Με απόφασή του το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (ΑΠ 99/2021) έκανε δεκτή με πλειοψηφία 3-2 την αναίρεση που είχε ασκήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, με την οποία αναγνωρίσθηκε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του «προτέρου σύννομου βίου».
Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης και της οριακής πλειοψηφίας, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το μέρος της που αναγνώρισε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορούμενο την από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ ελαφρυντική περίσταση του ότι έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα .
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αιτιολογία της απόφασης επί της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να συνέχεται με την αιτιολογία της απόφασης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του προτέρου σύννομου βίου.
Το δε δικαστήριο υποχρεούται σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, εν προκειμένω, στην τελευταία αιτιολογία ουδεμία αναφορά έγινε σε περιστατικά και αποδεικτικά μέσα, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία και κατατείνουν στην απόρριψη του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου.
Η έλλειψη αυτή, η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο αιτιολογικό περί της ενοχής αποσπασμάτων των σχετικών αποδεικτικών μέσων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων και, περαιτέρω, για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών.
Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται λογικά κενά, τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη.
Αντίθετη άποψη, ωστόσο, εκφράστηκε από δύο μέλη του ανωτάτου δικαστηρίου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου δεν μετέχει στη δομή του εγκλήματος και δεν το προσδιορίζει, αλλά αποτελεί στοιχείο που βρίσκεται στο χώρο της ποινής. Η βαρύτητα της πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού αυτού.
Ιδίως η γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης επιβάλλει την αποσύνδεση της κρίσης για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης από οιοδήποτε περιστατικό σχετιζόμενο με το τελεσθέν έγκλημα και την εδραίωσή της αποκλειστικά σε περιστάσεις προγενέστερες της πράξης. Η κρίση, δηλαδή, για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δύνανται να αποκλείσουν την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ενδεικτικά του μη σεβασμού από τον τελευταίο των εννόμων αγαθών και της μη συμμόρφωσής του με τις επιταγές του νόμου, τα οποία όμως ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος και στα οποία δεν εμπίπτουν ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα και ο τρόπος τέλεσης αυτού.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορούμενου προς την ομάδα των νεαρών ατόμων εντάσσεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος, και όχι στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου. Συνεπώς, δεν μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά στη διερεύνηση της κατάφασης ή μη της επίμαχης ελαφρυντικής περίστασης.
Απόσπασμα απόφασης
Επειδή τα εν λόγω περιστατικά εφόσον η ανωτέρω συμπεριφορά δεν κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας (ως άκρως εξαιρετική και περιστασιακή) είναι δυνατόν να είναι ενδεικτικά της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, η οποία ορίζεται μεταξύ άλλων από το σύνολο των τρόπων της συμπεριφοράς ενός ατόμου και κατά το παρελθόν, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης επί της ενοχής έπρεπε να συνέχεται με την αιτιολογία της απόφασης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του προτέρου συννόμου βίου. Όμως στην τελευταία αιτιολογία ουδεμία αναφορά γίνεται για τα εν λόγω περιστατικά, καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία, πράγμα το οποίο επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο αιτιολογικό περί της ενοχής, αποσπασμάτων των καταθέσεων, των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για ην εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπ’όψιν όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό, και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία λογικών κενών, τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη. Κατά συνέπεια ο λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου και δη της Αντιπροέδρου Α. Θ. και της Αρεοπαγίτου Σ. Μ. ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος.
Ειδικότερα: Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ ελαφρυντική περίσταση δεν μετέχει στη δομή του εγκλήματος και δεν το προσδιορίζει, αλλά αποτελεί στοιχείο που βρίσκεται στο χώρο της ποινής. Η βαρύτητα της πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού αυτού. Πολλώ δε μάλλον, η γραμματική διατύπωση της διάταξης “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα…”, επιβάλλει την αποσύνδεση της κρίσης για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης από οιοδήποτε περιστατικό σχετιζόμενο με το τελεσθέν έγκλημα και την εδραίωσή της αποκλειστικά σε περιστάσεις προγενέστερες της πράξης. Η κρίση, δηλαδή, για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δύνανται να αποκλείσουν την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ενδεικτικά του μη σεβασμού από τον τελευταίο των εννόμων αγαθών και της μη συμμόρφωσής του με τις επιταγές του νόμου, τα οποία όμως ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος και στα οποία δεν εμπίπτουν ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα και ο τρόπος τέλεσης αυτού.
Με βάση τα προεκτεθέντα, η περιλαμβανόμενη στον εκτενώς προαναφερθέντα αναιρετικό λόγο αιτίαση, για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη λήψης υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των μαρτυρικών καταθέσεων που αφορούσαν στην εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου προς την ομάδα των νεαρών ατόμων είναι αβάσιμη, αφού η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος, ο οποίος μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σκεπτικού, επί της ενοχής της απόφασης, απέχει μόλις λίγα λεπτά από αυτή.
Επομένως, η εν λόγω συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου, που περιγράφεται από τις αναφερόμενες στον αναιρετικό λόγο καταθέσεις των μαρτύρων, δεν εντάσσεται στην προηγούμενη από το συμβάν, ζωή του τελευταίου και δεν μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά στη διερεύνηση της κατάφασης ή μη της επίμαχης ελαφρυντικής περίστασης. Αναφορικά δε με τη κατάθεση της υποστηρίζουσας τη κατηγορία Β. Τ., η οποία αναφέρεται σε πληροφορίες που είχε για τον προηγούμενο βίο του αναιρεσιβλήτου (αόριστες και των οποίων τη πηγή δεν κατονομάζει) δεν υφίσταται αμφιβολία, κατά τη κρίση της μειοψηφίας, ότι λήφθηκε υπόψη και συναξιολογήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία από το Εφετείο για τη κρίση του επί της αποδοχής ή μη του ανωτέρω ελαφρυντικού. Το γεγονός ότι η κρίση αυτή ήταν αντίθετη από την συγκεκριμένη κατάθεση ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία, με την κατ’επίφαση επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας επιχειρεί να πλήξει ο αναιρεσείων.
ΙΧ. Μετά από αυτά, ενόψει του ότι η απόφαση, επί του παραπάνω από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’του ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, λαμβάνεται με πλειοψηφία μίας ψήφου, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να παραπεμφθεί κατά τούτο υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 και 2 του Ν.1756/1988, ως νυν ισχύει και 3 παρ.3 του Ν.3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, απορριπτομένης αυτής κατά τα λοιπά.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.