Οι οδηγιες του SSM καθιστούν δύσκολη την υπόθεση «ρευστότητα» για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις – Τι συμφωνήθηκε σε συνάντηση που είχε ο Γιάννης Στουρνάρας με τους servicers
Πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση θα αποκτούν μετά από τρία χρόνια συνεπούς αποπληρωμης των κόκκινων δανείων τους που ρυθμίστηκαν/αναδιαρθρωθηκαν. Αυτό προβλέπουν οι οδηγιες του SSM καθιστώντας δύσκολη την υπόθεση «ρευστότητα» για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Από την άλλη πλευρά η ρύθμιση των κόκκινων οφειλών για όποιον θέλει να συνεχίσει την δραστηριότητά του είναι μονοδρομος.
Το θέμα της χρηματοδότησης των ΜμΕ –που αντιμετωπίζουν και το μεγαλύτερο πρόβλημα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό- συζητήθηκε στη χθεσινή συνάντηση που είχε ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας με τους servicers. Οι Θοδωρής Καλαντώνης και Τάσος Πανούσης της doValue (ο κ. Πανούσης είναι και ο πρόεδρος της Ενωσης των εταιρειών διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις), ο Γιώργος Γεωργακόπουλος της Intrum και ο Θοδωρής Αθανασόπουλος της Cepal, ο Φώτης Κουρμούσης της Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, ήταν ανάμεσα σε εκείνους που αντάλλαξαν απόψεις με τον κεντρικό τραπεζίτη, ψάχνοντας λύσεις για την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων.
Oλες οι πλευρές συμφώνησαν ότι πρέπει να διερευνούν οι δυνατότητες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε φάση αναδιάρθρωσης/αναχρηματοδότησης και συζητήθηκε ο ρόλος που μπορούν να διαδραματισουν οι servicers προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο ρόλος των servicers
Το θέμα αυτό είχε ανοίξει ο διοικητής της ΤτΕ πριν από περίπου ένα μήνα από το βήμα της γενικής συνέλευσης της Ενωσης των servicers, υπογραμμίζοντας ότι καμία από τις εταιρείες του κλάδου δεν έχει υποβάλλει αίτημα για λήψη άδειας -κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015- που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων. «Διότι σε αρκετές περιπτώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, η παροχή ρευστότητας στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη», όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ. Σημειώνεται, ότι βάσει του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να χορηγούν νέα δάνεια μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου των απαιτήσεων, δηλαδή του fund στο οποίο έχει πουληθεί το δάνειο.
Ο βασικότερος λόγος που οι servicers δεν μπορούν να εισφέρουν άμεση ρευστότητα είναι ότι δεν διαθέτουν καταθέσεις που σημαίνει ότι θα πρέπει να αντλήσουν οι ίδιες ρευστότητα. Oμως στην παρούσα φάση το κόστος χρήματος για τις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης είναι εξαιρετικά υψηλό και κατά συνέπεια τα επιτόκια δανεισμού θα διαμορφώνονταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τα αυτά των τραπεζών. Εξάλλου, ούτε οι μεγάλοι servicers του εξωτερικού έχουν αυτού του είδους δραστηριότητα.
Παρ’ όλα αυτά δεν αποκλείεται, όταν ολοκληρωθούν οι μεγάλες τιτλοποιήσεις, να αξιοποιηθεί η δυνατότητα που δίνει ο νόμος στους servicers να αναχρηματοδοτούν επιχειρήσεις.
Επι του παρόντος οι ρυθμίσεων που ήδη κάνουν οι servicers, δίνουν έμμεση «ένεση ρευστότητας» και ειδικότερα:
- Ρύθμιση χωρίς παροχή νέων χρημάτων, με σημαντικά όμως κουρέματα δανείων και μειώσεις επιτοκίων που επιτρέπουν στις εταιρείες να εξοικονομούν σημαντικούς πόρους
- Ρύθμιση με διατήρηση των ορίων αλληλόχρεων λογαριασμών και των εγγυητικών. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις έχουμε υλοποιήσει με την υποστήριξη των υφιστάμενων creditors που διατηρούν τις γραμμές χρηματοδότησης ενεργές και μετά τη ρύθμιση
- Ρύθμιση με την παροχή νέων χρημάτων για τους δανειολήπτες από τράπεζα, επενδυτικό fund με τη μεσολάβηση/αρωγή του servicer.