σχετιζόμενου με την έλλειψη αυτή. Σημειώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο πατέρας του ενάγοντος και τέκνο του ανωτέρω διαθέτη, ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./4.4.1997 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πύργου . μεταβίβασε στον ενάγοντα κατά την ψιλή κυριότητα, με παρακράτηση της επικαρπίας, υπέρ του ίδιου και της συζύγου του, αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, ., μεταξύ άλλων, και τα δύο ανωτέρω αγροτεμάχια στη θέση «ΣΠΑΣΟΚΙΛΙ», τα οποία κατά τον ανωτέρω τίτλο κτήσης περιήλθαν στον . από άτυπη δωρεά του πατέρα του . το 1960 και κατόπιν αυτής στην κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία, ο ενάγων, όπως και η αρχικώς δεύτερη ενάγουσα μητέρα του, ο οποίος εξαρχής αμφισβήτησε το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης, δικαιολογεί άμεσο έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης διαθήκης και να καταρρίψει αυτή ως τίτλο κτήσης, σε συνδυασμό με την πράξη αποδοχής κληρονομίας, κυριότητας εκ μέρους της εναγομένης.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος τη 16η Απριλίου 1977 ., κατοίκου εν ζωή τοπικής κοινότητας Κάμενας Ηλείας του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθμ. 175/2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2010. Τέλος, πρέπει η εναγομένη να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, λόγω της ήττας της, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 του ΚπολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος τη 16η Απριλίου 1977 ., κατοίκου όσο ζούσε τοπικής κοινότητας Καμένης του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας Νομού Ηλείας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθμ. 175/2010 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2010.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πύργο Ηλείας, στις 17 Νοεμβρίου 2021, δημοσιεύτηκε δε στον ίδιο τόπο την 6η Δεκεμβρίου 2021, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/PPrHleias%2044.2021.htm