Γεώργιος Σαρρής
Αναμφισβήτητα οι δύο κορυφαίες στιγμές των τελευταίων δύο αιώνων του ελληνικού έθνους ήταν ο εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας του 1821 και ο πόλεμος του 1940. Πώς γιόρτασαν οι πρόγονοί μας εκείνες τις περιόδους που αγωνίζονταν για την ελευθερία του γένους και την ακεραιότητα της επικράτειας αντιστοίχως τα Χριστούγεννα; Τι συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου στον τόπο μας εκείνο τον καιρό;
Με ποιον τρόπο υποδεχθήκαμε την Γέννηση του Θεανθρώπου στον Μοριά, τη Ρούμελη, την Πίνδο και τη Χειμάρρα όπου βρέθηκαν ένοπλοι άνδρες με τη συνεπικουρία του γυναικείου πληθυσμού – ιδίως κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο;
Ας τα πάρουμε με τη σειρά ξεκινώντας από την περίοδο του ‘21. Η αλήθεια είναι πως διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες για τον τρόπο που γιόρταζαν οι Έλληνες τα Χριστούγεννα κατά τη διάρκεια του πολυετούς εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα που ξέσπασε αρχές του 1821 και ολοκληρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 (αν και πρακτικά η τελευταία πολεμική συμπλοκή καταγράφεται το φθινόπωρο του 1829), καθώς οι αναφορές είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι το Πάσχα σούβλιζαν αρνιά και χόρευαν γύρω από τη φωτιά πίνοντας κρασί, ωστόσο για τη δεύτερη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές.
Ξέρουμε όμως ότι οι Έλληνες μετέβαιναν ακόμα και εκείνους τους δύσκολους καιρούς στους ιερούς ναούς προκειμένου να παρακολουθήσουν τη χριστουγεννιάτική Θεία Λειτουργία, φορώντας την καλύτερη φορεσιά που είχαν, και μόλις τελείωνε το τελετουργικό, αντάλλασσαν ευχές για ταχεία απελευθέρωση του τόπου. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο σε πόσο μεγάλη έκταση λάμβαναν χώρα τα έθιμα κάθε περιοχής, τηρουμένης της κατάστασης που επικρατούσε.
Πώς σώθηκε το πολιορκημένο Μεσολόγγι παραμονή Χριστουγέννων του 1822
Ξέρουμε όμως καλά τί συνέβη τα Χριστούγεννα του 1822 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Έξω από τα τείχη βρισκόταν εδώ και δύο μήνες ο Αλβανός διοικητής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ομέρ Βρυώνης με 10.000 στρατιώτες. Είχε ζώσει την ιερή πόλη και περίμενε πότε θα λιποψυχήσουν από την πείνα και τις κακουχίες οι περίπου 500 άνδρες που υπερασπίζονταν τις πύλες. Μετά από τόσο καιρό πολιορκίας όμως και στο οθωμανικό στρατόπεδο είχαν δημιουργηθεί προβλήματα.
Οι ασθένειες θέριζαν, το κρύο ήταν ανυπόφορο, και οι μισθοί προς τους οπλίτες καθυστερούσαν, ενώ δέχονταν συνεχώς αιφνιδιαστικές επιθέσεις από κλέφτες της περιοχής. Τότε ο Αλβανός διοικητής Ομέρ Βρυώνης σε συνεννόηση με τον διαβόητο οθωμανό στρατηγό Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (τον επονομαζόμενο Κιουταχή) αποφασίζουν να προβούν σε νυχτερινή επίθεση.
Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, ωστόσο είπαν να το τολμήσουν. Το γιουρούσι θα γινόταν παραμονή των Χριστουγέννων, όταν οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία και οι ντάπιες (σ.σ. προμαχώνες) θα είχαν λιγοστούς άνδρες. Η αλήθεια είναι ότι το Μεσολόγγι μπορεί να είχε πέσει από την πρώτη αυτή πολιορκία εάν στο στρατόπεδο των Τούρκων δεν υπήρχε ο Έλληνας Γιάννης Γούναρης, ένας Ηπειρώτης «εξ ανάγκης υπηρετών» κατά τον απομνημονευματογράφο και αγωνιστή της εποχής Νικόλαο Σπηλιάδη, αφού ακολουθούσε υποχρεωτικά τον εχθρικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια.
Η άγνωστη θυσία του Γιάννη Γούναρη που έσωσε την πόλη
Ο Γούναρης είχε μάθει για την νυχτερινή επίθεση, αλλά σε περίπτωση που τολμούσε να ειδοποιήσει τους πολιορκημένους για το σχέδιο, θα σκότωναν τόσο εκείνον όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Ωστόσο γνωρίζοντας ότι έχει την ευκαιρία να σώσει την ιερή πόλη και τους κατοίκους της, ρίσκαρε. Προφασιζόμενος ότι πάει για κυνήγι, ξέφυγε από το οπτικό πεδίο των Τούρκων και ειδοποίησε τον γραμματικό του Δημήτριου Μακρή, έναν από τους πιο χαρισματικούς οπλαρχηγούς του Αγώνα στη δυτική Στερεά Ελλάδα, για τα όσα εξυφαίνονταν.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως επικεφαλής των Μεσολογγιτών προέβλεψε ότι η επίθεση θα γινόταν από την ανατολική πλευρά του τείχους που ήταν η πιο αδύναμη. Έτσι, ενίσχυσε το συγκεκριμένο τμήμα και όλοι ήταν έτοιμοι περιμένοντας παραμονή των Χριστουγέννων τον εχθρό. Είχε δοθεί επίσης εντολή στα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους όταν θα πάνε στην εκκλησία να κάνουν φασαρία, για να νομίζουν οι πολιορκητές ότι ο κόσμος γιορτάζει.
Πράγματι, έτσι έγινε. Νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, περίπου 800 Τουρκαλβανοί κατευθύνονται προς την ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και δοκιμάζουν να ανέβουν στα τείχη. Όπως αναφέρει ο λογοτέχνης Δημήτριος Φωτιάδης, κατάπληκτοι οι αναρριχώμενοι στα τείχη συναντούν σθεναρή αντίσταση από τους Έλληνες, «λυγάνε και αποτραβιούνται […] αφήνοντας πίσω ως πεντακόσια κουφάρια»! Από τους περίπου 800 δηλαδή, οι 500 σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης ενώ οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες.
Ομέρ Βρυώνης και Κιουταχής υποχωρούν
Ο Ομέρ Βρυώνης με τον Κιουταχή εξοργίζονται από την έκβαση της επιχείρησης, ωστόσο βλέπουν ότι ο χειμώνας όλο και χειροτερεύει. Παράλληλα πληροφορούνται ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με τα παλικάρια του μόλις έχει διώξει από την Ανατολική Στερεά τον Χουρσίτ Πασά και κατευθύνεται προς το Μεσολόγγι.
Έτσι, μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσουν κι άλλους άνδρες, λύνουν την πολιορκία και αποχωρούν στις 31 Δεκεμβρίου. Ωστόσο έχουν αντιληφθεί ότι ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης ήταν αυτός που πρόδωσε το σχέδιό του στους Έλληνες. Τον βασανίζουν και τον εκτελούν, όπως επίσης και τους γονείς του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του και αρκετούς από τους συγγενείς του…
Έδινε ό,τι είχε ο καθένας για να αγοραστούν παπούτσια και φέσια
Φεύγοντας από τα του Μεσολογγίου και επιστρέφοντας στο κλίμα που επικρατούσε τα Χριστούγεννα εκείνο τον καιρό, αξίζει να επισημάνουμε μια σειρά από τελετουργίες που επικρατούσαν. Αυτό που γνωρίζουμε για παράδειγμα από τον έμπορο Παναγή Σκουζέ που ταξίδεψε στην Αμερική, απέκτησε περιουσία και επέστρεψε λίγο πριν την Επανάσταση για να μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και να εκλεγεί το 1822 δημογέροντας της Αθήνας, είναι πως «ήταν συνήθιο εις Αθήνα, οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονήν των Χριστουγέννων» να διορίζουν «δύο νυκοκυραίους και έναν κληρικό, και τους έδιναν την άδεια να περιέλθουν τα εσινάφια (σ.σ. τις συντεχνίες) και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας.
Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας. Και μ’ αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτσια, μανδήλια δια τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους…».
Πέρα από τη συγκεκριμένη αναφορά στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας» δεν δίνει άλλες πληροφορίες, αλλά και αυτά που έχει καταγράψει είναι δύσκολο να συνέβαιναν ευρέως μεσούντος του Αγώνα και σίγουρα όχι όλα τα χρόνια της προσπάθειας αποτίναξης του τουρκικού ζυγού.
Έφτιαχναν πίτες και χριστόψωμα
Πάντως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι οθωμανοί δεν απαγόρευαν στους χριστιανούς να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να πηγαίνουν στις εκκλησίες και να παρακολουθούν τη Λειτουργία. Αυτό που απαγορευόταν ήταν να χτυπάει ο ιερέας την καμπάνα, ιδίως στις πόλεις που ο πληθυσμός ήταν μεικτός (ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι) για να μην «προκαλούν». Στα χωριά όμως, ιδίως τα ορεινά που δεν υπήρχαν αλλόπιστοι, καθώς και στα περισσότερα νησιά, οι Έλληνες ήταν ακόμη πιο ελεύθεροι ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς δεν υπήρχε κανείς να τους κάνει παρατήρηση.
Τα σπίτια επίσης μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα καθαρίζονταν καλά και αερίζονταν, έτσι ώστε να «λάμπουν» στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ όσες νοικοκυρές είχαν τη δυνατότητα, έπλαθαν γλυκές πίτες (τις πατροπαράδοτες «πλακούντες») που έμοιαζαν ας πούμε σαν τα σημερινά τσίζκέϊκ, αλλά και παστέλια. Παράλληλα τα χρόνια του ΄21 ζυμώνονταν τέτοιες μέρες και χριστόψωμα με καθάριο ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι που έχει διάφορες παραλλαγές από τόπο σε τόπο.
Χριστούγεννα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου το ‘40
Το ίδιο έκαναν σε πολλά σπίτια και οι γυναίκες επίγονοί τους 119 χρόνια αργότερα, Χριστούγεννα του 1940. Ωστόσο οι άνδρες ως επί το πλείστον βρίσκονταν στο μέτωπο, καθώς η πατρίδα του καλούσε να αντιμετωπίσουν την ιταλική επίθεση που είχε εξαπολύσει ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1940 είχαν συμπληρωθεί οκτώ εβδομάδες από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου με τον Στρατό μας να αντιμετωπίζει με επιτυχία τον εχθρό στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου.
Το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την ημέρα στην Κορυτσά ήταν «πατριωτικό» όπως αναφέρει και ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», Ν. Γιοκαρίνης. «[…] Καὶ εις τας πλέον προκεχωρημένας γραμμάς όπου τα ημέτερα τμήματα έχουν κατοχυρωθή ἐν μὲσω χιόνων, συνήντησα Έλληνας φαντάρους μα αναπτερωμένον το ηθικὸν πανηγυρίζοντας και αναμένοντας ανυπομόνως να ορμήσουν και πάλιν κατά του εχθρού.
Η ημέρα των Χριστουγέννων υπήρξε πανταχού εις το μέτωπον εξαιρετικά χαρμόσυνος. Στρατιωτικοί ιερείς ετέλεσαν την λειτουργίαν εν μέσω χιόνων και καταπλήσσοντος πρωτοφανούς περιβάλλοντος ολόλευκων βουνοκορφών. Περιελθόντες κατόπιν τας θέσεις κατωχυρωμένων φαντάρων περιέφερον εις κοινόν ασπασμόν τον τίμιον σταυρόν υπό βαθυτάτην συγκίνησιν των πολεμιστών μας, οίτινες προνείς εδέχοντο δακρύοντες πρηνή επίσης τον ιερέα ελθόντα έως εκεί ίνα φέρη τας ευλογίας της ιερωτάτης ημέρας των Χριστουγέννων εις τους μαχομένους υπέρ της υπάρξεως της Ελλάδος».
Και συνεχίζει: «Εις ουδὲν υπερβάλλω εξαίρων την ηρωικωτάτην αλλὰ και αγιωτάτην ταύτην πράξιν των στρατιωτικών ιερέων και πρέπει να προσθέσω ότι συνήντησα έξωθι μικρού χριστιανικού ορεινού χωρίου άλλον λευίτην (σ.σ. Ιουδαίο κληρικό) ισάξιον των ανωτέρω, διότι και ούτοςπροσέφερεν εις τον ελευθερωτήν στρατόν μας όχι μόνον πνευματικήν εισφοράν γονυκλινής εν κρυπτώ κατὰ τὴν στιγμὴν εντόνου δράσεως της μάχης δεόμενος υπὲρ ευοδώσεως τη επιθέσεώς μας, αλλά και τώρα εξήλθε πρώτος μετά των συγχωριανών του ίνα καθαρίσουν τον δρόμον εκ των παχυτάτων στρωμάτων της χιόνος προς ευχερή διάβασιν των ελληνικών εφοδιοπομπών».
Δώρο κάλτσες και… «σφυροκόπημα» από το πυροβολικό
Σύμφωνα μάλιστα με τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο, οι Ιταλοί δέχθηκαν ως… χριστουγεννιάτικο δώρο σκληρότατο σφυροκόπημα από το πυροβολικό μας, την ίδια ώρα που έφθαναν στους φαντάρους μας άφθονες κάλτσες προκειμένου να ζεσταθούν τα πόδια τους από το κρύο που επικρατούσε στις κορυφογραμμές.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι εκείνες τις ημέρες επικρατούσε σφοδρή χιονοθύελλα «εις όλα τα μέτωπα, προκαλούσα μείωσιν εις την έντασιν των επιχειρήσεων. Παρά ταύτα η πρωτοβουλία ανήκει πάντοτε εις τα στρατεύματά μας, συμφώνως προς τα σχέδια του στρατηγείου» όπως αναφέρει ο έτερος απεσταλμένος της εφημερίδας Π. Παλαιολόγος.
Η χριστουγεννιάτικη ημερήσια διαταγή του αρχιστράτηγου Παπάγου
Στην έρευνα μάλιστα που έκανε το Newsbeast στον Τύπο της εποχής, βρήκε δημοσιευμένη και την ημερήσια διαταγή επ’ ευκαιρία των Χριστουγέννων, του αρχιστράτηγου των Ελληνικών Δυνάμεων Αλέξανδρου Παπάγου προς το στράτευμα. Σε αυτή αναφέρει επί λέξει: «Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται, επί τη μεγάλη μας εορτή των Χριστουγέννων απευθύνω προς τα ηρωικά στρατεύματα, που πολεμούν εις τα χιονοσκεπή βουνά της Αλβανίας, τον θερμόν χαιρετισμόν και εγκαρδίους μου ευχάς.
Σ’ εσάς τους φρουρούς και υπερασπιστάς της ελευθερίας και της τιμής της Ελλάδος, οφείλονται ότι εορτάζομεν ελεύθερα Χριστούγεννα. Ο Χριστός και η Παναγία θα είναι πάντοτε κοντά σας και θα ευλογή πάντοτε τας προσπαθείας σας».
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος απηύθυνε επίσης προς τον αρχηγό των εν Ελλάδι βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Επί τη ευκαιρία της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων, καθ’ ην αι υπό τας διαταγάς σας αεροπορικαί δυνάμεις μάχονται ηρωικώς και με αυταπάρνησιν παρά το πλευρόν του ελληνικού στρατού, αμυνομένου των βωμών και των εστιών του, θεωρώ ότι είνε επιβεβλημένον καθήκον μου ν’ απευθύνω προς υμάς και τους υπό τας διαταγάς σας εξ ονόματος των υπ’ εμέ δυνάμεων και εμού του ιδίου τας μάλλον εγκαρδίους ευχάς διά την επιτυχή έκβασιν του κοινού μας αγώνος και την τελικήν νίκην».
Τα πολύτιμα πακέτα που έφευγαν από το Ζάππειο
Τέλος, την ίδια ώρα στην Αθήνα ο πληθυσμός που είχε μείνει πίσω φρόντισε να ενισχύσει με κάθε τρόπο τους φαντάρους. Εάν περνούσε τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1940 κανείς από το Ζάππειο Μέγαρο στις οκτώ, εννέα, δέκα το βράδυ ή ακόμα και στη μια το πρωί, θα έβλεπε αμέτρητα χέρια να κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα κατασκευάζοντας κουτιά, διπλώνοντας ενδυματικά είδη, τακτοποιώντας κουραμπιέδες, δημιουργώντας ντάνες από βιβλία, τυλίγοντας φιάλες με κονιάκ και εναποθέτοντας μικρά εικονίσματα της Μεγαλόχαρης, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Νικολάου.
Όλα τοποθετούνταν σε κουτιά τα οποία σφραγίζονταν και μεταφέρονταν με μικρά χειροκίνητα καρότσια από τους φαλαγγίτες στα αναμένοντα στις είσοδο μεγάλα φορτηγά, προκειμένου να σταλούν στο μέτωπο. Όπως τονίζει και ο Τύπος της εποχής, «προετοιμάζουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα των ενδόξων στρατιωτών που θα γιορτάσουμε φέτος μέσα στην φωτεινότεροι μορφή της νίκης.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.