ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣτΕ Στ’: 2460/2021
Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Μαρίνου, Σύμβουλος Επικρατείας
Έννοια «τυπικού λόγου» άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ. Τέτοιο λόγο συνιστά και η απόρριψη προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο. Αντίθετες προς το Σύνταγμα οι ως άνω διατάξεις καθό μέρος προβλέπουν δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης προσφυγής κατά της αυτής πράξεως όταν η πρώτη απερρίφθη για τυπικό λόγο. Παραπομπή στην Ολομέλεια.
1. Το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, και την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014), όρισε ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απορρίψεως αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ.
Ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο» που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, κατά τα ανωτέρω, νοείται κάθε περίπτωση –πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως ως απαράδεκτη, χωρίς να εξεταστεί κατά τη βασιμότητά της.
Συνεπώς, η περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο, μη εμπίπτουσα στις ως άνω εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για τυπικό λόγο κατά την ανωτέρω διάταξη.
2. Η καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως δεύτερης προσφυγής στην προεκτεθείσα έκταση (για κάθε κατ’ αρχήν «τυπικό λόγο») έχει ως αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται σε μεγάλο βαθμό και χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος η βασική για το διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική δικονομία αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων αλλά και να κλονίζεται το σύστημα κανόνων το οποίο η έννομη τάξη έχει εισαγάγει για το παραδεκτό της προσφυγής, σύστημα το οποίο υπηρετεί – και γι αυτό, άλλωστε, κρίνεται παγίως συνταγματικό- την εύρυθμη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης· και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η τροποποίησή του.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω ρύθμιση περί ασκήσεως δεύτερης προσφυγής αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, καθώς και στην κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός μεν την ουσιαστική ισότητα στη διαδικαστική και δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου δε την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση της Δικαιοσύνης (και ειδικότερα της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 Συντάγματος).